Η φετινή ΔραμΟΙΝΟγνωσία: Με κρασοπότι, κρασοκατάνυξη & κρασάτο φαγητό

0
1076

Της Νόρας Κωνσταντινίδου


 

 

 

Ο Νομός Δράμας είναι οινοπαραγωγός τόπος και αυτό έχει την αξία του. Ως ένα σημείο προκαλεί τη χρονοβόρα αξιολόγηση, που δεν την αξιώθηκε επίσημα, ή τουλάχιστον άντεξε στις κατά καιρούς θωπείες που τις προσφέρθηκαν τυπικά, ενισχύοντας του κουράγιο των αμπελοκαλλιεργητών. Ίσως γι’ αυτό, οι φετινές οργανωμένες εκφράσεις ΔραμΟΙΝΟγνωσίας ξεκίνησαν με τις καλύτερες των προθέσεων επικαλύπτοντας παραλήψεις που έγιναν και κατέληξαν στο αξιοσημείωτο δεδηλωμένο συμπέρασμα δημόσια του κυρίου Αντιπεριφερειάρχη Δράμας. Έχει ενστερνισθεί προκαταβολικά ο αεικίνητος νοσταλγός του οινοτουρισμού στη Δράμα τον καίριο λόγο του αληθινού ενδιαφέροντος, εκφράζοντας δημόσια τη διαπίστευσή του: «Πιστεύω την Δραμοινογνωσία! Μπορούμε να την απογειώσουμε».
Με περίπου 350 άτομα η απογείωση γίνεται σίγουρα εφικτή και από την πλευρά της η φίλη μου από τα προσφιλή μου πρόσωπα, η προϊστάμενη της Διεύθυνσης Εμπορίου και Ανάπτυξης, η κα Λίζα Θεοδωρίδου επιβεβαίωσε συναινώντας με λόγο και τρόπο. Αγαστή η συνεργασία τους ως υπευθύνων της αναγέννησης του τόπου, γεγονός που τους παρέχει το δικαίωμα να σηκώσουν τα ποτήρια τους γεμάτα από «άκρατον οίνον» και μετά το τσούγκρισμα να πιούν και παραμερίζοντας τις αντιξοότητες στα νεφελώματα του ουρανού, να αναζητήσουν την απογείωση που χρειάζεται πριν από την προσγείωση. Η ελπίδα που στέφει την ορθή σκέψη ενυπάρχει στη μάνα ρίζα, απ’ όπου η προσγείωση βρίσκει το υπόβαθρό της για τη μελλοντική απογείωση. Το «φτάσιμο στην επιτυχία είναι ο προορισμός όλων», με τη μάνα φύση να υπέρ τονίζει την παρουσία της. Βαρυγκωμεί η μάνα και ο βοριάς που αποτελεί βασικό συστατικό της φύσης την κατανοεί έμπρακτα και υπαγορεύει στις γενναιόφρονες γενεές ανδρών την αντίδραση: «Δε σε φοβάμαι κυρ βοριά / όσο άγρια κι αν σφυρίζεις / έχω τις ρίζες μου βαθειά / κι άδικα φοβερίζεις».
Υπολογίζεται, πως ο βοριάς δεν αντέχει στο πάλεμα με τη βαθύρριζη κληματαριά. Υποδειγματική γίνεται η προσαρμογή της στις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου. Γεγονός ορατό στην αφθονία της συγκομιδής στα ολόγιομα κοφίνια του αμπελοκαλλιεργητή. Δώρημα του Θεού θεωρείται η συνδρομή από την εξ’ ουρανού βοήθεια του δουλευτή της γης. Αμοιβή στους κόπους του λογαριάζεται η αφθονία στην παραγωγή. Και γι αυτό μαζί με την απόδοση ευχαριστιών οι εκάστοτε αμπελοκαλλιεργητές αποδίδουν ένα όνομα της δικής τους επιλογής στην όμοια ποικιλία των σταφυλιών μιας