Γράφει ο Βασίλης Α. Τσιαμπούσης
Υποστηρίζω κι εγώ, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, ένα δημοκρατικό κόμμα. Και πολλές φορές εκνευρίζομαι με άδικες κριτικές και λαϊκίστικες κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του, αλλά παραδέχομαι ότι στην πολιτική αυτά είναι μια συνήθης πρακτική. Απλώς εναλλάσσονται αυτοί που κριτικάρουν άγρια (αντιπολίτευση) και οι άλλοι που αμύνονται ή περνούν στην αντεπίθεση ανασκαλεύοντας τα παλιά (κυβέρνηση).
Είμαι όμως και από αυτούς που μετρούν τις πολιτικές αποφάσεις, αν ήταν σωστές ή λανθασμένες, με τα αποτελέσματα που παράγουν όχι μόνο στιγμιαία αλλά και σε βάθος χρόνου. Και κάποιες φορές μου έχει τύχει να αναθεωρήσω την αρχική αξιολόγηση που έκανα.
Επιπλέον, έχω την εντύπωση ότι, στην εκάστοτε κριτική των πολιτικών (προσώπων ή δέσμης αποφάσεων), κυρίως αναφερόμαστε σε όσα υλοποιήθηκαν. Καθ’ ότι είναι χειροπιαστά, αντίθετα με όσα υπήρξαν μόνο ως σκέψεις ή εντέλει δεν έγιναν.
Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα να γράψω ένα σχόλιο για τη σημαντική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να στηρίξει την οικονομία των Κρατών-Μελών με περίπου 750 δις ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού.
Πιο συγκεκριμένα, επ’ ευκαιρία της ανακοίνωσης της συγκεκριμένης απόφασης, μου ήρθαν στο νου όλοι εκείνοι που το 2015 ήθελαν να διακινδυνέψουμε την παραμονή μας στην Ε.Ε., προκειμένου να μην αναλάβουμε βαριές οικονομικές δεσμεύσεις προς αυτούς που θα μας δάνειζαν. Μου ήρθαν στο νου κάποιοι ανεκδιήγητοι πολιτικοί, που ήθελαν η Ελλάδα να «κόψει» δικό της χρήμα για να απεμπλακεί από «τα γεράκια της Ε.Ε.». Κάποιοι που έψαχναν δανεικά στην Κίνα και τη Ρωσία, και τυπογραφεία χαρτονομισμάτων («παράλληλων» ή αποκλειστικών) στον Καναδά (αν θυμάμαι καλά).
Δεν θα αποφύγω τον πειρασμό και θα περιγράψω κάποιους που «έδρασαν» τότε: Τον ανεκδιήγητο, που θα έκανε επιδρομή στο Νομισματοκοπείο, εκείνον που λογάριαζε να παίξει την Ελλάδα στον τζόγο (με το εγχειρίδιο της Θεωρίας των Παιγνίων ανά χείρας) και τον άλλο που έδωσε μεν το «δαχτυλίδι» στον κ. Τσίπρα, αλλά από το 2015 τον κατηγορεί ότι πρόδωσε το λαϊκό κίνημα και τα «έδωσε όλα» στη Μέρκελ.
Δεν έχω κανένα λόγο να υπερασπιστώ τον πολιτικό Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο δεν ψήφισα ποτέ. Από την άλλη, αναγνωρίζω απερίφραστα ότι η στάση των Ευρωπαίων έναντι της Ελλάδας υπήρξε τότε εκδικητική, κάτι που δημιούργησε μεγάλα οικονομικά προβλήματα σε ολόκληρες κοινωνικές τάξεις, με τις συνέπειες να συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Δεν μπορώ όμως να μην αναγνωρίσω στον κ. Τσίπρα ότι, επικεφαλής σε ένα κόμμα που εκείνος «το ανέβασε στα κάγκελα» και ο ίδιος επέλεξε για υπουργούς κάποιους όπως οι δύο από τους παραπάνω, έλαβε στο τέλος τη σωστή απόφαση: Δηλαδή, κράτησε την Ελλάδα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τολμώ να πω ότι ήταν μια απόφαση γενναία, όχι γιατί υπήρχαν αμφιβολίες για την ορθότητά της, αλλά γιατί πάρθηκε κόντρα σε δύο «ενάντια» στοιχεία με μεγάλο ειδικό βάρος την εποχή εκείνη: Στάθηκε κόντρα στην πλειοψηφία του κόμματός του, που ανάμεσα στις δύο επιλογές «Ευρώπη και Μνημόνιο» και «Σκίσιμο των Μημονίων με κίνδυνο αποπομπής από την Ε.Ε.» αφιονισμένο υποστήριζε (το κόμμα) τη δεύτερη. Και στάθηκε ο κ. Τσίπρας κόντρα και στο αποτέλεσμα του ανεκδιήγητου δημοψηφίσματος, που από μεγαλοφυές κόλπο κόντεψε να του βγει σφιχτή θηλιά. Τολμώ, επιπλέον, να πω ότι μόνο ένας Αριστερός πρωθυπουργός θα μπορούσε να περάσει μια τόσο δύσκολη απόφαση συμβιβασμού με την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς στο τέλος να ανοίξει ρουθούνι.
Νομίζω ότι η παραδοχή πως είμαστε και πρέπει να είμαστε στην Ευρώπη, με τη διακυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα, πέρασε τις τελευταίες Συμπληγάδες. Και έφτασαν δύο μόνο συγκυρίες, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και τα γεγονότα με την Τουρκία, που βεβαίως είναι σε συνεχή εξέλιξη, για να φανεί ποια πρέπει να είναι διά παντός η θέση μας.