Κυκλοφόρησε σε εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση το ιστορικό-φωτογραφικό λεύκωμα «Η Δράμα των Προσφύγων, Αφιέρωμα Μνήμης», που έγραψαν η διδάκτωρ ιστορίας Γεωργία Μπακάλη και ο φιλόλογος Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης.
Πρόκειται για μια πρωτότυπη εργασία που φέρνει στο φως νέα, άγνωστα στοιχεία για το προσφυγικό παρελθόν της περιοχής μας.
Στους δυο δημιουργούς θέσαμε ορισμένες ερωτήσεις και μέσα από τις απαντήσεις τους αποκτήσαμε μια ενδιαφέρουσα εικόνα όχι μόνο για τη συγγραφή του λευκώματος αλλά και για την περιπέτεια της εγκατάστασης των προσφύγων του 1922 στην περιοχή μας…
Κύριε Σφακιανάκη, με ποιο σκεπτικό ξεκίνησε το εγχείρημα αυτού του ιστορικού-φωτογραφικού λευκώματος και ποιοι συντέλεσαν στην ολοκλήρωσή του;
H ιστορία της εγκατάστασης των προσφύγων του 1922 στη Δράμα είχε ελάχιστα ερευνηθεί μέχρι πρόσφατα. Ντόπιοι μελετητές έχουν καταθέσει αξιοσημείωτες εργασίες αλλά αυτές αφορούν μεμονωμένα χωριά. Μια μεταπτυχιακή μελέτη της Γεωργίας Μπακάλη για τους πρόσφυγες της Δράμας (Το Θάρρος και το προσφυγικό ζήτημα στη Δράμα και την περιοχή της, 1923-1926, 2007) ήταν εξειδικευμένη και δεν εκδόθηκε για να φτάσει στο ευρύ κοινό. Απουσίαζε ένα φωτοαφηγηματικό βιβλίο για την ιστορία των προσφυγικών εγκαταστάσεων. Αυτό θεωρήσαμε ότι είναι ένα σοβαρό κενό, δεδομένου ότι η περιοχή μας δέχτηκε τον μεγαλύτερο πανελλαδικά αριθμό προσφύγων, αναλογικά με τον μέχρι τότε πληθυσμό της.
H συλλογή του υλικού ξεκίνησε το 2012. Όταν είχε πια κλείσει ο κύκλος της συλλογής και επεξεργασίας του υλικού, αναζητούσαμε χρηματοδότη για την έκδοσή του. Ένα πολυσέλιδο ιστορικό-φωτογραφικό λεύκωμα έχει πολύ μεγαλύτερο εκδοτικό κόστος από ένα βιβλίο. Απευθυνθήκαμε στη Raycap. Επικοινωνήσαμε πριν περίπου ενάμιση χρόνο με τον κύριο Κώστα Αποστολίδη και του δείξαμε τη δουλειά που είχαμε κάνει. Ο κύριος Αποστολίδης, με προσφυγική καταγωγή, έδειξε εξαιρετική ευαισθησία, θεωρώντας ότι ένα αφιέρωμα μνήμης στην προσφυγική Δράμα είναι μια οφειλή στην πρώτη γενιά προσφύγων. Από κει και πέρα, ξεκίνησε το στήσιμο του υλικού, κάτι που μας δυσκόλεψε πολύ. Κάναμε πολλές ανατροπές, στήνοντας και ξαναστήνοντας το υλικό, γιατί θέλαμε να το παρουσιάσουμε με έναν δικό μας τρόπο, χωρίς όμως να έχουμε επαρκή εμπειρία γι’ αυτό. Πολύτιμος αρωγός στάθηκε ο Αλέξης Κόντης. Με την υπομονή και τον υψηλό επαγγελματισμό του έκανε ό, τι καλύτερο στον σχεδιασμό, τη σελιδοποίηση και την επεξεργασία των φωτογραφιών.
