Του Κωνσταντίνου Φωτιάδη,
Ομ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
ΜΕΡΟΣ Γ’
Η δεκαετία του 1930-40 θα είναι για τον Θεοφύλακτο εξαιρετικά δημιουργική. Η δραστηριοποίησή του στον χώρο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης θα του προσφέρει τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση του οράματος της αποκατάστασης των Ποντίων αδερφών και θα αναδείξει τη δημιουργικότητα του ανδρός. Πραγματικά «η Εύξεινος Λέσχη των εκ Πόντου, Καυκάσου και Ρωσίας Πόντίων Ελλήνων» θα ιδρυθεί το 1933 και θα συμπεριλάβει όλα τα τμήματα του Ποντιακού Ελληνισμού, σύμφωνα με τις προσδοκίες του Θεοφύλακτου. Το 1938 πεθαίνει από αρρώστια ο γιος του Κώστας. Ο Θεοφύλακτος βρίσκει παρηγοριά για το μεγάλο κενό στην κοινωνική προσφορά. Την περίοδο 1939-1940 ο Θεοφύλακτος εκλέγεται Πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης και επιτελεί λαμπρό έργο, αφού δημιουργεί το πρώτο «Λαϊκό Πανεπιστήμιο». Η σύσκεψη για τη δημιουργία του νέου θεσμού πραγματοποιείται στις 6 Μαΐου. Στα πλαίσια της συνεδρίασης ο Α. Σιγάλας εισηγείται τα περί Λαϊκών Πανεπιστημίων μέσα από την ευρωπαϊκή εμπειρία και παρουσιάζει αντίτυπα των προγραμμάτων τους. Η πανηγυρική έναρξη των μαθημάτων του Ανοιχτού Πανεπιστημίου έγινε στη μεγάλη αίθουσα της Ευξείνου Λέσχης στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου 20 την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1939.
Η πολιτική δράση του Θεοφυλάκτου αυτής της περιόδου είναι άξια μελέτης από τα πανεπιστημιακά τμήματα πολιτικών επιστημών για τις πρωτοποριακές του θέσεις. Συγκεκριμένα, απορρίπτοντας το θολό πολιτικό τοπίο της μεταβενιζελικής εποχής συντάσσεται με τη μέση λύση την οποία εξαγγέλλει ο Καφαντάρης. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Καφαντάρης στηλιτεύει την πολιτική της Κυβέρνησης του Π. Τσαλδάρη, αυτήν που θα οδηγήσει στο νόθο δημοψήφισμα του 1935 και θα προετοιμάσει τη δικτατορία του Μεταξά. Γιατί η πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στη χώρα την περίοδο του Μεταξά κόστισε προσωπικά στον Θεοφύλακτο, αφού στη διάρκειά της έχασε τον γιο του τον Κώκο, τελειόφοιτο της ιατρικής, και μετέτρεψε σε καταζητούμενο τον άλλο γιο του, σπουδαστή του Πολυτεχνείου και εχθρό του πολιτικού συστήματος του Μεταξά.
Οι δυσκολίες όμως της ζωής δε λύγισαν τον αιώνιο έφηβο: χαλύβδωσαν τη θέλησή του. Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής ο Θεοφύλακτος αγωνίζεται για την οργάνωση συσσιτίων που θα ανακουφίσουν τους πάσχοντες και μεριμνά για την αποστολή 150 πενομένων παιδιών προσφύγων από την Καλαμαριά στην Πτολεμαΐδα όπου θα σωθούν από βέβαιο θάνατο. Ακόμα με τη διάθεση κοινωνικής προσφοράς που τον διέκρινε σε όλη του τη ζωή ο Θεοφύλακτος διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη συγκρότηση Κεντρικής Επιτροπής η οποία θα συλλέξει εράνους και θα τεθεί επικεφαλής υποεπιτροπών στην περιφέρεια για την καταπολέμηση των ασθενειών.
Το έτος 1946 είναι αντιπροσωπευτικό των πολιτικών επιλογών του Θεοφύλακτου. Εμφορούμενος από το πνεύμα της Εθνικής Αντίστασης επιδιώκει να συμπορευτεί με τη δημοκρατική παράταξη που δοκιμάζεται από τις ενέργειες των δυνάμεων εκείνων που υπονομεύουν το ρόλο και την σημασία της στην εθνική μας απελευθέρωση. Ο λόγος του ρομαντικός, εμπνευσμένος και πηγαίος εκφράζει πίστη στα νιάτα και στη δυναμική που αυτά αντιπροσωπεύουν, εκφράζεται με παράπονο που μεταστρέφεται σε οργή για τον παραγκωνισμό της εθνικής Αντίστασης, προβάλλει το νόημα και την αξία της Δημοκρατίας. Περνώντας μάλιστα ο ίδιος στο πεδίο της πολιτικής πράξης ως Πρόεδρος της Ένωσης των Δημοκρατικών Συλλόγων της πόλης απευθύνεται στο λαό στη συγκέντρωση της 26ης Μαρτίου 1946 και διεκδικεί το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών.
