Ζήσης Γουδεσίδης
Επιμέλεια: Κώστας Σαμαρτζίδης
ΜΕΡΟΣ XVΙΙ
Μετά το τέλος της παρέλασης και αφού οι ποδοσφαιριστές παρατάχθηκαν απέναντι από τη θέση των επισήμων, η Φιλαρμονική παιάνισε τους Εθνικούς Ύμνους των δύο κρατών που αντιπροσώπευαν οι αγωνιζόμενες ομάδες. Ακολούθησε η προσφώνηση προς του Αιθίοπες, του Προέδρου της Δόξας Β. Κουρμπέτη, ο οποίος τους καλωσόρισε, τους ευχήθηκε καλή επιτυχία και τους πρόσφερε αναμνηστικό λάβαρο. Στις κερκίδες επικρατούσε ενθουσιασμός, χαλούσε ο κόσμος από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες των Δραμινών και ξένων φιλάθλων, που είχαν έρθει για να απολαύσουν έναν ωραίο αγώνα.
Επί τέλους, η μπάλα στήθηκε στη σέντρα και με το σφύριγμα του διαιτητή κ. Δασκαλάκη, το παιχνίδι αρχίζει.
Μετά από τις πρώτες αναγνωριστικές κινήσεις των δύο ομάδων, η Δόξα αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων και στο 2ο λεπτό ο Κουϊρουκίδης πασάρει στον Λαζαρίδη, η σέντρα του οποίου καταλήγει στο πόδι του Καλαϊτζίδη και αυτός, χωρίς καθυστέρηση με ένα ισχυρό «βολέ» στέλνει τη μπάλα στα Αιθιοπικά δίχτυα, γράφοντας το: ΔΟΞΑ-ΑΙΘΙΟΠΙΑ: 1-0.
Στη συνέχεια και στο 11ο λεπτό, ο Κουϊρουκίδης μετά από «πάσα» του Καλαϊτζίδη, επιτυγχάνει το 2ο τέρμα και διαμορφώνει το σκορ σε: 2-0.
Οι Αιθίοπες αγωνίζονται με αλλεπάλληλες καθόδους να μειώσουν το σκορ, αλλά οι αμυντικοί και ο τερματοφύλακας της Δόξας κρατούν με ηρωισμό απόρθητη την εστία τους, βοηθούμενοι και από τα δοκάρια για να λέμε «και του φτωχού το δίκαιο». Και ενώ συνεχίζεται η υπεροχή των φιλοξενουμένων, στο 32ο λεπτό, η «Μαύρη Θύελλα» ορμά και με «πάσα» του Καλαϊτζίδη προς τον Λαζαρίδη, αυτός πετυχαίνει και το 3ο γκολ. Το σκορ είναι τώρα: ΔΟΞΑ-ΑΙΘΙΟΠΙΑ: 3-0. Με αυτό το αποτέλεσμα λήγει και το Α’ ημίχρονο. Οι ομάδες αποσύρονται στα αποδυτήρια για να ξεκουραστούν οι παίκτες τους. Αμέσως σχεδόν, μόλις που προλάβαμε να «πάρουμε μια ανάσα» κατέφθασαν στα αποδυτήριά μας οι αρχές της πόλης και μετά από τα συγχαρητήρια μας έβαλαν τις φωνές λέγοντας «δεν ξέρετε ότι αυτό το παιχνίδι έχει διπλωματική σημασία, αφήστε και τους φιλοξενούμενους να βάλουν και αυτοί κανένα γκολ». Εμείς μείναμε με ανοιχτό το στόμα, πρώτη μας φορά ακούγαμε τέτοια λόγια, ο εγωισμός μας θίχθηκε, αλλά αρχές είναι αυτές κάτι περισσότερο γνωρίζουν.
Στο Β’ ημίχρονο, φαίνεται ότι επηρέασαν την απόδοσή μας τα προηγηθέντα στα αποδυτήρια, η επίθεσή μας χαλάρωσε τις προσπάθειές της, παραχωρώντας την πρωτοβουλία στους Αιθίοπες που άρχισαν να πιέζουν την εστία μας. Και ενώ η άμυνά μας αγωνίζεται με όλες της τις δυνάμεις, κατορθώνουν στο 20ο λεπτό να σημειώσουν το πρώτο τους και μοναδικό τέρμα: ΔΟΞΑ-ΑΙΘΙΟΠΙΑ: 3-1.
