Του Κωνσταντίνου Αθ. Βόλακλη, Ph.D. Κλινικού Εργοφυσιολόγου
H θεραπευτική δράση της συστηματικής άσκησης σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο είναι πλέον καθολικά αποδεκτή στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Εκτός από τα κλασικά οφέλη της άσκησης, τα τελευταία χρόνια γίνεται ιδιαίτερος λόγος για την αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική της δράση, καθώς και για τις προσαρμογές που αυτή προκαλεί στη λειτουργία του αγγειακού ενδοθηλίου.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η φλεγμονώδης διαδικασία που αναπτύσσεται ως απάντηση στον τραυματισμό του ενδοθηλίου αποτελεί τον βασικό παράγοντα για την έναρξη της αθηροσκληρωτικής διαδικασίας. H εμφάνιση της φλεγμονής χαρακτηρίζεται από αύξηση των πρωτεϊνών οξείας φάσης (και ιδιαίτερα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης) καθώς και άλλων παραγόντων (κυττοκινών) που έχουν ποικίλες ανοσολογικές και φλεγμονώδεις δράσεις (IL-1, IL-6, ΙNF-γ, ΤNF-a κ.ά.). Από την άλλη μεριά, το ενδοθήλιο προσπαθεί να μετριάσει τη φλεγμονώδη αντίδραση με τη σύνθεση και απελευθέρωση ΝΟ και σημαντικών αντιφλεγμονωδών κυττοκινών (ΙL-10, TGF-β, IL-1ra). Προς αυτή την κατεύθυνση, καθοριστική είναι και η συμβολή της άσκησης, η οποία έχει βρεθεί ότι ασκεί πολύτιμη αντιφλεγμονώδη δράση συντελώντας, υπό προϋποθέσεις, ακόμα και στην υποστροφή της αθηρωματικής διαδικασίας.
Αρκετές διασταυρούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει αντίστροφη σχέση μεταξύ του επιπέδου φυσικής κατάστασης και των δεικτών φλεγμονής. Συγκριτικά με τα αγύμναστα άτομα, όσοι έχουν υψηλό επίπεδο φυσικής κατάστασης παρουσιάζουν μειωμένες τιμές CRP κατά 19-35%. Από παρεμβατικές μελέτες γνωρίζουμε επίσης ότι η μέση μείωση της CRP που αναμένεται μετά από συμμετοχή σε προγράμματα άσκησης κυμαίνεται μεταξύ 16-41%. Το όφελος αυτό είναι ανεξάρτητο από τις αρχικές τιμές και τις μεταβολές στο σωματικό βάρος, ενώ ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η δράση της άσκησης είναι συγκρίσιμη με την αντίστοιχη που προκαλείται από τη λήψη φαρμάκων (π.χ. στατίνες).
Θετικά αποτελέσματα έχουν αναφερθεί και σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο και συγκεκριμένα μείωση στα επίπεδα της hs-CRP κατά 36% (3.8 έναντι 5.9 mg/L) σε 277 στεφανιαίους ασθενείς μετά από τρίμηνη συμμετοχή σε πρόγραμμα αποκατάστασης. H μείωση αφορούσε τόσο αυτούς που μείωσαν όσο και αυτούς που διατήρησαν το σωματικό τους βάρος, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο μηχανισμός οφέλους είναι ισχυρότερος από τις προσαρμογές που λαμβάνουν χώρα στον λιπώδη ιστό. Σε άλλη μελέτη, όπου συμμετείχαν 28 ασθενείς, η τρίμηνη εφαρμογή ενός προγράμματος άσκησης οδήγησε σε σημαντική μείωση της CRP (3.9 έναντι 7.5 mg/L), γεγονός που συνοδεύτηκε και από σημαντική μείωση στα επίπεδα της IL-1, IL-6 και ΙNF-γ. Σε άλλη μακροχρόνια μελέτη, σε ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε πρόγραμμα αερόβιας άσκησης για 24 μήνες, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των δεικτών φλεγμονής (hs-CRP: -41%, IL-6: -18%). Σε αυτή τη μελέτη για πρώτη φορά συσχετίστηκαν οι προσαρμογές της άσκησης με τη βελτίωση της κλινικής εικόνας. Παρατηρήθηκε ότι οι ασθενείς που ασκήθηκαν παρουσίασαν λιγότερα επεισόδια στηθάγχης, επανεισαγωγών στο νοσοκομείο και λιγότερες επεμβάσεις αγγειοπλαστικής, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της βελτίωσης της απώτερης έκβασης των ασθενών.
Μηχανισμοί δράσης της άσκησης
Διάφοροι μηχανισμοί έχουν προταθεί για να εξηγήσουν την προκαλούμενη από την άσκηση μείωση της CRP. Οι βασικότεροι αποτελούν τη μείωση της κεντρικής παχυσαρκίας και τη συνακόλουθη μείωση των IL-6 και TNF-a, τη βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας, τη μείωση της προσκόλλησης των μονοκυττάρων, καθώς και τη μείωση της παραγωγής προφλεγμονώδων κυττοκινών από άλλους ιστούς, όπως ο μυϊκός.
Οι παραπάνω θετικές προσαρμογές της άσκησης σχετικά με τον έλεγχο της διαδικασίας φλεγμονής έχουν άμεσες προεκτάσεις στην υγεία ενός ατόμου. Δεδομένου ότι η αθηρωμάτωση είναι μία χρόνια και εξελικτική φλεγμονώδης διεργασία, η μείωση των παραγόντων που ευοδώνουν τη φλεγμονή αναμένεται να επηρεάσει θετικά την κλινική εικόνα όσων βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο, καθώς και όσων έχουν ήδη εκδηλώσει κάποια καρδιαγγειακή ή μεταβολική ασθένεια. Πράγματι, σε στεφανιαίους ασθενείς έχει βρεθεί ότι όσοι είχαν επίπεδα CRP>6 mg/L παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο επαναστένωσης κατά 75% συγκριτικά με όσους είχαν επίπεδα CRP <1 mg/L στη διάρκεια 5 ετών παρακολούθησης.
Αυτό που μένει να αποσαφηνιστεί είναι η επίδραση των βασικών χαρακτηριστικών της άσκησης (είδος, ένταση, διάρκεια και συχνότητα άσκησης) στις αντιφλεγμονώδεις διεργασίες του οργανισμού. Δίκαια, λοιπόν, η άσκηση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φυσικό αντιφλεγμονώδες, με ελάχιστο κόστος και μηδαμινές παρενέργειες, τη χρήση του οποίου οφείλουμε να καθιερώσουμε τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή πρόληψη.