Του Βασίλη Τσιαμπούση
Την, Κυριακή 14/5/2023, παρακολουθήσαμε την παράσταση του Σ.Φ.Γ.Τ. LA NONNA, στην κατάμεστη αίθουσα του Διοικητηρίου Δράμας. Το κείμενο έγραψε ο Αργεντινός συγγραφέας Ρομπέρτο Κόσσα στη δεκαετία του 1970 και πρωτοανέβηκε στο Μπουένος Άιρες το 1977. Είναι μια «μαύρη κωμωδία» που στηρίζεται σε ένα εξαιρετικό «εύρημα». Η Νόνα είναι η αχόρταγη εκατοντάχρονη γιαγιά μιας Ιταλικής οικογένειας, που καταβροχθίζει ατέλειωτες ποσότητες τροφίμων, χωρίς να σκέφτεται ότι και οι άλλοι θα πρέπει να φάνε. Το αποτέλεσμα της βουλιμίας της είναι να οδηγήσει την πολυμελή, πάμφτωχη οικογένειά της στην καταστροφή και τη διάλυση.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου είναι ο παντρεμένος εγγονός (Καρμέλο) –ένας μανάβης που δουλεύει απ’ το πρωί ως το βράδυ στο παζάρι της πόλης, αλλά κερδίζει ελάχιστα για να ζήσει η οικογένεια–, η καρτερική σύζυγός του Μαρία, ο τεμπέλης αδελφός του Τσίτσο –που με χίλιες δυο προφάσεις αρνείται να εργασθεί και να συνεισφέρει στην οικογένεια–, η ηλικιωμένη και φιλότιμη θεία τους (Αννούλα) που εξαιτίας της οικονομικής ανάγκης ξεπέφτει να καθαρίζει σκάλες, η όμορφη κόρη του Καρμέλο (Μάρτα) που καταντά πόρνη για να ενισχύσει το εισόδημα της οικογένειας, και ο τσιγκούνης μπακάλης της γειτονιάς (Φρανσίσκο) ο οποίος, για να κληρονομήσει μια ανύπαρκτη περιουσία, θα παντρευτεί τη Νόνα. Όταν όμως διαπιστώσει την ακατάσχετη πείνα της και την αλήθεια για την προίκα, θα πάθει εγκεφαλικό και θα καταλήξει, ανήμπορος και κατεστραμμένος οικονομικά, να τον συντηρεί (και να τον εκμεταλλεύεται) η οικογένεια.
Τους ρόλους στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας του Σ.Φ.Γ.Τ. ερμήνευσαν (κατά σειρά εμφάνισης) οι Ιωάννα Χούντα (Μαρία), Άννα Στόκα (Αννούλα), Σωτήρης Ψαλτίδης (Τσίτσο), Κωνσταντίνος Καψιμάνης (Νόνα), Μαρία Χοτοκουρίδου (Μάρτα), Σταύρος Παρασκευάς (Καρμέλο) και Κώστας Σαλπιγκτίδης (Φρανσίσκο).
Σύμφωνα με όσα γράφτηκαν για το έργο την εποχή που πρωτοπαίχτηκε (έκτοτε παρουσιάστηκε εκατοντάδες φορές σε όλο τον κόσμο), η Νόνα είναι μια γριά που συμβολίζει την ανάλγητη, τυραννική εξουσία (την εποχή που γράφτηκε το έργο η Αργεντινή ταλανιζόταν από δικτατορίες, πληθωρισμό και μεγάλη φτώχεια). Και ο ρόλος της επινοήθηκε από τον συγγραφέα για να εκφράσει όσα ήθελε αποφεύγοντας τον σκόπελο της λογοκρισίας.
Το έργο ξεκινά ως μια γκροτέσκα κωμωδία. Στο δεύτερο μέρος, όμως, εξελίσσεται σε ένα δυνατό δράμα που τρέχει με ιλιγγιώδη ρυθμό.
