Του Κωνσταντίνου Φωτιάδη,
Ομ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
ΜΕΡΟΣ Β’
Ο γάμος του Θεοφυλάκτου θα του εξασφαλίσει ένα απάνεμο λιμάνι και θα του χαρίσει τη γλυκιά οικογενειακή γαλήνη. Αυτή την αίσθηση της οικογένειας που είναι τόσο αναγκαία και στην κόρη του την Άννα. Μια γυναίκα που καυχιέται για τα επιτεύγματα των εγγονών της και νιώθει να την τυλίγει η στοργή και η αγάπη τους.
Η έκρηξη του Α παγκοσμίου πολέμου θα παρασύρει στη δίνη της το κάστρο της ευτυχίας του πατέρα Θεοφυλάκτου και θα σαρώσει στους ανέμους του Πόντου τις μικρές χαρές και τις απλές καθημερινές προσδοκίες: ο Θεοφύλακτος θα αναγκαστεί να φύγει μόνος, κρυφά με πλοίο στο Βατούμ τον Ιούλιο του 1914, για να αποφύγει τη στράτευση. Στο νέο του περιβάλλον ο Θεοφύλακτος έπρεπε να αντιμετωπίσει νέες δυσκολίες. Παρά τις δυσκολίες όμως ο Θεοφύλακτος κατόρθωσε να επιβιώσει χάρις στην αγωνιστικότητά του, την αδάμαστη θέλησή του, την πίστη του στον άνθρωπο.
Την περίοδο αυτή της περιπλάνησης από το Βατούμ στην Τιφλίδα και από εκεί πάλι στο Βατούμ ο Θεοφύλακτος εργάζεται στον Ερυθρό Σταυρό και στα Νοσοκομεία των περιοχών με παραδειγματικό ζήλο. Η επιστροφή του στην κατεχόμενη πια από τους Ρώσους Τραπεζούντα το 1916 σήμαινε την επανασύνδεση με ό,τι αγαπούσε: το χώρο του, τον ευρύτερο περίγυρό του, την κοινωνία που τον ανέδειξε. Γιατί στην Τραπεζούντα ο Θεοφύλακτος, άλλοτε ως Αρχίατρος της περιοχής, άλλοτε ως Διευθυντής του Νοσοκομείου και άλλοτε ως μέλος της οργανωμένης Επιτροπής προσφύγων πρόσφερε τα μέγιστα σε όλες αδιάκριτα τις φυλές του τόπου του.Είναι αυτή ακριβώς η περίοδος που ο Θεοφύλακτος εξέδωσε με δικά του έξοδα την εφημερίδα «Οι Κομνηνοί», με την προμετωπίδα «Προνοία του Μητροπολίτου». Το περιοδικό ήταν από τα πρώτα φανερώματα του Θεοφύλακτου στο λόγο, και φανέρωνε, πέρα από την αγάπη του για τον τόπο του,την ανιδιοτέλειά του και την απαράμιλλη διάθεση κοινωνικής προσφοράς.
Αυτή την κοινωνική ευαισθησία και την απέραντη υπευθυνότητα θα κληρονομήσει και η Άννα. «είχα την τύχη να ζήσω σε ένα περιβάλλον που θεωρούσε την κοινωνική προσφορά καθήκον και υποχρέωση και πιστεύω ότι είχαν δίκαιο… ».
Στα 16 μου χρόνια είχαμε τον πόλεμο του ‘40. Στα χρόνια της κατοχής φροντίζαμε για την υγεία και τη διατροφή των φοιτητών, ακτινοσκόπηση των φοιτητών, βοήθεια στους φυματικούς φοιτητές, επίσκεψη στα σανατόρια, βοήθεια στα Ιδρύματα για μικρά παιδιά, άσυλο παιδιών, βραδινό συσσίτιο για τις φοιτήτριες του Λυκείου Ελληνίδων.
Το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης βρήκε πάλι την οικογένεια του Θεοφύλακτου στους δρόμους της προσφυγιάς. Έτσι το Βατούμ έγινε η δεύτερη πατρίδα του, όπου μέσα από τις στάχτες του πολέμου και μέσα από τα ερείπια των καταπονημένων ψυχών το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, προϊόν συλλογικών διαδικασιών. Αξιόλογος ήταν ο ρόλος του Θεοφύλακτου σε εκείνη τη σπουδαία Κυβέρνηση του Ελληνισμού του Πόντου που τύπωνε την Εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος».