Ο υπόλοιπος χρόνος μέχρι τη λήξη του αγώνα κύλισε με εναλλασσόμενες φάσεις, με τους Αιθίοπες να υπερέχουν, χωρίς όμως η υπεροχή τους να επιφέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Έτσι, ο αγώνας έληξε με 3-1 υπέρ της Δόξας, η οποία αγωνίσθηκε με τους: ① Ζ. Γουδεσίδης,② Π. Γρηγοριάδης, ③ Ν. Νικολαΐδης, ④ Δ. Παναγιωτίδης, ⑤ Μ. Τόλιος, ⑥ Θ. Ιγνατίου, ⑦ Τσιγκέλης, ⑧ Β. Καραλάζος, ⑨ Χ. Κουϊρουκίδης, ⑩ Β. Καλαϊτζίδης, και ⑪ Δ. Λαζαρίδης.
Μετά τη λήξη του αγώνα, ο Υπουργός απένειμε στους «Μαυραετούς» το βαρύτιμο κύπελλο, μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων από τους φιλάθλους. Οι πιο ζωηροί από αυτούς μας σήκωσαν ψηλά επάνω στα χέρια τους.
Την ίδια μέρα και ώρα, η ομάδα μας είχε αγώνα πρωταθλήματος στην Καβάλα με τους Φιλίππους, την καλύτερή της ομάδα. Για να μη μηδενισθεί η Δόξα, λόγω μη συμμετοχής, το ΔΣ, έστειλε τη δεύτερή μας ομάδα. Η ομάδα αυτή πέτυχε να αποσπάσει εκτός έδρας, πολύτιμη ισοπαλία: 0-0. Τα «δευτεράκια» της Δόξας, επέστρεψαν στη Δράμα γεμάτα χαρά, αφού απέδειξαν ότι και αυτά ξέρουν να παίζουν τη μπάλα όπως και εμείς οι μεγάλοι και να αποδείξουν ότι η Δόξα διαθέτει δύο «μεγάλες» ομάδες.
Την επομένη, Δευτέρα, ο Δήμαρχος Δράμας, παρέθεσε πρόγευμα στους Αιθίοπες, στο καλύτερο εστιατόριο της εποχής «Η ΓΑΛΛΙΑ» που βρισκότανε στην οδό Βενιζέλου, στη γωνία με την οδό Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’. Έκφωνήθηκαν ενθουσιώδεις προπόσεις και από τις δύο πλευρές, που αναφέρθηκαν στους ιερούς δεσμούς που ενώνουν τους δύο λαούς.
Μετά το τέλος αυτής της εκδήλωσης και με τις ευχές των Δραμινών, οι Αιθίοπες αναχώρησαν για την Αθήνα, διερχόμενοι δε από το Δοξάτο, στάθμευσαν σε αυτό για να καταθέσουν στεφάνι στο μνημείο των σφαγιασθέντων από το Βούλγαρο κατακτητή.
Ακολούθησε δεξίωση από το Δήμαρχο με την παρουσία των Δημοτικών Συμβούλων και των ποδοσφαιριστών της τοπικής ομάδας «ΟΙ ΦΙΛΙΠΠΟΙ».
Το μεσημέρι, η αποστολή των Αιθιόπων έφθασε στην Καβάλα. Εκεί τους υποδέχθηκαν στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής του Δημαρχείου, ο Δήμαρχος Καβάλας Μελισσάκης και Δημοτικοί Σύμβουλοι. Μετά από την υποδοχή, μετέβησαν στο εστιατόριο «ΚΕΝΤΡΙΚΟ» που βρισκότανε στην κεντρική πλατεία της Καβάλας, εκεί όπου τώρα στεγάζεται η τράπεζα «Πειραιώς». Στο εστιατόριο παρατέθηκε επίσημο γεύμα, στο οποίο παρακάθισαν οι αρχές της πόλης με επικεφαλής τον Σεβασμιότατο Καβάλας Φιλίππων και Θάσου. Οι Αιθίοπες αναχώρησαν αεροπορικώς για την Αθήνα αργά το απόγευμα, αφού προηγουμένως ξεναγήθηκαν στα αξιοθέατα της πόλης και μεταξύ αυτών στην κατοικία του Αιγύπτιου Μωχάμετ- Άλη.
