Της Νόρας Κωνσταντινίδου
Αγαπητέ Θανάση,
Σου γράφω αυτό το γράμμα αμέσως μετά την επιστροφή μας από την εκδρομή – προσκύνημα στις αξέχαστες πατρίδες της Ανατολής. Επιθυμώ έγκαιρα και άμεσα να σε ευχαριστήσω με γραπτό λόγο για τη διακριτική αλλά ολόψυχη συνεισφορά σου στην ολοκλήρωση του οργανωμένου προγράμματος που συνέθεσαν οι υπεύθυνοι του Πολιτιστικού Συλλόγου της Μέριμνας Ποντίων Κυριών Δράμας. Στην περιήγηση αυτή για την οποία γίνεται λόγος, η διακριτικότητα, που είναι μέρος της συμπεριφοράς που σε χαρακτηρίζει, ήταν παρούσα σε κάθε σου ενέργεια. Δημιούργησε αναγνωρισμένα προσιτό κλίμα οικειότητας και λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος, καθότι ενίσχυσε τους εκδρομείς στις επιλογές τους. Ίσως γι’ αυτό η πρότασή σου να επισκεφθούμε ομαδικά την πατρική οικία των γονέων σου στις Σαράντα Εκκλησιές έγινε ευπρόσδεκτη από την πρώτη στιγμή.
Μας κατέπληξες όλους, εκλεκτέ φίλε μου, τιμώντας τη μνήμη της πόλης στην οποία έχει ακμάσει μπροστά από αιώνες ο πολιτισμός. «Σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη» φύλαξες Θερμοπύλες. Έμεινες θαυμαστής των Σαράντα Εκκλησιών, του από τους Τούρκους Κιρκλαρελί, που ήταν μια από τις πολλές Μητροπόλεις της Ρωμιοσύνης που συνέθεταν την Κωνσταντινουπολίτικη περιφέρεια. Ανταποκρίθηκες εθελούσια και ολοπρόθυμα στο κάλεσμα για έρευνα της ονομασίας της γενέτειρας των γονέων σου. Το όνομα της ελληνικής πόλεως των Σαράντα Εκκλησιών προέκυψε από το παλαιότερο ελληνικό όνομα Μικρή Εκκλησία της Εξοχής (την οποία οι Τούρκοι διατήρησαν ως ποιητικό Kir Kilise κι έπλασαν το Kiklareli). Το όνομα Σαράντα Εκκλησιές, όμως, διατηρούν συνειδητά ως σήμερα και οι χιλιάδες Έλληνες των ξεριζωμένων προσφύγων.
Δανείσθηκες, γιε του αξέχαστου Δημητρίου Κάζη, εξαρχής πολύ πετυχημένα τον ρόλο του ξεναγού. Με κρυφή ικανοποίηση απέδωσες τα ακούσματά σου από τον γνώστη πατέρα σου, από τις μελέτες και τους στοχασμούς σου. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής των 75 χιλιομέτρων από το ελληνικό τελωνείο των συνόρων της Ελλάδας με την Τουρκία ως την αξιαγάπητη πόλη έλεγες και έλεγες. Ξεπλήρωσες το χρέος σου προσφέροντας επαρκείς πληροφορίες στους Δραμινούς ταξιδιώτες που σε άκουγαν με υποδειγματική προσοχή. Μίλησες. Η κοσμοπολίτικη συμπεριφορά σου, συνδυασμένη με την εσώτερη ψυχική ανάγκη σου να μοιραστείς με τους συμπολίτες σου από τα απλά και καθημερινά πράγματα που αγάπησες ο ίδιος μέχρι τα σύνθετα, όπως το να κυκλοφορήσεις σε βιβλίο το υλικό της πολύχρονης συλλογής σου, σε οδήγησε στο μεταίχμιο της χαράς, που είναι η απόρροια της αγάπης. Εμφορούμενος από αγάπη και χωρίς καμία ιδιοτέλεια, συγκέντρωσες μικρά κομματάκια και μεγάλα ενθυμήματα, το καθετί που θα μπορούσε να μιλήσει στις επερχόμενες γενεές («στα εγγόνια μου» έγραψες στην αφιέρωση) και γέμισες ενδιαφέρουσα ύλη το βιβλίο σου για τη Δράμα, σαν Δον Κιχώτης που άφησε σε φωτογραφία το άλογό του για να διανύσει καλπάζοντας τους αιώνες.
