ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Η αρτηριακή πίεση παρουσιάζει διαφορές στο χρόνο εμφάνισης της στους άνδρες και τις γυναίκες. Έτσι, ενώ στις ηλικίες 30 με 44 έτη οι γυναίκες συνήθως έχουν χαμηλότερη πίεση από τους άνδρες, με την πάροδο του χρόνου παρουσιάζουν μεγαλύτερη ετήσια αύξηση της πίεσης, με αποτέλεσμα μετά την ηλικία των 60 ετών περισσότερες γυναίκες ναι είναι υπερτασικές παρά άνδρες. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία από μελέτες που να δείχνουν ότι οι διάφορες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων υπερτερούν στη δράση τους σε ένα από το δύο φύλα. Αυτό όμως που είναι σημαντικό είναι αν αποφεύγουμε την τερατογόνο δράση συγκεκριμένων ουσιών, όπως είναι οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου και των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης σε γυναίκες που μπορεί να τεκνοποιήσουν. Οι ουσίες αυτές καλό είναι να αποφεύγονται στις γόνιμες γυναίκες και κυρίως σε αυτές που σκοπεύουν να μείνουν έγκυες και σε κάθε περίπτωση να διακόπτονται αμέσως μετά την έναρξη της εγκυμοσύνης.
Τα αντισυλληπτικά από το στόμα φαίνεται ότι έχουν δυσμενή επίδραση στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης προκαλώντας αύξηση της τάξης του 5% και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε γυναίκες που είναι ήδη υπερτασικές. Η αύξηση αυτή της πίεσης είναι ήπια και υποχωρεί περίπου 6 μήνες μετά τη διακοπή των αντισυλληπτικών, όμως ειδικά σε γυναίκες ηλικίας άνω των 35 ετών μπορεί να είναι μια από τις αιτίες που τα αντισυλληπτικά οδηγούν σε αύξηση των καρδιαγγειακών επεισοδίων, ειδικά όταν συνδυάζονται με κάπνισμα. Η συχνότερη εμφάνιση επεισοδίων, όπως τα εμφράγματα, εγκεφαλικά και ή εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, δεν φαίνεται να είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα, σύμφωνα με νεότερες μελέτες για λόγους καθαρά στατιστικής. Η αύξηση ναι, συμβαίνει, αλλά οι αριθμοί είναι πολύ μικροί σχετικά με τους άνδρες. Εν προκειμένω οι μηχανισμού αυτής της αύξησης δεν είναι σαφείς, όμως φαίνεται να σχετίζονται κυρίως με τη δράση των οιστρογόνων. Μάλιστα σε γυναίκες που καπνίζουν, θα πρέπει να χορηγούνται αντισυλληπτικά με ιδιαίτερη προσοχή, να είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε οιστρογόνα ή ακόμη καλύτερα να μη περιέχουν καθόλου οιστρογόνα παρά μόνο προγεσταγόνα.
Αρκετή συζήτηση γίνεται για το αν η εμμηνόπαυση συνοδεύεται από αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Φαίνεται ότι, ακόμη και αν υπάρχει, η αύξηση αυτή είναι μικρή και επισκιάζεται από την αύξηση της πίεσης λόγω της αυξανόμενης ηλικίας. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης για τη προστασία του καρδιαγγειακού συστήματος μετά την εμμηνόπαυση δεν συνίσταται. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι το μόνο κέρδος είναι η μείωση των καταγμάτων και του καρκίνου του παχέως εντέρου με το αντίτιμο την αύξηση των εμφραγμάτων, των εγκεφαλικών, των θρομβοεμβολικών επεισοδίων, των παθήσεων της χοληδόχου κύστεως και της άνοιας.
Γυναίκες και δυσλιπιδαιμία
Όπως συμβαίνει με την αρτηριακή πίεση έτσι και για τη κακή LDL-χοληστερίνη αλλά και τα τριγλυκερίδια, στους άνδρες παρατηρείται αύξηση σε νεαρότερη ηλικία συγκριτικά με τις γυναίκες. Επιπλέον, οι ενήλικες γυναίκες έχουν κατά μέσον όρο 10 mg/dl υψηλότερη την καλή HDL-χοληστερίνη συγκριτικά με τους ενήλικες άνδρες και αυτή η διαφορά δημιουργείται κατά την περίοδο της εφηβείας, οπότε και η HDL μειώνεται στους άνδρες αλλά όχι και στις γυναίκες. Τα παραπάνω είναι πιθανώς κάποιες από τις αιτίες που προστατεύουν τις γυναίκες και καθυστερούν για αρκετά χρόνια την εμφάνιση παθήσεων του καρδιαγγειακού συστήματος. Μια άλλη διαφορά είναι στα τριγλυκερίδια, των οποίων οι αυξημένες τιμές στις γυναίκες φαίνεται να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην πρόκληση αθηρωμάτωσης των αγγείων συγκριτικά με τους άνδρες.