► 1η Ιουνίου 1952:
ΔΟΞΑ-ΕΛΠΙΣ: 1-5.
Αυτό το πρωινό της Κυριακής στο γήπεδό μας, ήταν μια οδυνηρή προσγείωση για τους Δοξαίους. Η Δόξα, με τις τόσες λαμπρές νίκες της απέναντι σε πανίσχυρες ομάδες, ηττήθηκε αυτή τη μέρα, όχι από ένα τυχαίο αντίπαλο, αλλά από το μισητό, ανταγωνιστή και συμπολίτη, την Ελπίδα. Ο αγώνας διεξήχθη για το Πρωτάθλημα Ανατολικής Μακεδονίας. Ήττα με το ευρύ σκορ των πέντε τερμάτων έναντι ενός. Αν ήταν από οποιονδήποτε άλλο, αυτή η ήττα δεν θα ήταν τόσο οδυνηρή, με την Ελπίδα όμως ήταν διαφορετικά. Ολόκληρη εβδομάδα, αλλά και πολύ καιρό μετά από αυτή, θα έπρεπε οι Δοξαίοι να αντέχουν καρτερικά τα ειρωνικά σχόλια από τους φίλους τους, τους Ελπιδαίους. Για το αποτέλεσμα αυτό την μεγαλύτερη ευθύνη την φέρω εγώ, ο τερματοφύλακας και γι’ αυτό μετά από τη λήξη του αγώνα, παρέδωσα τη φανέλα μου στους αναπληρωματικούς τερματοφύλακες, τον Π. Μποϊντάρη και το Ε. Σαμλίδη (ήμουν ήδη 30 χρονών). Αυτοί πάλι, υπερασπίσθηκαν επάξια έκτοτε στους επόμενους αγώνες τα δίχτυα της αγαπημένης μας ομάδας.
Έτσι είναι η ζωή, έρχεται πάντοτε μια ημέρα που ο αδηφάγος, ο σκληρός χρόνος, αδιάφορος σε πετάει μακριά από τον αγωνιστικό στίβο, που τον πότισες για πολλά χρόνια και εσύ με ιδρώτα και μερικές φορές και με το αίμα σου.
Η ημέρα αυτή για μένα ήταν «αποφράς» ημέρα, την οποία δε θέλω να τη σκέφτομαι, έλα όμως που οι παλιοί θαυμαστές μου, όταν τους συναντώ, μόνο αυτή τη μέρα θυμούνται, ξεχνώντας όλα τα άλλα καλά παιχνίδια μου. Αυτό είναι και το μόνο μου παράπονο. Έτσι όμως είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος.
Αφού εγκατέλειψα τα γκολποστ, συνέχισα να ενδιαφέρομαι για την πρόοδο του Συλλόγου, τώρα πια σαν απλό τακτικό μέλος του, πάντα όμως με το ίδιο όμως πάθος.
Αργότερα, η Γενική Συνέλευση, με εξέλεξε μέλος του ΔΣ και αυτό μου ανέθεσε τα καθήκοντα του Εφόρου του Ποδοσφαιρικού Τμήματος. Πρόεδρος είχε εκλεγεί ο Πολ. Σκλάβης. Προπονητής ήταν ο κ. Μάριο Τουάνη.
Στον χώρο του ποδοσφαίρου, όπως και σε όλους τους χώρους τα πράγματα αλλάζουν σιγά-σιγά. Νέα ήθη εμφανίσθηκαν, καταστάσεις που σε αποκαρδιώνουν. Στα Συμβούλια ορίζεται ένα μέλος που εμείς το ονομάσαμε «Α2». Αποστολή του έχει να ασχολείται αποκλειστικά και μάλιστα «εν λευκώ» με την αποτροπή της εξαγοράς συνείδησης των παικτών, διαιτητών και λοιπών παραγόντων του ποδοσφαίρου και συγχρόνως να επιδιώκει να πετύχει το ίδιο στο αντίπαλο στρατόπεδο, πριν από κάθε αγώνα.