Πρόσεξα, γραμματοσυλλέκτη Θανάση, πως, από αγάπη προς τα πολιτιστικά δρώμενα των οργανωμένων πολιτών στις κοινότητές τους, μίλησες στα μέλη και τους φίλους της Μέριμνας για την ύπαρξη Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου στις Σαράντα Εκκλησιές από το 1685, όπως και για την ίδρυση δραματικού θιάσου με την ονομασία «Μένανδρος» το 1880, αλλά και μουσικού ομίλου με την ονομασία «Αρίων» από το 1895. Αναμενόμενη ήταν η αναφορά σου στα φαρμακεία της γενέτειρας των γονιών σου και ο λόγος σου γι’ αυτά είχε όλη τη συγκινησιακή εκφορά ως Φαρμακοποιός· έτσι, με κεφαλαίο το αρχικό της λέξης, καθώς με περίσσιες χειρονομίες μοίρασες και μοίρασε «γιατρικά» στους πάσχοντες, αβγατίζοντας τις ιδιότητες της Γραμματικής, η πολυμελής οικογένεια Κάζη. Τα λίγα που θυμάμαι ύστερα από την επήρεια των λόγων σου ήταν πως τα φαρμακεία μετατρέπονταν σε συζητητικές λέσχες κάθε βράδυ και οι κυρίες και δεσποινίδες των φιλανθρωπικών σωματείων οργάνωναν εκδηλώσεις και χοροεσπερίδες.
Νομίζω πως με όσα είπες δεν ενίσχυσες απλά τις γνώσεις όλων μας για τις «χαμένες πατρίδες», αλλά και απέδωσες περιγραφικά τις πολιτιστικές ταυτότητες του ελληνισμού της Ανατολής, πιστοποιώντας την οικονομική έξαρση, όπως αποδίδεται από πολλές πλευρές αναφερόμενες στον 19ο αιώνα. Η ευμάρεια παρούσα στη Διοικητική Περιφέρεια των Σαράντα Εκκλησιών. Η λειτουργία των 100 σχολείων εκπλήσσει στους εκάστοτε αναλογισμούς των επιδόσεων στα γράμματα και τις τέχνες, όπως έκπληκτοι παρέμειναν και οι εκδρομείς της εξόρμησης γνωρίζοντας με λόγο και ζωντανές εικόνες στη διαδρομή τα αποκρυσταλλωμένα μνημεία της δακρυσμένης Ανατολής. Τα χιλιόμετρα που λιγόστεψαν ύστερα από μερικά λεπτά διασχίζοντας τους δρόμους των Σαράντα Εκκλησιών μάς έφεραν στο σπίτι των ονείρων σου, αγαπητέ Θανάση.
Κι όμως, κανένας δεν βγήκε από το σπίτι σου, «ξεναγέ μας», στο λιακωτό, στη βεράντα θα έλεγα, να μας υποδεχθεί. Ούτε ο παππούς, ο ντόπιος μάστορας των σπιτιών τριγύρω μας που μας κοίταζαν ανάμεσα από των καιρών τις χαραμάδες. Σε είδα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σε αμηχανία, μεταδοτική ταυτόχρονα σε ανθρώπους και σπίτια. Τα τελευταία έμεναν αμίλητα, ντυμένα με τον μανδύα του πένθους και αναποφάσιστα να καταρρεύσουν, προκειμένου να διατηρήσουν την προσμονή τους. Δεν άντεξες, αγαπητότατέ μου, στη σιωπή. Ανέβηκες τα δύο σκαλοπάτια του σπιτιού σου που παραπαίοντας από τους χαλεπούς καιρούς σε περίμενε, έστω κι αν εμφανισιακά ήταν σε πιο καλή κατάσταση από τα γειτονικά. Τότε με αυτοπεποίθηση, νοικοκύρη, πρόσθεσες στον πρόλογό σου το «καλώς ορίσατε». Ύστερα, σε βλέπω κιόλας, πήγες προς την πόρτα της εισόδου. Χειροκροτήσαμε και, ώσπου να ζεστάνουμε τις παλάμες μας, είδαμε τη δική σου χούφτα να κρατά το πόμολο του σπιτιού. «Πάρε το, πάρε το» ακούσθηκε ξεκάθαρα και η παρότρυνση με την ομοφωνία της κάλυψε σε μεγάλη ακτίνα το φιλόξενο – αφιλόξενο περιβάλλον!