Του Τίμου Παπαδόπουλου
Ακόμα ανατριχιάζω και συγκινούμαι όταν σκέφτομαι αυτήν την εικόνα που χαράχθηκε μέσα μου. Ποτέ δεν κατορθώνω να μεταδώσω το κλίμα και την ατμόσφαιρα, όσες φορές το επιχείρησα. Πάντα σκοντάφτω στην κραυγή που έβγαλε ένας μαυροφορεμένος αξύριστος λεβενταράς, δίπλα μου: «Γεια σου, Στελάρα, γεια σου, φίλε μου, γεια σου, αδελφέ μου». Ήταν την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία το φέρετρο με τον Καζαντζίδη. Και εκεί πάντα σβήνει η φωνή και τα μάτια βουρκώνουν, όπως και τότε.
Από νωρίς οι δρόμοι της Ελευσίνας μπούκαραν από κόσμο και αυτοκίνητα. Ακολούθησα τον κόσμο που κατευθυνόταν ομαδικά, σίγουρος ότι όλοι πάνε προς το μέρος όπου ήθελα. Η πρώτη ένδειξη ότι είμαι στη σωστή κατεύθυνση ήταν και το πρώτο συγκινητικό σοκάρισμα. Πολλοί μα πάρα πολλοί άνθρωποι, άντρες, γυναίκες, ήταν ντυμένοι πένθιμα και στα μαύρα. Πάνω από ένα χιλιόμετρο περπάτησα και ο κόσμος με τα μαύρα πλήθαινε, μέχρι που δεν πήγαινε άλλο.
Με πολλά συγγνώμη και μικρά σπρωξίματα κατάφερα να φτάσω σε μία ορατή απόσταση από την εκκλησία. Και τότε ήρθε το δεύτερο σοκ. Όλοι αμίλητοι με τα χέρια σταυρωμένα, ντυμένοι στα μαύρα ή με ένα μαύρο περιβραχιόνιο. Αυτή η σιωπή, η απόλυτη σιγή, ήταν από μόνη της ένα ηλεκτρικό ρεύμα που σε διαπερνούσε. Σε άλλες περιπτώσεις, έξω από την εκκλησία ο κόσμος έστω και ψιθυριστά μιλάει, χαιρετάει ο ένας τον άλλο, πιάνει κουβέντα ακόμα και για αντίδραση στο πένθος. Εδώ, όμως, κανείς δεν κουνιέται από τη θέση του, ούτε μιλάει. Λες και ήθελαν όλοι τους να ρουφήξουν τον πόνο του πένθους ολόκληρο και ατόφιο.
Κάποια μικρά αυτοσχέδια πλακάτ φόρτιζαν ακόμα περισσότερο τη συγκίνηση από την ανορθογραφία και το περιεχόμενό τους. Τα πιο πολλά με τίτλους και λόγια των τραγουδιών που τραγούδησε, ταιριασμένα στην μέρα. Μου ‘μειναν κάνα δυο όπως: «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα κι ώσπου να ‘ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα» Σύλλογος Καζαντζίδη Μελβούρνης, «Υπάρχω…….» Σύνδεσμος φίλων Καζαντζίδη Στουτγάρδης, και άλλα, που δήλωναν περισσότερο την παρουσία τους από τις τέσσερις άκρες της γης.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν η σύνθεση του κόσμου.
Τότε, πέρασε μία σκέψη από το μυαλό μου: «Δεν μπορεί αυτοί όλοι να είναι ντόπιοι Έλληνες. Πρέπει να είναι νεοπρόσφυγες Πόντιοι ή να ήρθαν από το εξωτερικό, εκεί όπου ο ελληνισμός ευημερεί σε πολιτισμό και σε αξίες». Αυτή η σκέψη μόνο μπορούσε να δώσει μία εξήγηση στη σύνθεση του κόσμου που κυριαρχούσε το μαύρο ντύσιμο σε άντρες και γυναίκες. Ποτέ άλλοτε σε κηδείες δεν είδα τόσο ατόφιο πόνο και σέβας.
Ύστερα η βουβή πορεία προς τα μνήματα να σπάει από τους ήχους των τραγουδιών του Καζαντζίδη, που ακούγονταν από τα χαμηλά ολάνοιχτα σπίτια σε όλη τη διαδρομή.
Και μετά πάλι σιωπή, βουβό κλάμα και για κάποιες στιγμές ακούγονταν από τα σπίτια και τα ανοιχτά παράθυρα τα τραγούδια του. Όλοι διάλεγαν τα μελαγχολικά του τραγούδια, έτσι για να δείξουν την θλίψη τους και τη συμμετοχή τους στο πένθος.
Ύστερα πάλι το μουρμούρισμα: «Δυο πόρτες έχει η ζωή…», μετά όλοι δυνατά ένα ποτάμι φωνές και μετά σιωπή και κλάμα.