Η κατάσταση έφθασε στο σημείο, να παρακολουθούμε «αγώνα» και μάταια να προσπαθούμε να διακρίνουμε ποιος από τους 22 ποδοσφαιριστές παίζει για την ομάδα του, ποιος για την αντίπαλη ομάδα και ποιος για ένα τρίτο που ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα, ακόμη και για κάποιους τζογαδόρους του «προ-πο» (πχ. αγώνας: ΑΙΓΑΛΕΩ-ΔΟΞΑ).
Μερικές φορές το «Α2» προκαθόριζε και το αποτέλεσμα του αγώνα, υπογράφοντας μάλιστα γραμμάτια για να εξασφαλισθεί η σωστή τήρηση των συμφωνημένων.
Θυμάμαι, το πόσο τραγικό ήταν να βγαίνει η ομάδα στο στίβο, ο κόσμος να είχε κατακλύσει το γήπεδο από το μεσημέρι, κάποιοι από αυτούς να έρχονται νηστικοί για να εξασφαλίσουν θέση, να χειροκροτούν όρθιοι και να επευφημούν με πάθος για να δώσουν φτερά στα πόδια των παλληκαριών της αγαπημένης τους Δόξας, με πίστη για τη νίκη της και εσύ να γνωρίζεις, όπως και οι παίκτες, που το μάθαμε από το «Α2» λίγα λεπτά πριν αρχίσει το παιχνίδι, ότι το αποτέλεσμα είχε προαποφασιστεί, να λήξει ισόπαλο. Τι ντροπή! Όλους αυτούς τους αγώνες τους πουλήσαμε, κοροϊδέψαμε τους οπαδούς μας και το πιο σημαντικό δώσαμε μόνοι μας την λαβή, να κάνουν οι παίκτες τα ίδια και αυτοί. Είθε εκείνη τη στιγμή, ν’ άνοιγε η γη του γηπέδου και να με κατάπινε (αγώνας: ΔΟΞΑ-ΠΑΝΑΙΓΙΑΛΕΙΟΣ).
Όλα αυτά τα αισχρά που αναφέρω, ήταν άγνωστα σε εμάς τους παλιούς ποδοσφαιριστές που για χρόνια είχαμε συναγωνισθεί «ε υ γ ε ν ώ ς» και με αρχές την επίδειξη «ιπποτικού πνεύματος», όπως ακριβώς αναφέρετε στον όρκο που δίναμε κάθε χρόνο, μπροστά στους φιλάθλους στην έναρξη κάθε ποδοσφαιρικής περιόδου.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στο Εθνικό Στάδιο, με την Φιλαρμονική του Δήμου να παιανίζει, ο κόσμος που έχει κατακλύσει τις κερκίδες, αδημονεί περιμένοντας την έναρξη του αγώνα, για να απολαύσει την αγαπημένη του Δόξα, τη « Μαύρη Θύελλα».
Η προσμονή τελειώνει, καθώς οι ομάδες εισέρχονται στον αγωνιστικό χώρο και παρελαύνουν μπροστά από τους επισήμους. Μεταξύ αυτών παραβρίσκεται ο Υπουργός-Γενικός Διοικητής Θράκης κ. Ταλιαδούρος, οποίος αθλοθέτησε και κύπελλο για το νικητή του αγώνα. Στην παρέλαση προηγείται η Φιλαρμονική και ακολουθούν οι δύο ομάδες, οι οποίες κρατούσαν μεγάλες σημαίες, οι μεν φιλοξενούμενοι την Ελληνική, η δε Δόξα τη σημαία της Αιθιοπίας.
Απογοήτευση· δεν ασπάσθηκα ποτέ την δικαιολογία ότι «με όποια όπλα μας πολεμούν, με τα ίδια θα τους πολεμήσουμε και εμείς». Έτσι, δεν έβαλα για υποψήφιος στις επόμενες εκλογές των Διοικητικών Συμβουλίων.
Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα που πέρασε από τότε, συχνά σκέφτομαι, αναπολώντας τα παλιά και αναρωτιέμαι, πως έγινε το θαύμα αυτό και μία μικρή «ομαδούλα», που ξεκίνησε από μια μικρή επαρχιακή πόλη, χωρίς να διαθέτει κανένα μέσο, έφτασε να γίνει «θρύλος», να την αγαπήσουν όλοι οι Έλληνες, να γίνει ξακουστή ακόμη και έξω από σύνορα της πατρίδας μας;
Ήταν η πρώτη και μοναδική επαρχιακή ομάδα που «ταρακούνησε», την εποχή εκείνη με τις άριστες εμφανίσεις της στα γήπεδα, το ποδοσφαιρικό «κατεστημένο».