Αντιπροσωπεύοντας το Συμβούλιο του Πόντου ο Θεοφυλάκτου βρίσκεται στην Αθήνα το 1920 με την πρόθεση να πετύχει από την Ελληνική Κυβέρνηση ευνοϊκή ρύθμιση του ζητήματος του Πόντου και των προσφύγων. Δυστυχώς από τα δύο πέτυχε μόνο το δεύτερο: την τακτοποίηση του ζητήματος της μεταφοράς των προσφύγων του Καρς στην Ελλάδα. Για το άλλο ζήτημα εισέπραξε στην πληγωμένη του ψυχή τη θλιβερή άρνηση του Βενιζέλου και υποχρεώθηκε, ωριμότερος αυτός, να θάψει βαθιά στα άδυτα της ψυχής του το νεανικό όνειρο και τον μύχιο πόθο ενός ολόκληρου λαού. Ο Θεοφύλακτος θα στρατοπεδεύσει σαν πληγωμένο πουλί στη Βασιλεύουσα και θα πνίξει τους καημούς του στην απέραντη γαλήνη της Προποντίδας. Μπροστά του η καθημερινότητα, ο επαγγελματικός ανταγωνισμός, οι ανάγκες της οικογένειας, η κοινοτική πρόκληση.
Όταν έσπασε το μέτωπο, όταν «η Ρωμανία επέρασεν», η πορεία προς την άλλη μεριά του Αιγαίου έγινε για τον πατέρα Θεοφυλάκτου, αλλά και για την οικογένειά του πικρή,αδήριτη αναγκαιότητα. Εκατομμύρια οι πρόσφυγες, παίρνοντας μαζί τους λίγα ψίχουλα απελπισίας και ένα αχνοχάραμα ελπίδας βούλιαξαν στο νέο όνειρο: μια νέα πατρίδα, μια νέα επιβίωση, ένας νέος δρόμος. Τον πήρανε όπως -όπως «λες και δεν υπήρχε άλλος δρόμος στη γη παρά μονάχα αυτός», όπως λέει και ο ποιητής. Τον ίδιο δρόμο πήρε και Ο Θεοφύλακτος μόνος. Η οικογένειά του τον συνάντησε στη Συμβασιλεύουσα :
Η παραμονή στη Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε από τις επαγγελματικές δραστηριότητες του Θεοφύλακτου και από την ενεργοποίησή του στις ενώσεις των Ποντίων.
Και όμως αυτό που ήταν η αδυναμία της πρώτης γενιάς των Θεοφυλάκτου, η ανάγκη δηλαδή της προσαρμογής, μετασχηματίστηκε στη δεύτερη γενιά σε εκείνη της Άννας Θεοφυλάκτου σε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Για την Άννα η προσαρμογή είχε κατακτηθεί. Έμενε η κατάκτηση της πόλης. Μια κατάκτηση που ήρθε γρήγορα μέσα από τη δράση σε Συλλόγους, την προεδρία στη Μέριμνα Ποντίων Κυριών, την επιβράβευση των προσπαθειών της για την καταξίωση της γυναίκας στον επαγγελματικό στίβο.
Ως Πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Μακεδονίας και Θράκης ο Θεοφύλακτος συμμετέχει στην αποκατάσταση των προσφύγων, στην επανίδρυση της Μέριμνας Ποντίων Κυριών, στην ίδρυση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών η οποία έχει την έδρα της στην Αθήνα και της οποίας Πρόεδρος είναι ο Χρύσανθος.
Είναι γεγονός ότι μια πληθωρική προσωπικότητα σαν τον Θεοφύλακτο καθιστά έντονη την παρουσία της στον χώρο. Από εκείνη την περίοδο της ζωής του αρχίζει η δημόσια δράση του στα όρια του Ελληνικού Κράτους.
Πραγματικά το 1928 ο Βενιζέλος τον τιμά με το αξίωμα του πρώτου Γενικού Διοικητή Θράκης. Η μικρή παραμονή του σε ένα από τα ανώτερα αξιώματα της εποχής του δεν θα κάνει τον Θεοφύλακτο αλαζόνα. Θα τον βοηθήσει να οδηγηθεί στη θεωρία της «Αναγέννησης των Νέων χωρών».
Συνεχίζεται