Τον τελευταίο καιρό πολλή κουβέντα γίνεται για το ότι εκφράζουμε την εκτίμησή μας προς τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και όλους τους εργαζόμενους των νοσοκομείων μόνο στις δύσκολες ώρες και όχι τον υπόλοιπο καιρό. Αυτό είναι κάτι που πράγματι συμβαίνει. Όπως θαυμάζουμε τους πυροσβέστες, όταν διακινδυνεύουν τη ζωή τους σε μεγάλες πυρκαγιές, αλλά τους ξεχνούμε τον υπόλοιπο χρόνο. Ή θυμόμαστε πόσο επικίνδυνο είναι το επάγγελμα των αστυνομικών, όταν κάποιος από αυτούς χάσει τη ζωή του στον πόλεμο με τους παρανόμους. Ή όταν σε καιρό πολέμου οι στρατιωτικοί σκοτώνονται στις μάχες, και τότε λέμε ότι «αποδείχτηκαν πραγματικοί ήρωες».
Αυτονόητο είναι ότι όλους αυτούς, και πιθανότατα πολλούς που υπηρετούν σε ευαίσθητες θέσεις, θα έπρεπε να τους επιβραβεύουμε και να τους τιμούμε με κάθε ευκαιρία. Βρίσκω, όμως, λαϊκίστικο μέχρι χυδαίο, στις κρίσιμες στιγμές να επισημαίνουν κάποιοι μετ’ επιτάσεως ότι οι παραπάνω αδικούνται από τους μισθούς που παίρνουν. Και μάλιστα το παραλήρημα «Δώστε μεγαλύτερους μισθούς, δώστε αυξήσεις», δεν προέρχεται από τους ίδιους τους γιατρούς, τους αστυνομικούς, τους πυροσβέστες –που μπορεί να το έχουν ως κλαδικό αίτημα σε μια άλλη στιγμή. Προέρχεται κυρίως από εκείνους που τα λόγια τα έχουν πολύ φτηνά.
Ειλικρινώς, θαυμάζω τα άτομα αυτών των ομάδων, γιατί κάνουν το καθήκον τους με αυτοθυσία και συνείδηση, χωρίς κατά την τέλεσή του να λογαριάζουν -στη συντριπτική πλειοψηφία τους- πόσα πληρώνονται. Κάποιοι τα βράδια, όταν επιστρέφουν στα σπίτια τους, μπορεί να έχουν να αντιμετωπίσουν οικονομικά προβλήματα, κάτι που σίγουρα τους απογοητεύει, αλλά όταν ξαναγυρίζουν στη δουλειά γίνονται οι γενναίοι που είναι πάντα. Τους θαυμάζω ειλικρινώς, γιατί προσφέρουν στην κοινωνία πολύ περισσότερα απ’ όσα εγώ και διάφοροι άλλοι. Οι οποίοι εμείς, όταν σε καιρό ειρήνης ακούμε για κάποιον από αυτούς ότι δεν στάθηκε στο ύψος του, σπεύδουμε να καταδικάσουμε «όλο το σινάφι», συλλήβδην όλους.
Γράφοντας αυτό το κείμενο, θυμήθηκα δύο πραγματικά περιστατικά. Το πρώτο: Είχα ένα φίλο ποδοσφαιριστή, που έπαιξε αρκετά χρόνια στη Δόξα Δράμας. Τότε οι αμοιβές των παικτών καθορίζονταν από αγώνα σε αγώνα, π.χ. για νίκη σε ένα μεγάλο ντέρμπι τα χρήματα ήταν πολλά. Για νίκη επί της τελευταίας ομάδας της βαθμολογίας ήταν λίγα. Κάποια φορά, μετά από μια σημαντική επιτυχία και με το θάρρος της φιλίας μας, του είπα: «Παίξατε καλά, αλλά είχατε και μεγάλο πριμ». Μου απάντησε: «Σε διαβεβαιώνω ότι, όταν ξεκινά ένας αγώνας, κανένας ποδοσφαιριστής δεν παίζει με πάθος για το πριμ, αλλά μόνο για τη νίκη. Το πριμ για μιάμιση ώρα ούτε το σκέφτεσαι».
Και το δεύτερο: Κάποτε, ως διευθυντής σχολείου, είχα έναν καθηγητή που τεμπέλιαζε χαρακτηριστικά. Κάποια στιγμή του έκανα παρατήρηση, και η ψύχραιμη απάντηση που μου έδωσε ήταν: «Γι’ αυτά που με πληρώνουν, πολλά κάνω». Αυτός, ελλείψει οποιασδήποτε αξιολόγησης, δεν διέφερε από τους υπόλοιπους συναδέλφους του, παρά μόνο στο σπουδαιότερο: Οι άλλοι, οι πολλοί, ήταν συνειδητοί, αγαπούσαν τη δουλειά τους και χαίρονταν το σχολείο. Αυτός απλώς ήταν αναξιοπρεπής και δυστυχισμένος.
Β.Α.