Κυρία Μπακάλη, ποια κομβικά σημεία θα επισημαίνατε στο ταξίδι των προσφύγων από τις πατρογονικές εστίες τους μέχρι την εγκατάστασή τους στη Δράμα;

Η εκρίζωση και η έξοδος των ελληνικών πληθυσμών από τις προαιώνιες εστίες, η άφιξη, η εγκατάσταση, η αποκατάσταση και τέλος η ενσωμάτωση στις νέες πατρίδες ήταν τα κομβικά σημεία αυτού του πρωτοφανούς «ταξιδιού». Διαφορετικές ιστορικές συνθήκες καθόρισαν διάφορες μορφές εξόδου: υπό συνθήκες αιματηρού διωγμού χιλιάδες Έλληνες από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας εγκατέλειψαν τις εστίες τους μετά την καταστροφή της Σμύρνης· η Ανατολική Θράκη εκκενώθηκε ειρηνικά λόγω της παρουσίας του ελληνικού στρατού· οι ορθόδοξοι τουρκόφωνοι κάτοικοι από τις περιοχές της Καππαδοκίας και Κιλικίας αναχώρησαν οργανωμένα υπό την εποπτεία της Μικτής Επιτροπής· τα παράλια του Πόντου εκκενώθηκαν σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης της Ανταλλαγής. Τα τεράστια αυτά προσφυγικά κύματα μετά την αποβίβασή τους στα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, στρατωνίζονταν κάτω από άθλιες συνθήκες στα λοιμοκαθαρτήρια (Κερατσίνι και Καραμπουρνού). Από εκεί μεταφέρονταν σε αστικά κέντρα της ενδοχώρας. Κατά την άφιξή τους στις πόλεις υποδοχής στοιβάζονταν σε πρόχειρα ή επιταγμένα καταλύματα, ακόμη και στο ύπαιθρο. Έπειτα, οι εποικιστικές υπηρεσίες δρομολογούσαν είτε την αστική είτε την αγροτική εγκατάσταση και αποκατάστασή τους, ώστε οι πρόσφυγες να καταστούν οικονομικά αυτάρκεις ακολουθώντας την πορεία της ενσωμάτωσής τους.
Ποιες ήταν οι αντιξοότητες κατά την εγκατάσταση των προσφύγων;
(Γ.Μ.) Οι πρόσφυγες κατέφθαναν στην Ελλάδα εξαθλιωμένοι και ψυχικά καταρρακωμένοι, έχοντας χάσει σχεδόν τα πάντα. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με στατιστικές της Κοινωνίας των Εθνών, από τον Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι τον Ιούλιο του 1923, πέθαναν από τις ασθένειες και τις κακουχίες 70.000 πρόσφυγες. Τα προβλήματα των προσφύγων ήταν τεράστια: αρρώστιες (τύφος, ελονοσία), υποσιτισμός, έλλειψη στέγης, ενώ είχαν να αντιμετωπίσουν συχνά και την εχθρότητα των γηγενών, που αμφισβητούσαν την ελληνικότητά τους («τουρκόσποροι»), αποφεύγοντας μάλιστα το πρώτο διάστημα την κοινωνική επαφή μαζί τους. Σας παραπέμπω στο γνωστό τραγούδι: Αρχοντογιός παντρεύεται/παίρνει προσφυγοπούλα… Κατά την εγκατάστασή τους στις πόλεις ένα μέρος των προσφύγων εξακολουθούσε να ζει, για αρκετά χρόνια, φτωχικά και περιθωριοποιημένα σε παράγκες (συνοικία Κορύλοβα), ενώ όσοι εγκαταστάθηκαν, κυρίως, σε ορεινές και άγονες περιοχές (Παρανέστι, Σιδηρόνερο) έλαβαν ελλιπέστατη βοήθεια από το κράτος και την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εξασφαλίσουν ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης και να ξεριζώνονται για δεύτερη φορά.
Ποιά ήταν η συμβολή του κράτους και των διεθνών οργανισμών στην ενσωμάτωση των προσφύγων και την άμβλυνση των προβλημάτων;
(Γ.Μ.) Το κράτος κινητοποίησε αμέσως τους λιγοστούς μηχανισμούς του για να αντιμετωπιστούν οι άμεσες ανάγκες (σίτιση, ένδυση, περίθαλψη) των προσφύγων. Πιο συστηματική όμως ήταν η βοήθεια των ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων, όπως ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η American East Relief κ.ά. Στον τομέα της στέγασης το κράτος ίδρυσε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (Νοέμβριος 1922), κύρια αποστολή του οποίου ήταν η κατασκευή οικημάτων σε οικόπεδα του δημοσίου. Στη Δράμα το Ταμείο ίδρυσε τον συνοικισμό της Περίθαλψης. Κατόπιν, η ΕΑΠ ίδρυσε πιο οργανωμένα αστικούς και αγροτικούς συνοικισμούς (π.χ. Στενημαχιτών, Νέα Αμισός, κ.ά.), απαλλοτρίωσε κτήματα, διένειμε τσιφλίκια, παραχώρησε κλήρους, χορήγησε ζώα, γεωργικά εφόδια και άλλα χρειώδη για την αυτάρκεια των προσφύγων. Φρόντισε για την υδροδότηση των οικισμών, ίδρυσε σχολεία, ιατρεία. Παράλληλα, το κράτος προχώρησε (1928-1932) στην κατασκευή τεχνικών έργων (εγγειοβελτιωτικά έργα στα τενάγη των Φιλίππων). Η εποποιία της αποκατάστασης έχει χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους.