ορισμένης περιοχής. Περισσότερα από πενήντα ονόματα συνυφασμένα με τον τύπο των σταφυλιών αναφέρονται στο βιβλίο του Πέτρου Βλαστού, ΣΥΝΩΝΥΜΑ & ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ. Περισσότερα από πενήντα ονόματα σημειώνονται στις σελίδες του, (εξήντα επτά για την ακρίβεια). Ωστόσο, περιορίζομαι σε ένα δείγμα με τις πλέον γνώριμες ονομασίες, όπως: Αθήρι, κερασόρακο, κοκινέλι, ντούζικο, ρετσίνα, ροδίτης, σπίρτο, τσίπουρο, τσικουδιά, μπρούσκο, γιοματάρι, ρακί, ρόμπολα, σώσμα, ξινό, ξινόκρασο ξίνουλο κ.τ.λ., κ.τ.λ. Όλα τα ονόματα άντεξαν στις πλέον αντίξοες συνθήκες ως φορτώματα στην πλάτη, ακόμη και στα χρόνια της «μεγάλης νύχτας» με την τουρκοκρατία.
Καιροί ήρθαν και πέρασαν, μέρες και διαβήκαν! Συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την οποία ακολούθησε η επέτειος. Η επέτειος επανέφερε στη μνήμη την υπογραφή της «Σύμβασης περί της ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών στη Λωζάννη το 1923» (λέει ο ακαδημαϊκός και διευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης). «Η ανταλλαγή ήταν υποχρεωτική […] Ήταν οι Πόντιοι βεβαίως – ένας μεγάλος και σημαντικός πληθυσμός». Η συνθήκη τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Μαΐου 1923. Η Μακεδονία και η Θράκη σε ένα μέρος τους δέχθηκαν τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων. Ο οικοδομικός τομέας για στέγη και ο οικονομικός, παράλληλα με την καλλιέργεια της χέρσας γης απορρόφησαν ζωές ανθρώπων αλογάριαστες.
Οι πρόσφυγες του 1923 που την κατέκλυσαν τη χώρα, και οι καλλιέργειες που συνέτρεχαν στην επιτήδεια προσαρμογή των ξεριζωμένων στις εύφορες μακεδονικές και μερικώς θρακικές πεδιάδες, επέφεραν ανέλπιστες αλλαγές, πολύ κοντά στις υπερβολές. Παραπλανητική ήταν και η άποψη πως η οικονομία της χώρας θα ήταν πολλαπλάσια, αν στηρίζονταν στην καλλιέργεια της «εξαιρετικής ποιότητας» των καπνών του Νομού Δράμας. Λόγια ανεξακρίβωτα. Μόνο τη στοχευόμενη μονοκαλλιέργεια που είχαν στο μυαλό τους οι «κρατούντες» εξυπηρετούσε, χωρίς να λογαριάσουν, πως θέτοντας την σπορά των σιτηρών σε δεύτερη μερίδα, λιγόστευαν τον «άρτο τον επιούσιων» του λαού. Αποξέχασαν διότι την πολύ ειπωμένη ρήση, πως τρία πράγματα ευλόγησε ο Θεός: «Τον σίτον, τον οίνον και τον έλαιον». Και βέβαια η καλλιέργεια του καπνού γινόταν σε βάρος του σιταριού, εξαιτίας του λιγοστού στρεμματικού κλήρου που είχαν στη διάθεσή τους οι πρόσφυγες γεωργοί. Κι ο σίτος, άλλως το σιτάρι – στάρι ζήτημα να έφθανε για τη σίτιση της οικογένειας κι ο λόγος καταγκελκτικός…

