Από το τριφύλι στους Μαυραετούς

0
244

Ζήσης Γουδεσίδης
Επιμέλεια: Κώστας Σαμαρτζίδης


 

ΜΕΡΟΣ XVΙΙΙ

 

Τέλος υπήρχε και η ομάδα «περιφρούρησης» των ποδοσφαιριστών. Μας παρακολουθούσαν για να βεβαιωθούν ότι κάναμε αθλητική ζωή και το βράδυ της παραμονής κάθε αγώνα, ενημέρωνε τον προπονητή μας, για το αν όλη η ομάδα είχαμε μαζευτεί από νωρίς στα σπίτι μας (που να βρει κανείς τότε χρήματα για ξενοδοχεία), για ανάπαυση και ύπνο.
Αυτά που σας ανάφερα προηγουμένως, ήταν νομίζω και η μεγάλη δύναμη αυτής της ομάδας, που ήταν αδύνατο να μη μεγαλουργήσει, να μη μας δώσει τα φτερά για να πετάξει σαν τους «Μαυραετούς» ψηλά, πολύ ψηλά και να προσθέσει νέες δάφνες και να γράψει νέες σελίδες δόξας στην μακρά (από το 1918), ιστορία του συλλόγου.
Αν θελήσουμε να συγκρίνουμε αυτές τις συνθήκες που σας εξέθεσα πιο πάνω με τις τωρινές, η διαφορά είναι τεράστια. Οι ομάδες σήμερα είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη «μωσαϊκά» που τα συνθέτουν άξιοι ποδοσφαιριστές , που προέρχονται όμως από κάθε σημείο της Γής. Π.χ. ο Βραζιλιάνος παίζει δίπλα στον Κορεάτη, ο Νοτιοαφρικανός δίπλα στον Περουβιανό, ο Σέρβος δίπλα στον Πολωνό και πάει λέγοντας. Άνθρωποι με διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες και χρώματα, αυτοί συνθέτουν σήμερα ως επί το πλείστον τις ποδοσφαιρικές ομάδες του κόσμου. Πρέπει να ψάξεις πολύ για να εντοπίσεις έστω και έναν που να γεννήθηκε στην έδρα της ομάδος του. Είναι άξιον απορίας το πώς συνεννοούνται μεταξύ τους.
Όλοι αυτοί μέχρι προχθές αγνοούσαν την ιστορία της ομάδας που τους φιλοξενεί, το όνομά της ακόμη και είναι συνεπώς φυσιολογικό να μην αισθάνονται έστω και λίγη αγάπη γι’ αυτήν. Η παραμονή τους στην ομάδα, εξαρτάται από την αμοιβή τους και μόνο από τίποτα άλλο. Είναι έτοιμοι να την εγκαταλείψουν μόλις στερέψουν τα χρήματα ή βρουν μεγαλύτερο μισθό σε κάποια άλλη ομάδα. Είναι σαν τα αποδημητικά πουλιά, έρχονται και φεύγουν.
Τις ομάδες μπορεί κανείς να τις παρομοιάσει με καλλιτεχνικούς θιάσους, με θιασάρχη τον μεγαλομέτοχο, που συνήθως προσπαθεί να προσπορισθεί οφέλη ως ανταμοιβή για τα χρήματα που διέθεσε. Αυτός καθορίζει τα πάντα. Προσλαμβάνει και απολύει τους παίκτες της ομάδας και καθορίζει το ποσό της αμοιβής τους. Οι ποδοσφαιριστές από την πλευρά τους, αγωνίζονται να παρουσιάσουν ένα ελκυστικό θέαμα, για να προσελκύσουν θεατές, να σημειώσουν γκολ και να κατακτήσει η ομάδα τους τίτλους ώστε να ανέβουν οι μετοχές τους, χωρίς όμως να διακινδυνεύουν τη σωματική τους ακεραιότητα. Σπάνια θα δούμε τερματοφύλακες να «πλονζάρουν» επάνω στα πόδια του αντίπαλου κυνηγού για να αποσοβήσουν την παραβίαση της εστίας τους. Αυτό όμως είναι και φυσιολογικό και δικαιολογημένο, γιατί ένας τραυματισμός τους μπορεί να τους στερήσει, την πλουσιοπάροχη αμοιβή τους, είναι «επαγγελματίες». Μόνο ο «έρωτας» για την ομάδα δεν τα υπολογίζει αυτά.
Έτσι, σήμερα δεν μας εντυπωσιάζει το φαινόμενο, να υπάρχουν ομάδες που μέχρι πριν από λίγο μεσουρανούσαν στο ποδοσφαιρικό στερέωμα, ξαφνικά να εξαφανίζονται χωρίς να αφήνουν ίχνη, σαν διάττοντες αστέρες. Συγχρόνως, άλλες ανώνυμες μέχρι χθες, να ανέρχονται απαστράπτουσες στα ύψη του ποδοσφαιρικού πίνακα.