Ήταν η «ΔΟΞΑ» που ανάγκασε το «κέντρο» να προσέξει τον μέχρι τότε, άγνωστο σε αυτούς και παραμελημένο επαρχιακό αθλητισμό. Να φροντίσει επί τέλους για την ανάπτυξή του και να πάψει να το αγνοεί στις αθλητικές διοργανώσεις.
Ήταν η «ΔΟΞΑ» εκείνη που βροντοφώναξε: «Κύριοι και η επαρχία ξέρει να παίζει μπάλα».
Το όνομα της ομάδας μας έγινε «θρύλος» και γι’ αυτό πολλοί το υιοθέτησαν και βάφτισαν τις ομάδες τους μ’ αυτό το δοξασμένο όνομα, σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας, ακόμη και στο εξωτερικό. Πολλές επιχειρήσεις επίσης το χρησιμοποίησαν ως «σήμα κατατεθέν» στην επωνυμία τους.
Κυκλοφόρησαν ασπρόμαυρες καραμέλες με το όνομα «ΔΟΞΑ» και λαχειοφόρα σοκολατάκια με τις φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών της.
Ο θίασος του «ΞΥΔΗ» που ερχόταν τακτικότατα στην πόλη μας και παρουσίαζε επιθεωρήσεις στο θερινό θέατρο «ΡΕΜΒΗ», εκεί που τώρα στεγάζεται η ομώνυμη καφετέρια, ανέβαζε συχνά μεταξύ των άλλων και σκετς με θέμα για τη Δόξα, ώστε να προσελκύσει θεατές.
Η Δόξα κατόρθωσε να ταυτίσει το όνομά της με το όνομα της πόλης της Δράμας. Έγινε η αιτία να τη γνωρίσουν όλοι οι Έλληνες και να παύσουν να μας ρωτούν «αν έχει θάλασσα η Δράμα». Μετά από τη θρυλική Δόξα, άρχισαν να ρωτούν για τη μεγάλη τους συμπάθεια, για τη Δόξα. Έτσι, Δόξα = Δράμα και Δράμα = Δόξα.
Όσο και να βασανίζομαι, δε μπορώ να ξεχωρίσω κανένα. «ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΔΕΚΑ ΗΤΑΝ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ». Οι εκάστοτε ένδεκα, όλοι μαζί πολέμησαν παλληκαρήσια για την αίγλη της Δόξας. Ήταν παιδιά από μια μεγάλη γειτονία αυτή της Δράμας και των περιχώρων της. Ήταν ίσως παιδιά που γεννήθηκαν από Δοξαίους γονείς, που μεγάλωσαν ο ένας κοντά στον άλλο, παρέα στο σχολείο, παρέα στα παιδικά παιχνίδια και αργότερα στα γλέντια τους. Μα πέρα από αυτά και πάνω από όλα, γεννήθηκαν Δοξαίοι. Ποιος ξέρει πως έγινε αυτό, ίσως, από τότε που τους κυοφορούσε η μάνα τους να ακούγανε τα κατορθώματα της Δόξας που τα συζητούσαν με περηφάνια οι γονείς τους.
Η αγάπη τους για την ομάδα ήταν απεριόριστη, χαιρόταν για τη νίκη και έκλαιγαν, ναι έκλαιγαν για την ήττα. Τα έδιναν όλα για μία νίκη της Δόξας, χωρίς ποτέ να σκέπτονται αν θα τραυματισθούν και ίσως δε θα μπορέσουν ποτέ να ξαναπαίξουν. Δε ζητούσαν κανένα αντάλλαγμα γι’ αυτή τους την αυταπάρνηση από την ομάδα. Έδιναν και δεν έπαιρναν τίποτα. Τους ήταν αρκετό το να φορούν τη δοξασμένη ασπρόμαυρη φανέλα, για την τιμή της οποίας πολεμούσαν, ναι, πραγματικά πολεμούσαν μέσα στα γήπεδα.
