Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
Μέρος Α’
Φυσιολογικά, τα ηλεκτρικά ερεθίσματα της καρδιάς ξεκινούν από μια περιοχή του δεξιού κόλπου που λέγεται φλεβόκομβος, διατρέχουν ταχύτατα το τοίχωμα και των δύο κόλπων και στη συνέχεια μπαίνουν σε ένα «μονοπάτι» που τα οδηγεί από τους κόλπους στις κοιλίες. Το «μονοπάτι» αυτό ονομάζεται κολποκοιλιακός κόμβος και οδηγεί τα ερεθίσματα μέσα από τις «λεωφόρους» της ενδοκοιλιακής αγωγής στο τοίχωμα των κοιλιών. Σε κάποιες, λίγες ευτυχώς, περιπτώσεις, υπάρχει ένα «βραχυκύκλωμα» στην πορεία της φυσιολογικής κίνησης των ηλεκτρικών σημάτων της καρδιάς. Το «βραχυκύκλωμα» αυτό μπορεί να προκαλεί κυκλική κίνηση των ηλεκτρικών ερεθισμάτων στην καρδιά και αυτό να οδηγεί στην εμφάνιση αρρυθμιών και παθολογικών ταχυκαρδιών.
Οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες ξεκινούν πάνω από τις κοιλίες στην περιοχή του φλεβόκομβου, στους κόλπους ή τον κολποκοιλιακό κόμβο ή προέρχονται από ένα κύκλωμα επανεισόδου (βραχυκύκλωμα), που περιλαμβάνει την αγωγή των ερεθισμάτων στις κοιλίες. Η φλεβοκομβική ταχυκαρδία αποτελεί μια φυσιολογική απόκριση με πολλά ερεθίσματα πχ σε σωματική άσκηση, συναισθηματική φόρτιση, μειωμένη κυκλοφορία αίματος (υπόταση) ή παθολογικές καταστάσεις όπως παθήσεις του θυρεοειδούς, ο πυρετός σε λοιμώξεις. Με βάση αυτές τις αιτίες η φλεβοκομβική ταχυκαρδία αναγνωρίζεται εύκολα. Σε αυτήν οι σφυγμοί δεν πρέπει να ξεπερνούν ένα όριο που καθορίζεται από τον αριθμό 220 μείον τον αριθμό των ετών της ηλικίας του πάσχοντος. Πέραν της φλεβοκομβικής ταχυκαρδίας, οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες διακρίνονται σε εκείνες που ο κολποκοιλιακός κόμβος συμμετέχει ενεργά και σε εκείνες στις οποίες δεν συμμετέχει.
Στις υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες με παθητική συμμετοχή του κολποκοιλιακού κόμβου, ο τελευταίος δεν αποτελεί μέρος του βραχυκυκλώματος της ταχυκαρδίας. Απλώς παθητικά άγει τα κολπικά στις κοιλίες. Παραδείγματα αποτελούν η κολπική ταχυκαρδία, ο κολπικός πτερυγισμός και η κολπική μαρμαρυγή. Στις υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες με ενεργό συμμετοχή του κολποκοιλιακού κόμβου, ο τελευταίος αποτελεί μέρος του βραχυκυκλώματος που συμβάλλει στη διατήρηση της ταχυκαρδίας, χωρίς τη συμμετοχή του οποίου η ταχυκαρδία δεν μπορεί να συνεχιστεί. Παραδείγματα αποτελούν η κολποκοιλιακή κομβική ταχυκαρδία επανεισόδου, η ορθόδρομη κολποκοιλιακή ταχυκαρδία επανεισόδου με χρήση παραπληρωματικού δεματίου και άλλες σπανιότερες μορφές ταχυκαρδίας. Η αναγνώριση του ρόλου που παίζει ο κολποκοιλιακός κόμβος στη διατήρηση της ταχυκαρδίας βοηθά ουσιαστικά στον προσδιορισμό των θεραπευτικών επιλογών. Σε κάθε περίπτωση ταχυκαρδίας που οφείλεται σε παρουσία «βραχυκυκλώματος», η επιτυχής αντιμετώπισή της μπορεί να συντελεστεί με την «εντόπιση και καυτηριασμό του βραχυκυκλώματος» και στη συνέχεια με τοπική χορήγηση ενέργειας στην καρδία χρησιμοποιώντας ειδικούς καθετήρες. Αναφέρουμε, παρακάτω, τις συχνότερες μορφές ταχυκαρδιών που οφείλονται στην παρουσία «βραχυκυκλωμάτων» στην καρδιά, τις οποίες αντιμετωπίζουμε σήμερα με επεμβατική παύση της λειτουργίας τους.
Κολπικός πτεριγυσμός
H γένεση του κολπικού πτερυγισμού οφείλεται στην παρουσία βραχυκυκλώματος, συνηθέστατα στο δεξιό κόλπο, στο οποίο το ερέθισμα φέρνει κύκλο 250-300 φορές το λεπτό και σε κάθε κύκλο προκαλεί συστολή των κόλπων, δηλαδή έχουμε 250-300 συστολές των κόλπων. Σπανίως η κολπική συχνότητα ξεπερνάει τις 300 συστολές και μπορεί να φτάσει τις 400 το λεπτό σε κολπικό πτερυγισμό. Σε πρωτοεμφανιζόμενο κολπικό πτερυγισμό οι σφυγμοί που έχει ο πάσχων είναι 120-150 το λεπτό, επειδή από τα 240-300 ερεθίσματα του κόλπου στις κοιλίες κατεβαίνουν τα μισά. Η καταστροφή του παθολογικού βραχυκύκλωμα με χορήγηση ενέργειας υψηλής συχνότητας-ablation σε κατάλληλες θέσεις του κόλπου αποτελεί πρώτης επιλογής θεραπεία. Η χρήση σύγχρονων ενδοκαρδιακών καταγραφών βοηθά στον εντοπισμό του βραχυκυκλώματος και στη στοχευμένη πλέον καταστροφή του. Οι πιθανές επιπλοκές από την επέμβαση αυτή είναι πολύ λίγες, αναφέρονται ε ποσοστό μικρό, κάτω του 10%. Προσοχή πρέπει να δίνεται στη σωστή προφύλαξη από τον κίνδυνο θρομβώσεων τόσο πριν όσο και μετά από την επέμβαση αυτή.