Το 1948 ο γιος του Παναγιώτης, αντάρτης σκοτώνεται στο βουνό. Το κενό πλέον είναι δυσαναπλήρωτο. «Μικρό κανόνι κρέπαρε και ξαμαρτώθη κάστρο». Ήταν το μοιρολόγι που βγήκε από τα χείλη της αγράμματης μανιάτισσας όταν πληροφορήθηκε το χαμό του μοναδικού εγγονού της στον πόλεμο του ’40. Μοναδική πλέον παρηγοριά η δυναμική Αννούλα. Λέει η ίδια σε μία συνέντευξή της: «Πολλοί ήμασταν γραμμένοι στην Ε. Π. Ο. Ν. Θυμάμαι μια μέρα, που είχαμε στη σχολή απεργία, πήγα στη Λέσχη Φοιτητών, απέναντι από το Λευκό Πύργο, ενώ έξω υπήρχε μπλόκο Γερμανών. Τότε, οι υπεύθυνοι της Λέσχης μας είπαν να σταθούμε μπροστά στα παράθυρα και αυτοί ένας ένας άρχισαν να φεύγουν. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε αραιώσει. Ήμασταν εκατόν πενήντα νέοι, από τους οποίους είκοσι ένας ήταν κορίτσια. Βγήκαμε όλοι μαζί και φυσικά μας έπιασαν. Μας φόρτωσαν σε καμιόνια, για να μας οδηγήσουν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Εκεί, αν έμπαινε κανείς, δεν ήξερε τι μπορούσε να του συμβεί. Καθώς ήμουν στο καμιόνι, βλέπω στο δρόμο μια φίλη, την Ευθυμία και της φωνάζω «Πες της μάνας μου ότι είμαι καλά». Φυσικά η μάνα μου τρελάθηκε μόλις το έμαθε και έστειλε ανθρώπους το βράδυ με κουβέρτες. Όμως το στρατόπεδο ήταν γεμάτο. Δεν είχε άδειες θέσεις… Στις έντεκα τη νύχτα, μας έδιωξαν, μόνο τα κορίτσια και θυμάμαι εκείνη την επιστροφή με τα πόδια, σαν όνειρο. Είχε ένα υπέροχο φεγγάρι, που συμπλήρωνε τον ενθουσιασμό και τη συγκίνησή μας. Από τα αγόρια, δυστυχώς κάποιοι χάθηκαν».
Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα φορτισμένο πολιτικό κλίμα ο Πόντος και τα σύμβολά του θα είναι για τον Θεοφύλακτο μια όαση σκέψης, ένα καταφύγιο της συνείδησης. Η κληρονομιά αυτή δε θα στοιχειώνει μέσα του τον αθεράπευτο πόθο μιας επιστροφής, αλλά θα συντηρεί μια συγκρατημένη ελπίδα και θα στεγάζει τον μικρόκοσμο των αξιών του. Η δωρεά στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης δύο χρυσών Ευαγγελίων από την Ιερά Μονή Γουμεράς και από την πατρίδα του την Τσίτη με την προϋπόθεση να επιστραφούν αν αποδοθούν οι ευκτήριοι οίκοι στην ελληνική ορθόδοξη λατρεία υπηρετεί αυτό ακριβώς το πνεύμα.
Το τελευταίο κείμενό του, πριν από την έκδοση του βιβλίου του «Γύρω από την άσβεστη Φλόγα», είναι έκφραση της βαθιάς ανθρώπινης αγανάκτησής του απέναντι στην απόλυσή του από τη θέση του αιρετού Δημοτικού Συμβούλου Θεσσαλονίκης από τον Υπουργό Β. Ελλάδος Ανδρέα Στράτο. Στην επιστολή ο Θεοφύλακτος φτάνει στο αποκορύφωμα της ωριμότητάς του αφού παράλληλα με την έκθεση της προσωπικής του ιστορίας διαβλέπει την επικείμενη δόξα του που τον καταξιώνει στη συνείδηση των απλών ανθρώπων.
Όταν ο ίδιος θα προσφέρει το καταστάλαγμα της πείρας του, το πόνημά του «Γύρω από την άσβεστη Φλόγα», την έκδοση του οποίου χρηματοδότησε ο γιος του ήρωα των αγώνων του Πόντου ο Β. Ιωαννίδης, στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, η αβελτηρία των τότε κρατούντων δεν μπορεί πλέον να τον πληγώσει. Ο Θεοφύλακτος έχει εκπληρώσει στο ακέραιο το χρέος του: έχει καταγγείλει την κίβδηλη εθνικοφροσύνη, έχει φέρει εις πέρας τους εθνικούς του αγώνες, έχει υπηρετήσει τη Δημοκρατία και την Εθνική Ενότητα και έχει πληρώσει το τίμημα των αγώνων του.