Προσωπικά, λυπάμαι που δεν είδα το έργο σε κάποια από τις πρώτες παραστάσεις, οπότε ο έπαινος τον οποίο θέλω να εκφράσω ίσως προέτρεπε ακόμα περισσότερους θεατές να το δουν. Τουλάχιστον, όμως, με τη δημοσίευση αυτή στην εφημερίδα Χρονικά της Δράμας, γίνεται η καταγραφή ενός σημαντικού πολιτιστικού γεγονότος που αξίζει να μείνει στη μνήμη της πόλης.
Η παράσταση LA NONNA του Σ.Φ.Γ.Τ. ήταν εξαιρετική. Ειλικρινώς, θεωρώ ότι ήταν η καλύτερη, η πιο εντυπωσιακή από όσες είδα από τη θεατρική ομάδα του Συλλόγου τα τελευταία δέκα χρόνια.
Πολλές φορές οι ενστάσεις μου για κάποια έργα που ανέβαιναν από ερασιτεχνικούς συλλόγους στη Δράμα σχετίζονταν με τις ατυχείς επιλογές των έργων. Η «Νόνα», πάντως, ήταν μια εξαιρετική επιλογή. Έργο απλό, κατανοητό, που ρέει και αγγίζει τις ψυχές των θεατών, υπήρξε απολύτως κατάλληλο για τις δυνατότητες των ηθοποιών και για να το δουλέψει με αρτιότητα ο σκηνοθέτης της παράστασης, Παναγιώτης Τσετίνης. Η παραδειγματική σκηνοθεσία εξασφάλισε τη συνέχεια στη ροή του έργου, την ταχύτητα και την έλλειψη υπερβολών (οι υπερβολές στο παίξιμο των ερασιτεχνών ηθοποιών είναι κάτι το συνηθισμένο). Αντίθετα, προφανώς υπό τις οδηγίες του, το παίξιμο των ηθοποιών είχε εντυπωσιακή σοβαρότητα, συμβατότητα με τον ρόλο και, τολμώ να πω, εσωτερικότητα. Υπήρξαν στιγμές που οι ηθοποιοί της παράστασης –ιδίως μάλιστα οι δύο γυναίκες, (σύζυγος και θεία του Καρμέλο)– κατόρθωσαν με μόνη την ειλικρίνεια του παιξίματός τους (ούτε γκριμάτσες ούτε εξεζητημένες κινήσεις ούτε αχρείαστα «σπασίματα» της φωνής) να συγκινήσουν τους θεατές. Ομολογώ ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις μού ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Με άλλα λόγια, ο σκηνοθέτης δεν «εξέθεσε» τους ηθοποιούς ούτε στιγμή κι εκείνοι, με τη σειρά τους, κατανόησαν απολύτως τον ρόλο τους.
Μια κι έκανα αυτή τη διάκριση, θα ήθελα να αναφερθώ και στους υπόλοιπους ηθοποιούς: Οι πρωταγωνιστές Σωτήρης Ψαλτίδης και Σταύρος Παρασκευάς έπαιξαν με μεγάλη επάρκεια τους ρόλους τους. Μου φάνηκε, μάλιστα, ότι στο δραματικό μέρος του έργου (στη δεύτερη πράξη) η απόδοσή τους ανέβηκε κατακόρυφα. Αυτό είναι αξιοσημείωτο, γιατί συνήθως οι ερασιτέχνες ηθοποιοί ανταποκρίνονται καλύτερα στα αστεία κομμάτια. Στη συγκεκριμένη παράσταση, όμως, αυτό αντιστράφηκε και νομίζω ότι θα πρέπει να πιστωθεί και στους ίδιους αλλά και στον σκηνοθέτη της παράστασης.