Έ..! Εσύ τρελή αμυγδαλιά π’ ανθίζεις το Φλεβάρη,
ξεγέλασες την παπαδιά! Ξεπούλησε το στάρι.

Ωστόσο, η «μάνα φύση» δεν της είναι εύκολο να μην τιμήσει τις επιλογές του Δημιουργού της, πρόλαβε. Έτσι, όταν ξεχερσώθηκαν οι αμπελώνες στο όνομα της καπνοκαλλιέργειας, το φυτό άμπελος δεν αντιστάθηκε προσωρινά, ούτε έχει αντιπαλέψει με τη δύναμη που κατέχει στην πράξη. Αφέθηκε στο χρόνο που είναι κι ο καλύτερος αφέντης στη ρύθμιση. Τα βλαστάρια του ξανά φυτρώματος της απέθαντης ρίζας, δεν έμειναν κάτω από το χώμα κρυμμένα για πολλές ημέρες. Για χρόνια πολλά (κάτω από κατάλληλες) συνθήκες στα χωράφια του κάμπου της Δράμας, στους ξεριζωμένους αμπελώνες οι φύτρες από κληματσίδες πετάγονταν θαρρετά. Ξεφύτρωναν αναπάντεχα, σαν να επεδίωκαν να στείλουν μηνύματα στο Παγγαίο, (στα ριζώματα των γύρω βουνών και στις παρυφές αυτών) τη δόξα από τη «γέννηση νέας ζωής». Από το πουθενά, θα έλεγε κανείς, οι παραφυάδες ορατά βλαστάρια φανέρωναν την ύπαρξη τους. Όλα αυτά μαρτυρούν την παρουσία των αμπελώνων να σηματοδοτούν από γενεά σε γενεά πορεία στο διηνεκές. Ενισχύουν τους στίχους των κλασσικών ποιητών με λεξιλόγιο που τους χαρακτηρίζει, όπως: Μιλούν για κρασί με τη φράση «γάλα λευκό καλόπιοτο» στο στόμα.«Μέλι λαμπερό σε σταλαχτό νερό από πηγή παρθένο», κι «άδολο πιοτό μητέρας από παλιό αμπέλι», είναι προτάσεις που δε χάθηκαν. Ανήκουν στους ελληνικούς θησαυρούς, τους οποίους τα γρανάζια της μηχανής του χρόνου δεν κατάφεραν να συνθλίψουν στο ακέραιο. Δεν πέτυχαν να συντρίψουν την αρμονία των λέξεων ολότελα στο ποίημα. Έμεινε το ελάχιστο, ο σπόρος, που ενισχύει το σπέρμα. Ο κύκλος της ζωής καλά κρατεί, όσο ο πρόδρομος της δημοτικής λογοτεχνίας Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), οι επανωτές επανεκδόσεις του μοναδικού ποιητικού βιβλίου του, κυκλοφορεί. Συμβολικοί οι οκτώ στίχοι του ως ρόγες από τσαμπί για καλοφαγάδες, «κι αν πεθάνω να πεθάνω/ στο ποτήρι μου επάνω».
Το δημοτικό τραγούδι με δάνεια λόγια από την ελληνική γραμματεία επέζησε της εξέλιξης και ανέδειξε την αμπελοκαλιέργεια.. Κατά βάθος έθρεψε την ποίηση ικανοποιητικά. Ανάμεσα στις χιλιάδες των στίχων ο διάλογος του αμπελουργού με τις κληματόβεργες συγκινεί και θα συγκινεί, όσο ο κληρονομημένος ποιητικός οίστρος θα εμφωλεύει στη σύνθεσή του:

– Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο
για δεν ανθείς, για δεν καρπείς, λουλούδια για δε βγάνεις;
Με γάνιασες παλιάμπελο κι εγώ σε ξεχερσώνω.
Μη με χαλνάς αφέντη μου κι εγώ σε ξεχρεώνω..!
για βάλε νιους και σκάψε με
γέρους και κλάδεψέ με
βάλε γριές μεσόκοπες να με βλαστολογήσουν
βάλε κορίτσια ανύπαντρα να με κορφολογήσουν..!

Κοντά στη λογική είναι η σκέψη πως τα δημοτικά τραγούδια τα αφιερωμένα στον οίνο, άλλως κρασί, είναι πολλά, αφού δεν εξέλιπε το ποτό αυτό από καμιά έκφραση καθημερινής ή δημόσιας ζωής. Από τα ταφικά έθιμα των πρώτων αιώνων ως τις μέρες μας. Ακολούθησε η ποίηση, η οποία στην πρώτη της ορμή απαντάται στην κυκλοφορία ενός μικρού φυλλαδίου με θούριους, άσματα και πονημάτια διαφόρων δημιουργών. Η διαλογή των ποιημάτων που αναφέρονται στον οίνο δεν έγινε μέχρι στιγμής με την αναμενόμενη επάρκεια. Έγινε όμως γνωστό πως ο Αθανάσιος Χριστόπουλος θεωρείται ο Ανακρέων της αρχαιότητας. Οι εμπνεύσεις του αναφέρονται στο Διόνυσο και στην ακίνδυνη βακχεία. Δικά του είναι τα ποιήματα Βακχικό κι Ο τρύγος. Το πρώτο καταλήγει στους στίχους:

Τραγουδήστε και πηδήστε
και τα πόδια σας βροντήστε∙
και του χρόνου ευχηθήτε
πάλ’ εδώ να συναχθήτε∙
πάλ’ εδώ ν’ αξιωθούμε
να συμφάμε, να συμπιούμε
γλυκό μούστο, σαν το μέλι
μες στο πράσινο αμπέλι.

