Αφιέρωμα των «Χ» στην Εκατονταετηρίδα 1922-2022, κάθε Δευτέρα
Ο αείμνηστος Τάκης Λουκανίδης αφηγείται
Γεωργία Μπακάλη – Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης
(ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Ο Τάκης Λουκανίδης, ο πιο αγαπημένος απ’ όλες τις γενιές των Δραμινών, ξεδιπλώνει στην αυτοβιογραφία του (“Εγώ”, ο Τάκης Λουκανίδης)1 τα δύσκολα παιδικά χρόνια που έζησε με την προσφυγική οικογένειά του.
Οι γονείς του, Πόντιοι από το Καρς του Καυκάσου, έζησαν την περιπέτεια του ξεριζωμού και κατέληξαν, μετά από περιπλάνηση, στο Μεσοχώρι του Παρανεστίου. Στο Μεσοχώρι η οικογένεια του Τάκη Λουκανίδη έδωσε τον αγώνα για επιβίωση μέσα στις αντίξοες συνθήκες εκείνης της εποχής, όπου η ακραία ένδεια δοκίμαζε και καθήλωνε τις περισσότερες προσφυγικές οικογένειες.
«[…] Το σπίτι μας ήταν διώροφο στην άκρη του χωριού. Όχι δεν είχαμε άνεση χώρου. Στον πάνω όροφο κοιμόμασταν στο πάτωμα και τα πέντε παιδιά, σε ένα δωμάτιο, τα δυο από τη μία μεριά και τα τρία από την άλλη, για να χωράμε. Οι γονείς μας ήταν δίπλα σε ένα μικρό δωματιάκι. Κάτω το αχούρι με τα ζώα. Το γάιδαρο μας, τον Μάρκο, αγελάδες, γουρούνι, κότες. Στη χωμάτινη αυλή βρισκόταν ο φούρνος και πιο πέρα δύο στρέμματα γης, φυτεμένα καλαμπόκι, σιτάρι, πατάτες −τις καλύτερες στην Ελλάδα− μερικές άγριοφουντουκιές και το ξεραντήρι εκεί που απλώναμε τα καπνά μετά το βελόνιασμα.
Στα καπνά εκπαιδευόταν όλη η οικογένειά μας: η μητέρα μου η Χριστίνα, ο πατέρας μου ο κυρ Γιώργος, η μεγάλη μου αδελφή η Κωνσταντινιά, ο αδελφός μου ο Θανάσης, ο άλλος μου αδελφός, ο μεγάλος και αδικοχαμένος στα 22 του χρόνια, από μηνιγγίτιδα, ο αξέχαστος Χαράλαμπος, αλλά και εγώ ο Νεοτάκης Λουκανίδης, που έγινα γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα ως ποδοσφαιριστής της Δόξας Δράμας, του Παναθηναϊκού, του Άρη Θεσσαλονίκης και φυσικά της Εθνικής Ομάδας.
Από μικρό παιδί 5-6 χρονών βοηθούσα τους δικούς μου στα καπνοχώραφα. Μαζεύαμε τα καπνά στα κοφίνια και γυρνώντας στο σπίτι, βελονιάζαμε τα φύλλα. Εκατομμύρια φύλλα. Μετά από αυτό γινόταν το παστάλιασμα. Η δουλειά αυτή ήταν επίπονη και εγώ δεν διεκδικούσα δάφνες ευστοχίας. Είχα τρυπήσει πολλές φορές τα χέρια μου και από τις μικρές πληγές έτρεχε αίμα. Τα τρυφερά μου δάχτυλα ήταν χιλιοτρυπημένα, αλλά δεν γινόταν να αποκλειστώ από την προσπάθεια αυτή, που ήταν οικογενειακή. Έπρεπε όλοι να δουλεύουμε κάθε μέρα για την επιβίωσή μας.
[…]
Ζούσαμε φτωχικά αλλά αγαπημένα σε ένα από τα εξήντα περίπου σπίτια του Mεσοχωρίου. Όταν σουρούπωνε, ανάβαμε τις λάμπες πετρελαίου −το ηλεκτρικό ήταν μακρινό όνειρο για μας− και πέφταμε νωρίς νωρίς, κατά τις εννιά για ύπνο. Το εγερτήριο ήταν στις τέσσερις το πρωί, γιατί μας περίμενε πολλή δουλειά και σκληρή. Πόσο απολάμβανα μετά από τόσο μόχθο το κολατσό. Έβρεχα το ψωμί και το στριφογύριζα στη ζάχαρη. Μερικές φορές το άλειφα με θρεψίνη, όταν τα οικονομικά επέτρεπαν να αγοράσουμε[…]»3
Οι συνθήκες ένδειας της οικογένειας επιδεινώθηκαν με τη σύλληψη και εκτέλεση του πατέρα του από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής, το 1943. Η μητέρα του αναλαμβάνει πλέον μόνη της το βάρος συντήρησης των πέντε ανήλικων παιδιών της.
Δεκάχρονος ο Τάκης Λουκανίδης αναγκάζεται να φιλοξενηθεί στο ορφανοτροφείο Δράμας, όπου έκανε και τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα. Δεκαοχτώ χρονών υπογράφει στη Δόξα Δράμας, για να αρχίσει από το 1956 μια θυελλώδη ποδοσφαιρική καριέρα και να καθιερωθεί ως ο πιο ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο.
(Ευχαριστούμε την κόρη του αείμνηστου Τάκη Λουκανίδη, Αντιγόνη, την αδελφή του Σοφία Γρηγορίου και τον ανιψιό του Κυριάκο Γρηγορίου, για τις πληροφορίες, και τις φωτογραφίες που τόσο πρόθυμα μας διέθεσαν).
1 Τάκης Λουκανίδης, «Εγώ» ο Τάκης Λουκανίδης, εκδ. Κέντρο ευρωπαϊκών εκδόσεων Χάρη Πάτση, Αθήνα 2004.
2 ό.π., σελ. 12.
3 ό.π., σελ. 13-15.
[…] post Από τη διαδρομή του πιο αγαπημένου Δραμινού appeared first on Χρονικά της […]