Η Μαρία Χοτοκουρίδου έπαιξε τον ρόλο της με ευπρέπεια και πειθώ. Επέλεξε να τον ντύσει με δροσιά, κάποια αφέλεια και όχι με προκλητικότητα. Αυτό ήταν πολύ καλή επιλογή, διότι ο ρόλος της Μάρτα είναι τόσο δραματικός όσο και οι άλλοι. Απλώς, θα την προτιμούσα στα σημεία που, σε διατεταγμένη οικογενειακή υπηρεσία, καλοπιάνει τον «γαμπρό» Φρανσίσκο, να έδειχνε δυσαρέσκεια κι αρνητικότητα για τον καταναγκασμό και όχι καπατσοσύνη. Αντίθετα, απέδωσε πολύ καλά την τελευταία σκηνή με το «κόκκινο φόρεμα».
Για το τέλος άφησα τον Κώστα Σαλπιγκτίδη και τον Κωνσταντίνο Καψιμάνη. Και οι δύο ήταν υπέροχοι. Πολύ πιο εύκολος, βέβαια, ο ρόλος του Φρανσίσκο, εξαιρετικά δύσκολος ο ρόλος της Νόνας. Και οι δύο θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν γίνει επαγγελματίες ηθοποιοί. Ειδικά, όμως, ο Κωνσταντίνος Καψιμάνης θα μπορούσε να γίνει ηθοποιός πανελλήνιας εμβέλειας. Η έμφυτη υποκριτική του ικανότητα, η σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισε τον ρόλο του (κάτι που μάλλον το κατέκτησε εσχάτως, το να παίζει δηλαδή για τον ρόλο και όχι για το κοινό), ο έλεγχος των κινήσεών του, το ύφος του, η απάθειά του έκαναν μια «Νόνα» καταπληκτική. Εάν μαγνητοσκοπούνταν το παίξιμό του, θα έλεγα πως θα ήταν ένα μάθημα, ένας μπούσουλας, για το πώς θα μπορούσε να παιχτεί ο ρόλος ακόμα και από επαγγελματίες ηθοποιούς.
Τα κοστούμια της παράστασης, που επιμελήθηκε η Ευαγγελία Φερφέρη, ήταν ταιριαχτά με τους ρόλους. Όσο για τα σκηνικά, σε μια τόσο μικρή σκηνή πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Είναι κρίμα για τη Δράμα, που έχει μια μακρά παράδοση στο ερασιτεχνικό θέατρο, να μη διαθέτει ούτε μια αίθουσα με κατάλληλη σκηνή, ώστε να ανεβούν και έργα μεγαλύτερων απαιτήσεων από πλευράς χώρου.
Η παράσταση υποστηρίχτηκε από πολλά άλλα μέλη του συλλόγου, τους οποίους θα αναφέρω όπως αναγράφονται στο δελτίο που μοιράστηκε στην αίθουσα:
Ήχος: Ζωή Μιχαήλ, Φωτισμός: Ρόζα Λαφαζάνη, Σχεδιασμός αφίσας: Σωτήρης Ψαλτίδης, Φροντιστές κίνησης: ΣέριΣιμάκη, Δήμητρα Τσίλιου και Ρούλα Ψαλτίδου, Βοηθός σκηνοθέτη: ΣέριΣιμάκη, Μουσική επιμέλεια: Παναγιώτης Τσετίνης. Τους αξίζουν συγχαρητήρια, πολλώ μάλλον που η προσφορά των πιο πολλών ίσως δεν γίνει φανερή.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να καυτηριάσω ένα πολύ αρνητικό γεγονός που συνέβη στη χθεσινή παράσταση (ενδεχομένως και σε προηγούμενες). Θα ήταν αφύσικο να ζητάμε από τους Δραμινούς θεατές να έχουν παιδεία στην παρακολούθηση των θεατρικών έργων. Γι’ αυτό, τα χειροκροτήματα σε κάποιες στιγμές, στην αρχή αλλά και ενδιαμέσως, είναι συγχωρητέα. Αλλά το να γελούν και να πετούν αστειάκια κάποιοι αχαρακτήριστοι, σε στιγμές μάλιστα που το έργο ήταν στη δραματική του κορύφωση, μόνο αναισθησία δείχνει.