Οι καταληκτικοί παραπάνω στίχοι προτρέπουν εντελώς απλοϊκά σ’ ένα ξεφάντωμα ισάξιο της αντίδρασης που το κρασί δημιουργεί. Για το λόγο αυτό ο ποιητής του θαυμάσθηκε από πολλούς, έζησε στο κλίμα της γενικής παραδοχής και χάρηκε τις επανεκδόσεις της συλλογής του Λυρικά στις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης Βιέννη (1811-1818-1821) Παρίσι (1826-1833- 1841), Στρασβούργο (1833), Αθήνα (1864- 1931), στις ελληνικές πόλεις Κέρκυρα (1814), Ζάκυνθο (1880), στη Θεσσαλονίκη (1931) και στην πόλη της Τυπογραφίας και του βιβλίου τη γερμανική Λειψία εξέδωσε το 1886 τα Λυρικά και πάλι.
Το 1886 ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης γράφει το ποίημα Βακχικό, το οποίο κρατά αδημοσίευτο και το οποίο κατατάσσει στα Αποκηρυγμένα του. Επομένως το καβαφικό ποίημα Βακχικό δεν έχει στιγμιαία την έμπνευση. Κι αν δίνεται εδώ, με την επιβάρυνση της πλεονάζουσας διατριβής, είναι γιατί την ετήσια καλλιέργεια των αμπελώνων και του κόπου των αποστάξεων συνοδεύει μαζί με το ιδρώτα και η βακχεία. Το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη έχει σε περίληψη έτσι:

Βακχικόν
Από του κόσμου κεκμηκώς την πλάνην αστασίαν
εντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν∙
ζωήν κ’ ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω∙
δότε να πίω.
Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου
αισθάνομ’ ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου,
κ’εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω∙
δότε να πίω.

Αναθάρρεψε το χώμα, το νερό, ο ήλιος, το φεγγάρι και «ζήτησαν» να δώσουν το παρόν. Κάτι είπαν συν αναμεταξύ τους κι ο αέρας πήρε τα μινυρίσματα όλων και τα μετέφερε στ’ αυτιά εκείνων που ήθελαν να ακούσουν. Το θαύμα έγινε και δεν κράτησε τρεις μέρες. Κράτησε πολλές. Τόσες, όσες χρειάστηκε να στηθούν σύγχρονοι αμπελώνες και υπέρ σύγχρονα οινοποιία, με συνοδούς – ως σε κατακλείδα- τα όνειρα. Αλλά τα όνειρα, αυτή τη φορά, συνοδεύουν ανθρώπους που ονειρεύονται με ανοιχτά μάτια. Είναι εκείνοι από τους συμπολίτες μας δραμινούς που οργάνωσαν τη ΔραμΟΙΝΟγνωσία, με «επίκεντρο τον οινικό τουρισμό στην Ελλάδα» και επωδό: «Με ένα ποτήρι κρασί ευφραίνουμε την καρδία μας». Θελημένα- αθέλητα έφεραν στο νου μας τη συχνή περιοδικότητα στο πρώτο γραμμένο ποίημα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, το 1886 με το επαναληπτικό, «δότε να πίω».

Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον˙
εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω –
δος, δος να πίω!
Και αν εναι δηλητήριον, και αν εύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω˙
δότε να πίω!

Μακάρι με ποτό ή χωρίς αυτό, με όση νηφαλιότητα απαιτείται η εβδομάδα ΔραμΟινογνωσίας να μην μείνει στις καλένδες. Η Δράμα έχει ανάγκη από πρωτοποριακές εκφράσεις που τις χαρίζουν απλόχερα το έδαφος και οι κλιματολογικές της συνθήκες. Κάθε εποχή επικουρεί τις καλλιέργειες που ζητάει η επικαιρότητα. Αποχαιρετώντας την μονοκαλλιέργεια του καπνού αγκαλιάζουμε με ευχές συν Θεό την αμπελοκαλλιέργεια στον χώρο μας, που δίνει μεταξύ όλων των άλλων λαχταριστές ρόγες κρεμάμενες σε ακόμα πιο επιθυμητά τσαμπιά.
Ίσως γι αυτό ο γνήσιος και ξακουστός ζωγράφος της Δράμας ο αξέχαστος Φαίδων Πατρικαλάκης με τις δικές του ξεχωριστές φίνες ανθρώπινες φιγούρες κάλυψε διακοσμώντας μπουκάλια κρασιών φίλου του στη Δράμα τη γενέτειρά του! Γνώριζε το εκλεκτό φαγητό, οι αγαπητοί γνωστοί, οι εχθροί που γίνονται φίλοι καθιστοί μπροστά σε ένα καλοστρωμένο τραπέζι εγκαταλείπουν τις διαφορές και περιορίζονται πανευτυχείς.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!