Η αιτία; ο «παράς» αυτός είναι και θα είναι από τούδε και εις το εξής, ο μοναδικός συντελεστής και παράγοντας για την ανοδική ή την καθοδικά πορεία των ομάδων. Έπαυσε πλέον, η αγάπη να είναι η συνδετική μυστική ουσία που δημιουργεί ομάδες που μεγαλουργούν.
Αυτή η μετάλλαξη συνέβη και με την αγαπημένη μου ομάδα. Αφού έγραψε μετά από εμάς και άλλες πολλές «χρυσές σελίδες» δόξας στην Α’ Εθνική Κατηγορία της Ελλάδας και οι «Μαυραετοί» πέταξαν ακόμη πιο ψηλά φθάνοντας στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας δύο φορές, δεν μπόρεσε τελικά να ξεφύγει από την επιδημική αρρώστια του «ατομικού συμφέροντος». Σιγά-σιγά, η αγάπη για την ασπρόμαυρη φανέλα ξεθωριάζει, η αγάπη τρεμοσβήνει και τελικά πεθαίνει. Η «Μαύρη Θύελλα» κοπάζει, γίνεται αχνό αεράκι, δε μπορεί να ανεβάσει τους αετούς του Βορρά ψηλά και αυτοί κατακρημνίζονται. Το ατομικό συμφέρον, διέλυσε τη συνεκτική ουσία, την «αγάπη» για τη φανέλα, και η «αγάπη» αυτή δεν κατοικεί πια εδώ.
Αυτή ήταν η «χρυσή ιστορία» της λατρεμένης και ένδοξης «Δόξας», από την εποχή της κήρυξης του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, μέχρι τα μέσα της χρονιάς του 1952, την οποία ανάμεσα σε πολέμους, κατοχή και εμφυλίους, έζησα εγώ, φυλάγοντας Θερμοπύλες κάτω από τα γκολ-ποστ σε πολλά γήπεδα.
Σήμερα, έχοντας βοηθούς τις κιτρινισμένες εφημερίδες της εποχής εκείνης μαζί με γράμματα συμπαικτών μου, αναπολώ μία ένδοξη εποχή της «ΔΟΞΑΣ». Η συγγραφή αυτή δεν αποβλέπει σε συγγραφικούς επαίνους, ούτε στη διεκδίκηση υστεροφημίας. Μακράν εμού. Πρόκειται για την επιθυμία μου, τώρα στα γεράματα μου να την ξαναζωντανέψω αναδεύοντας σπαράγματα από τη μνήμη μου, για να την ξαναζήσω. Αφορμή για αυτό υπήρξε το ρίγος που μου προκάλεσε η πρόσφατη σταδιακή άνοδος των «Μαυραετών» που άρχισαν πάλι όπως παλιά να ανοίγουν τα φτερά τους.
Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, λάθη όμως και παραλείψεις οπωσδήποτε θα έκανα. Ας με συγχωρήσουν αυτοί που τυχόν θα τη διαβάσουν. Δικαιολογία μου, ο μισός και πλέον αιώνας που διάβηκε από την εποχή που σας αφηγούμαι. Θέλω αυτή την εξιστόρηση να την τελειώσω με ένα ευχαριστώ και μια ευχή.
Μπάλα!!! Στρογγυλή θεά, εσύ μόνον αληθινή και παντοτινή μου αγάπη, εσύ που στη νιότη, μου χάρισες στιγμές μεγάλης χαράς, μεγάλης αγωνίας αλλά και πόνου. Ακόμη και σήμερα, συχνά-πυκνά, έρχεσαι στον ύπνο μου και με βασανίζεις, ζωντανεύοντας παλιές γλυκές και πικρές αναμνήσεις. Σε ευχαριστώ.
Και η ευχή μου, όταν με το καλό αναχωρήσω για το μακρινό μου ταξίδι, να μεταφέρω μαζί μου, μία ευχάριστη είδηση, ώστε όταν ανταμώσω με τους συμπαίκτες μου που βιάστηκαν να φύγουν νωρίτερα από εμένα, να τους αναγγείλω με χαρά «Παιδιά, χαρά! χαράν χαρείτε», η Δοξάρα μας είναι και πάλι στην Α’ Εθνική. Και τότε, όλοι μαζί αγκαλιασμένοι, όπως παλιά, με μια ψυχή, όπως ακριβώς και τότε που ορμούσαμε στα γήπεδα για να νικήσουμε, να τραγουδήσουμε όλοι μαζί, τον ύμνο μας «Ζήτω η Δόξα μας παιδιά που ξέρει πάντα να νικά στη μπάλα και στο στίβο δοξασμένη και στη Μακεδονία ξακουσμένη…» Είθε!
Τέλειωσε τον Οκτώβριο του 2010.
Ζήσης Γουδεσίδης.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ
Τραγούδια για τη Δόξα γράφτηκαν πολλά. Τραγουδήθηκαν στα γήπεδα, στους δρόμους, στα σπίτια, παντού, όταν η Δόξα έκανε θαύματα και σκορπούσε τον ενθουσιασμό, τη χαρά και την περηφάνια στους φίλους και τους οπαδούς της. Δείγματα αυτών είναι τα παρακάτω:

«ΖΗΤΩ Η ΔΟΞΑ»
Ζήτω η Δόξα μας παιδιά
που ξέρει πάντα να νικά
στη μπάλα και στο στίβο δοξασμένη
και στη Μακεδονία ξακουσμένη.
Έχει λεοντόκαρδα παιδιά
που είναι γεμάτα λεβεντιά.
Το Ζήση τον τερματοφύλακά μας
που άγρυπνος φυλάει τα δίχτυα μας.
Κωστάκη τον απέραστο
Τσακίρη τον αγέλαστο
Τον Μόσχο το αριστερό εξτρέμ
που κάνει τον τερματοφύλακα να τρέμει
και ο Κέφης που στο γήπεδο αλωνίζει
και την αντίπαλη εστία βομβαρδίζει.
Ζήτω η Δόξα μας παιδιά
που ξέρει πάντα να νικά.
κλπ.
(Τα ονόματα των ποδοσφαιριστών κατά καιρούς αλλάζουν, σύμφωνα με την εκάστοτε σύνθεση της ομάδας).

«Η ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΦΑΝΕΛΑ»
Όταν προβάλλει στο γήπεδο η ασπρόμαυρη φανέλα
όλους τους πιάνει ο πυρετός και την Ελπίδα τρέλα (δις)
Και φέτος το πρωτάθλημα η Δόξα θα το πάρει
Άρης, Ελπίς και φίλιπποι, θα πάρουνε ποδάρι (δις)
Και το ερχόμενο παιδιά μες στη Θεσσαλονίκη
στο γήπεδο του Άρεως θα πάρουμε τη νίκη (δις)
Μπουμ τσικαρίκα μπουμ. ΔΟΞΑ! ΔΟΞΑ!

 

Εκτός από τα τραγούδια γράφηκαν και ποιήματα από φανατικούς φιλάθλους της Δόξας όπως δείγμα είναι το παρακάτω που δημοσιεύθηκε στη Δραμινή εφημερίδα «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ» της 4ης Ιουνίου 1950. Το ποίημα αυτό γράφηκε μετά από τους νικηφόρους αγώνες μας στο Ηράκλειο της Κρήτης με τον Εργοτέλη και τον ΟΦΗ, κατά το Μάιο του 1950.

«ΣΤΗ ΔΟΞΑ»
Καλώς μας ήρθες «ΔΟΞΑ» μας
με το στεφάνι της νίκης
που μας εδόξασες και χθες
μες’ το νησί της Κρήτης.
Σ’ όλο το ταξίδι σου
που έφευγες μακριά μας
ταξίδευε και η σκέψη μου
κι’ ερχότανε σιμά σας.
Τους παίκτες σου να ξαναδώ
που ’ναι σαν γρανιτένιοι
και το παιχνίδι το γοργό
που είναι όλο τέχνη.
Καλώς μας ήρθες Δόξα μας
του φίλαθλου καμάρι
σαν χρυσοφέγγαρο λαμπρό
που ξαναβγήκε πάλι.

Ο Φίλαθλος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