Όταν έληγε νικηφόρα η σύγκρουση για μας, κατηφορίζαμε από το γήπεδο της Δόξας ή από το Εθνικό Στάδιο της Δράμας, τον πιο κεντρικό τότε δρόμο της πόλης την οδό «Βενιζέλου» πηγαίνοντας προς την κεντρική πλατεία της «Ελευθερίας», «κουρκάμλοι και καμαρωτοί», όπως λέγανε οι κάτοικοι του συνοικισμού «Ορτάκιοϊ». Από το «κούρκος» που σημαίνει γαλοπούλα.
Ο κόσμος μας επευφημούσε στο δρόμο μας και εμείς τους ευχαριστούσαμε μέχρι να φτάσουμε γεμάτοι χαρά στο γαλακτοζαχαροπλαστείο του Οικονόμου, που βρισκόταν επί της Βενιζέλου, απέναντι ακριβώς από το καφενείο η «Ελευθερία. Εκεί μας περίμενε ο «Ντώντης»(Παναγιώτης Γριβόπουλος), σερβιτόρος και φανατικός Δοξαίος, για να μας σερβίρει το έπαθλο του νικηφόρου αγώνα, που μας το πρόσφερε η φτωχούλα αλλά ξακουσμένη Δόξα, μία «πάστα». Ήταν μικρή η αμοιβή; Όχι! ήταν τόσο γλυκιά αμοιβή που εμείς οι παλαίμαχοι ακόμη δεν έχουμε ξεχάσει τη γλύκα της. Αναπολούμε συχνά αυτή την «πάστα» και τη γλύκα της και μάταια την αναζητούμε στα ζαχαροπλαστεία.
Ήταν και τυχερά όμως αυτά τα παιδιά, μας έτυχε να έχουμε έναν άξιο προπονητή, δάσκαλο των μυστικών της μπάλας και παιδαγωγό μας συγχρόνως. Μας αγαπούσε όλους, συμμεριζόταν τις στενοχώριες και τα ντέρτια μας και πάντοτε προσπαθούσε να τα αμβλύνει. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Νικόλαος Πάγκαλος. Από την εποχή που ανέλαβε την προπόνηση της ομάδας, η Δόξα, από μέρα σε μέρα όλο και πιο ψηλά πετούσε.
Κοντά μας επίσης είχαμε άξιους Διοικητικούς Συμβούλους, που αγαπούσαν με πάθος τη Δόξα και τους λεβέντες της. Πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς, «βάζοντας πολλές φορές το χέρι τους βαθειά στην τσέπη», για να λύσουν κάποιο οικονομικό πρόβλημα που παρουσιαζόταν. Ένας μεταξύ των άξιων Προέδρων ήταν και ο Βασίλειος Κουρμπέτης, ο οποίος έλεγε και ξαναέλεγε, ότι «εγώ παιδιά δεν έχω, παιδιά μου είναι τα παιδιά της Δόξας».
Τέλος μαζί μας είχαμε και όλους τους φιλάθλους, που μας αποθέωναν και μας χειροκροτούσαν όταν νικούσαμε και μας βρίζανε όταν χάναμε, ανθρώπινο.
Είχαμε «θύρα» γερή, που την αποτελούσαν άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι, εργάτες, με αρχηγό τον αεικίνητο Παναγιώτη Τσακίρη (Μαρόπουλος).
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και η «καλλιτεχνική ομάδα» με πρωτεργάτες τον Χατζηπαναγιωτίδη Ιωάννη και τον Θεολόγη, υπάλληλο του κινηματογράφου «ΑΤΤΙΚΟΝ», που βρίσκονταν λίγο μετά την αρχή της οδού «ΑΡΜΕΝ» στη δεξιά πλευρά της, αν ξεκινούσες από την πλατεία της «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ». Η ομάδα αυτή στη διάρκεια όλης της εβδομάδας που μεσολαβούσε ενός Κυριακάτικου αγώνα, ετοίμαζε τις αφίσες και τα πανό.
Υπήρχε η ομάδα της «φασαρίας», που ήταν εξοπλισμένη με ροκάνες, τύμπανα, κουδούνια και άλλα, κρουστά και πνευστά όργανα, όργανα που μας απογείωναν όταν «έπαιζαν» μέσα στο γήπεδο.