Πάνω από όλα όμως θα έχει αφήσει πίσω του μια λαμπρή κόρη που αποτελεί την ενσάρκωση του πατέρα της και δικαιώνει με την παρουσία της και τη συνεισφορά της στην κοινωνία τα δικά του οράματα και τις δικές του αξίες.
Πραγματικά η Άννα, μέλος των γυναικείων σωματείων της Θεσσαλονίκης και γνωστή για την προσφορά της σε όλα τα ποντιακά σωματεία πρόσφερε εθνικό και κοινωνικό έργο. Με πρωτοβουλία της η Μέριμνα επισκέφτηκε τη μαρτυρική Κύπρο το 1975 και φιλοξένησε 65 κυπριοτόπουλα. Η ίδια υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Φιλίας «Ελλάς-Κύπρος» Αντιπρόεδρος και σήμερα Πρόεδρος του πρώτου Συμβουλίου του. Διετέλεσε Πρόεδρος της Μέριμνας από το 1974-1983 και πέτυχε την ίδρυση του πρότυπου παιδικού σταθμού Αργώ. Με δική της εισήγηση ο Άγιος Ευγένιος καθιερώθηκε από την Ιερά Σύνοδο ως πολιούχος της Καλαμαριάς το 1979. Μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις στον Πόντο συγκέντρωσε ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το οποίο σε συνδυασμό με πρωτότυπες φωτογραφίες των αρχών του αιώνα μας βγήκε το Λεύκωμα Ζωντανές Μνήμες του Πόντου από τις εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, όπου υπάρχει «η ζωή του Πόντου, ένα χρέος στην Εθνική Μνήμη κυρίως των επιζώντων του Πόντου, που βλέπουν δακρυσμένοι το ωραίο παρελθόν».
Το φωτογραφικό υλικό και πολύτιμα κειμήλια η Άννα τα δώρισε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Κράτησε όμως αντίγραφα για να δανείζει σε κάθε προσφυγικό σωματείο που θέλει να κάνει έκθεση με θέμα τον ελληνισμό του Πόντου και των άλλων περιοχών της Μ. Ασίας. Όταν τα ανδροκρατούμενα πρωτοβάθμια ποντιακά σωματεία αποφάσισαν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, την ίδρυση δευτεροβάθμιου σωματείου η Άννα Θεοφυλάκτου, ως ο από μηχανής θεός, ήταν η καλύτερη λύση, αφού οι ομηρικές συγκρούσεις των φιλόδοξων πρωταγωνιστών της πρωτοκαθεδρίας οδηγούσαν την ΠΕΠΣ στο δρόμο της αυτοδιάλυσης και της γελοιοποίησης του ποντιακού χώρου. Η Άννα Θεοφυλάκτου επιλέχθηκε ως η πρώτη Πρόεδρος. Δεν άντεξε όμως πολύ καιρό και παραιτήθηκε, γιατί στην οικογένειά της η αρχηγική λογική της καριέρας ήταν και είναι άγνωστη λέξη. Γι’ αυτό από τότε παίρνει δρόμους. Οργώνει την Ελλάδα και το εξωτερικό με το φωτογραφικό της υλικό, τις πλούσιες εμπειρίες της από τα πολλά ταξίδια στον Πόντο, μα πάνω απ’ όλα της ιστορική και πολιτισμική της παιδεία που διδάχτηκε από τον καλύτερο δάσκαλο, τον πατέρα της. Οι ακροατές και οι θεατές της μαγεμένοι της στέλνουν άπειρες ευχαριστήριες επιστολές. Ως καθηγητής Ιστορίας υπεύθυνα σας δηλώνω ότι είμαι θαυμαστής της. Ως συγκάτοικος για κάποια χρόνια στην ίδια πολυκατοικία, της είμαι ευγνώμων για την αγάπη, τη γενναιόδωρη προσφορά σε αρχειακό υλικό και τις σοφές συμβουλές της.
Το 1992 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το κοινωνικό και εθνικό της έργο.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν κλείναμε αυτή τη σύντομη αναφορά μας Στην Άννα Θεοφυλάκτου με τα ίδια της τα λόγια που θα ‘πρεπε να θεωρούνται ευαγγέλιο από τους σημερινούς νέους. Γιατί πραγματικά, σε μια περίοδο έκπτωσης των αξιών η φράση της Άννας μας διδάσκει με την απλότητα και τη διαχρονικότητά της το δρόμο του χρέους και του καθήκοντος: « Είχα την τύχη να ζήσω σε ένα περιβάλλον που θεωρούσε την κοινωνική προσφορά υποχρέωση και καθήκον. Και πιστεύω ότι είχαν δίκιο».
Καλό ταξίδι Άννα μας.