Πόσο τελικά συνέβαλε το προσφυγικό στοιχείο στην ανάπτυξη του τόπου και στον πολιτισμό;
(Γ.Μ.): Η οικονομία γενικά ευνοήθηκε. Στη Δράμα η αγορά διευρύνθηκε με την αύξηση του καταναλωτικού κοινού, αναπτύχθηκαν νέες βιοτεχνικές μονάδες και παραγωγικοί-μεταποιητικοί κλάδοι (βυρσοδεψεία, ξυλουργεία, αλλαντοποιεία, κ.ά.), από τον αστικό προσφυγικό πληθυσμό αντλήθηκε φθηνό εργατικό δυναμικό (π.χ. καπνεργάτες), ενισχύθηκε η αγροτική παραγωγή με την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, την επέκταση καλλιεργειών (καπνός) αλλά και την εισαγωγή νέων (αμπελουργία, δενδροκομία). Αλλά τόσο η εμπορική όσο και η αγροτική δραστηριότητα (κυρίως ο καπνός) που γνώρισαν άνθιση, υπέστησαν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στις αρχές του ’30. Οι πρόσφυγες, φορείς φιλελεύθερων αντιλήψεων και πολιτιστικών αξιών, ανέδειξαν και σε τοπικό επίπεδο προσωπικότητες και ανανέωσαν τον λαϊκό πολιτισμό μας. Η μουσική, το τραγούδι, ο χορός, οι διατροφικές συνήθειες, τα έθιμα των προσφύγων (π.χ. Αναστενάρια Μαυρολεύκης), πλούτισαν την τοπική λαϊκή παράδοση.
Πόσο δύσκολη ήταν η συγκέντρωση του φωτογραφικού υλικού στο λεύκωμα και κατά πόσο αποτυπώνει την πλήρη εικόνα της πορείας των προσφύγων από τις εστίες τους μέχρι την μετέπειτα εξέλιξη τους στην τοπική κοινωνία;
(Δ.Ι.Σ.): Η συγκέντρωση φωτογραφικού υλικού είχε πολλές δυσκολίες. Εν πρώτοις, δεν ψάχναμε γενικά και αόριστα φωτογραφίες προσφύγων αλλά φωτογραφίες με συγκεκριμένη θεματική και περιεχόμενο. Εστιάσαμε σε φωτογραφίες που να αποτυπώνουν προπάντων τον αγώνα της εγκατάστασης και ειδικότερα τον αγώνα για επιβίωση και δημιουργία των προσφύγων της πρώτης και δεύτερης γενιάς. Δυστυχώς τέτοιο φωτογραφικό υλικό είναι πολύ περιορισμένο. Εύκολα βρίσκονται φωτογραφίες με γάμους ή κηδείες, αλλά όχι από τους χώρους δουλειάς και δημιουργίας. Επιπλέον, κάποιες φορές βρίσκαμε πόρτες κλειστές από ανθρώπους που είχαν φωτογραφίες αλλά ήταν αδιάφοροι ή δίσταζαν να ανταποκριθούν. Την κατάσταση έσωσαν μερικοί φιλότιμοι συλλέκτες και κάποιοι άλλοι που μας διέθεσαν ευχαρίστως οικογενειακές φωτογραφίες. Χάρη σ’ αυτούς έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθεί ικανοποιητικό φωτογραφικό υλικό. Τους είμαστε ευγνώμονες. Κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες καταφέραμε να τις εντάξουμε στην ιστορικότητά τους, δίνοντας δηλαδή τις αναγκαίες πληροφορίες (πότε, πού, ποιος /ποιοι εικονίζονται, ποια η καταγωγή τους). Χωρίς αυτές τις πληροφορίες η όποια παλιά φωτογραφία είναι απογυμνωμένη από το ιστορικό της περιεχόμενο. Και δυστυχώς οι πιο πολλές παλιές φωτογραφίες είναι «γυμνές», χωρίς επαρκή πληροφοριακά στοιχεία ιστορικής τεκμηρίωσης.
Με βάση όλους τους παραπάνω περιορισμούς προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε την εγκατάσταση εξελικτικά, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν πια περνάμε στη δεύτερη γενιά προσφύγων. Το πόσο τα καταφέραμε θα το κρίνει ο αναγνώστης του λευκώματος.
Θα υπάρξει και συνέχεια σε αυτήν την έρευνα που αποτυπώνεται στις σελίδες του λευκώματος; Θέλω να πω, θα υπάρξει ίσως προσπάθεια και για μια δεύτερη περισσότερο εμπλουτισμένη έκδοση;
(Δ.Ι.Σ): Νομίζω πως είναι ανοιχτή μια τέτοια προοπτική.