Όλη η Ελευσίνα στο πόδι και στο πένθος και από πάνω να πετάει συνέχεια ένα ελικόπτερο. Ο θόρυβός του δεν ταίριαζε στο πένθος, ούτε στο αίσθημα του κόσμου που κήδευε τον λαϊκό του βάρδο. Κάποιος σήκωσε τα χέρια και μούντζωσε το ελικόπτερο. Ένας άλλος έκανε με τα χέρια του το νόημα για να φύγει και μετά χιλιάδες χέρια και κεφάλια στον ουρανό θέλανε να διώξουν αυτόν που ενοχλεί με τόσο θόρυβο τον Στέλιο που κοιμόταν. Και το ελικόπτερο έφυγε. Και όλοι πέσανε στο πένθος τους, ο καθένας με τον τρόπο του.
Ο Καζαντζίδης ήταν βάλσαμο στη μοναξιά της εφηβείας μου. Με τον Νάσο τραγουδούσαμε διφωνία όλα τα τραγούδια του. Η «Μαντουμπάλα» και η «Ζιγκουάλα» ήταν τα σουξέ μας και τα τραγουδούσαμε με πρώτη και δεύτερη φωνή. Πηγαίναμε με τον Νάσο στου Δούκα το «εξοχικό κέντρο», έτσι λέγανε τότε τις ταβέρνες, και βάζαμε όσες δραχμές είχαμε για να ακούσουμε τον Καζαντζίδη και από τα ξένα τον Ρενάτο Καροζόνε στο «Κελαλά», το «Μάμα-ρόζα», και άλλα.
Το Πάσχα στην πλατεία της Δράμας, μαζευόταν πολύς κόσμος και τσούγκριζε τα αβγά με αγωνιστική διάθεση, για να κερδίσουν το σπασμένο. Στη φτώχεια εκείνης της εποχής, τα αβγά ήταν τροφή πολυτελείας. Οι μικροπωλητές με τα τρίκυκλα καρότσια είχαν και την τελευταία ανακάλυψη της εποχής, ένα κουτί που έβαζες μέσα τον 45άρι δίσκο και άκουγες την μαγική φωνή του Καζαντζίδη «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Νίτσα Ελενίτσα», «Είσαι η ζωή μου», «Φεύγω μανούλα», «Ίσως αύριο», «Αυτή η νύχτα μένει» και άλλες υμνωδίες που συνδέθηκαν με τα χρόνια της νιότης μας.
Στην Κατερίνη όταν βρέθηκα μαθητής Γυμνασίου, πήγα μόνος μου στη συναυλία που έδωσε στο σινέ Ευκαρπίδη. Άκουγα μαγεμένος. Μέσα συνάντησα τα ξαδέλφια μου, τον Γεωργούλη και τον Γιάννη της θείας Δέσποινας, αδελφή του πατέρα μου.
Ήταν ο αγαπημένος μου βάρδος.
Στο «αααχ» του Καζαντζίδη δίναμε τα ρέστα μας. Εγώ κάτι πάθαινα όταν τον άκουγα. Ακόμα και σήμερα, όταν τον ακούω στα ποντιακά του με εκείνο το «ααχ», κάτι παθαίνω. Αργότερα, μόνο ο Θεοδωράκης στο «Χάθηκα», που τραγούδησε ο ίδιος, έχει πει ένα τέτοιο «αααα».
Μετά από χρόνια ο Καζαντζίδης τίμησε και την ποντιακή καταγωγή του με τα ποντιακά τραγούδια, που τα είπε με τρόπο μοναδικό. Το λάθος του ίσως ήταν που δεν είπε περισσότερα ή που δεν είπε όλα τα παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια, έτσι για να μείνουν στην ιερή παρακαταθήκη της κουλτούρας μας.
Έκανε κι άλλα λάθη που τον μείωσαν στην υστεροφημία του. Η εμπιστοσύνη του σε όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμιά επιφύλαξη, είναι ασυγχώρητη, αυτό όμως είναι ποντιακό γνώρισμα της φυλής μας. Μόνο που αυτός κινούνταν σε έναν χώρο που είναι γεμάτος από αρρώστιες και έπρεπε να φυλάγεται διπλά. Ο καλλιτεχνικός κόσμος ζει σε ένα περιβάλλον εξευτελιστικού ανταγωνισμού.
Έχω την εντύπωση ότι, αν ο Καζαντζίδης τραγουδούσε με αυτή τη θεία φωνή του το «Άξιον Εστί», τώρα στο Πατριαρχείο θα ήταν ο Εθνικός τους Ύμνος. Θα είχε ενταχθεί στους εκκλησιαστικούς θησαυρούς. Είναι όμως πολύ πιθανόν να έπεσε και θύμα της πρώτης αρχικής εικόνας, που είχαν όλοι οι λαϊκοί της εποχής και να κρατούσε επιφυλάξεις. Αυτή την εκδοχή την άκουσα από τον φίλο μου Δαμιανό στη Δράμα. Δεν κατάλαβαν τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Θυμήθηκα και μία συνέντευξη του Μπιθικώτση. Τη θεωρούσαν «ελαφριά» και με κρυφά μουρμουρητά και γέλια στην ηχογράφηση του «νεκρού αδελφού» συμμετείχαν ο Χιώτης και ο Μπιθικώτσης σαν τραγουδιστής.
Η μελωδία από την κυματιστή φωνή του Καζαντζίδη εξακολουθεί να με συγκινεί και να με γεμίζει ρίγος, 20 χρόνια μετά την αναχώρησή του.