Μετά την εμμηνόπαυση δεν σημειώνονται δυσμενείς επιδράσεις στο λιπιδαιμικό προφίλ, για παράδειγμα η HDLχοληστερίνη δεν μειώνεται. Η αγωγή υποκατάστασης με οιστρογόνα από το στόμα δεν προτείνεται, διότι αν και επιδρά ευνοϊκά στα λιπίδια μειώνοντας την LDL και αυξάνοντας την HDL χοληστερίνη, δημιουργεί προβλήματα με μεγαλύτερη τάση για θρομβώσεις και φλεγμονή.
Γυναίκες και κάπνισμα
Το κάπνισμα αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου της στεφανιαίας νόσου και στις γυναίκες. Είναι μεγάλα λοιπόν τα οφέλη από τη διακοπή του. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι στην Ευρώπη περίπου 215 εκατομμύρια κατοίκων καπνίζουν, από τα οποία τα 85 εκατομμύρια είναι γυναίκες. Το ποσοστό καπνιστών στις γυναίκες είναι 25% στη Δυτική Ευρώπη και 20% στην Ανατολική. Το κάπνισμα ευθύνεται περίπου για το 30-40% του συνόλου των θανάτων από τη νόσο, ενώ ειδικά στης ηλικίες κάτω των 65 ετών ευθύνεται για το 15-20% των θανάτων από τη νόσο. Η πιθανότητα προσβολής από καρκίνο του πνεύμονα στους καπνιστές είναι κατά 23,3 φορές μεγαλύτερη στους άνδρες και κατά 12,7 φορές τις γυναίκες σε σχέση με τους μη καπνιστές. Αντίστοιχα, πολύ υψηλότερη είναι η πιθανότητα προσβολής από καρκίνο του στόματος, φάρυγγα, οισοφάγου, αλλά και διπλάσια έως τριπλάσια η πιθανότητα για καρκίνο ουροδόχου κύστης, νεφρών, παγκρέατος κ.α.
Παραδοσιακά, ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν ασθένεια κυρίων των ανδρών. Από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, λόγω του ότι το κάπνισμα στις γυναίκες άρχισε να γίνεται κοινωνικά αποδεκτό, η συχνότητα του καρκίνου του πνεύμονα στις γυναίκες άρχισε να αυξάνεται προοδευτικά. Από το 1987 ο καρκίνος του πνεύμονα έγινε η πρώτη αιτία θανάτους στις Αμερικανίδες, ξεπερνώντας ακόμα και τον καρκίνο του στήθους. Μάλιστα, ο αριθμός των γυναικών που πεθαίνουν λόγω του καρκίνου του πνεύμονα, είναι μεγαλύτερος από ότι το άθροισμα των θανάτων λόγω καρκίνων του μαστού και του παχέως εντέρου, που είναι αντίστοιχα η δεύτερη και Τρίτη κυριότερη αιτία θανάτων στις γυναίκες. Ο σχετικός κίνδυνος τόσο για στεφανιαία νόσο όσο και για καρκίνο στις γυναίκες φαίνεται να είναι κάπως μικρότερος από ότι στους άνδρες καπνιστές. Η παρατηρούμενη διαφορά στο σχετικό κίνδυνο πιθανόν οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως είναι η ηλικία έναρξης, η διάρκεια του καπνίσματος, ο μέσος αριθμός τσιγάρων, το βάθος εισπνοής, η ηλικία διακοπής κ.α.
Και λίγα στοιχεία για το θηλασμό
Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι ο μητρικός θηλασμός παρουσιάζει μακροχρόνιες ευνοϊκές επιδράσεις τόσο στην υγεία της μητέρας όσο και του παιδιού. Έτσι, οι γυναίκες που δεν είχαν ποτέ θηλάσει τα παιδία τους είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν αγγειακές βλάβες που σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα για καρδιαγγειακή νόσο συγκριτικά με αυτές που είχαν θηλάσει τα παιδιά τους για τουλάχιστον τρεις μήνες.
Αλλά και για το αλκοόλ.
Στις γυναίκες επιτρέπεται η μικρή κατανάλωση αλκοόλ, ένα ποτό την ημέρα μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Το περισσότερο μπορεί να βλάψει και καλό είναι να αποφεύγεται. Βέβαια για όσες γυναίκες δεν αγαπούν το αλκοόλ δεν χρειάζεται οι άλλοι να τις παρακινούν, δεδομένης της ευαισθησίας που έχουν οι γυναίκες και σε ορισμένες εξ αυτών ο οργανισμός τους να αντιδρά παθολογικά στο οινόπνευμα.