Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
Μέρος Α’
Τις τελευταίες δεκαετίες στις απεικονιστικές εξετάσεις του καρδιαγγειακού συστήματος έχει προστεθεί μια καινούρια εξέταση: η μαγνητική τομογραφία καρδιάς. Τα πρώτα χρόνια ήταν διαγνωστικό εργαλείο χρήσιμο σε λίγους ασθενείς, σιγά σιγά με διαρκώς αυξανόμενες ενδείξεις, η μαγνητική τομογραφία καρδιάς αποτελεί πλέον εξέταση που βάζει τη διάγνωση ή προσφέρει μοναδικές πληροφορίες σε πολλές περιπτώσεις, έτσι όπως καμία άλλη εξέταση δεν μπορεί να κάνει. Με τη βελτίωση των μηχανημάτων, της τεχνογνωσίας και τη συσσωρευμένη εμπειρία, στις περισσότερες περιπτώσεις η εξέταση μπορεί να διεξαχθεί συνήθως μέσα σε 40-45 λεπτά και να βοηθήσει αποτελεσματικά στη διαγνωστική προσέγγιση και το θεραπευτικό χειρισμό των ασθενών με καρδιαγγειακές παθήσεις. Με τη μαγνητική τομογραφία μπορούν να ληφθούν σημαντικές πληροφορίες: πρώτον, προσφέρει εξαιρετικής ευκρίνειας εικόνες που βοηθούν στην περιγραφή της ανατομίας της καρδιάς. Με τη μαγνητική μπορούμε να μάθουμε τις ακριβείς διαστάσεις της καρδιάς, να δούμε τις καρδιακές δομές με μεγάλη λεπτομέρεια και να κάνουμε ακριβείς μετρήσεις. Δεύτερον, προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για τη λειτουργία της καρδιάς, καθώς μπορούμε να λάβουμε κινηματικές εικόνες (βίντεο), όπου βλέπουμε πώς συσπάται η καρδιά. Τέλος, και πιο σημαντικό, μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για τη φύση των δομών ή με άλλα λόγια να κάνουμε χαρακτηρισμό ιστών, π.χ. να διακρίνουμε την ανενεργή ίνωση από τον μυϊκό ιστό μέσα στην καρδιά. Αυτό επιτυγχάνεται σε κάποιο βαθμό χωρίς τη χορήγηση σκιαγραφικής παραμαγνητικής ουσίας, ως το γαδολίνιο. Εκτός και αν θέλουμε πληρέστερη εικόνα, οπότε τη λαμβάνουμε μετά τη χορήγηση γαδολινίου. Δεδομένα από ευρωπαϊκή καταγραφή δείχνουν ότι η μαγνητική τομογραφία μπορεί να θέσει μια νέα διάγνωση, που δεν είχε τεθεί με τις υπόλοιπες τεχνικές, σε ποσοστό άνω του 10% σε ορισμένες παθήσεις, ενώ σε ποσοστό μέχρι και 70% βοηθάει στον καλύτερο σχεδιασμό της αντιμετώπισης των ασθενών. Πρότυπο παθήσεων, όπου η συμβολή της μαγνητικής είναι ουσιώδης, είναι οι φλεγμονώδεις παθήσεις της καρδιάς και κυρίως η οξεία μυοκαρδίτις. Σήμερα η διάγνωση φλεγμονής και ίνωσης του καρδιακού μυός γίνεται συνήθως με τη διαδεδομένη και προσιτή μαγνητική τομογραφία. Η ίδια διάγνωση μπορεί να γίνει και με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων-ΡΕΤ, τεχνική την οποία διαθέτουν πολύ λιγότερα νοσοκομεία. Από κλινικής πλευράς η διάγνωση της οξείας μυοκαρδίτιδος τίθεται αφού πρώτα αποκλειστούν όλες οι υπόλοιπες παθήσεις που θα μπορούσαν να εμφανιστούν με παρόμοια εικόνα, ανάμεσα στις οποίες είναι και το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έτσι αρκετοί ασθενείς, ειδικά στο παρελθόν, υποβάλλονταν σε στεφανιαιογραφία ή και αντιμετωπίζονταν φαρμακευτικά ως πιθανό οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ενώ στην πραγματικότητα έπασχαν από οξεία μυοκαρδίτιδα ή/και περικαρδίτιδα, η οποία έχει τελείως διαφορετική αντιμετώπιση. Η μαγνητική τομογραφία, στις περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές, είναι χρήσιμη για τη σωστή διάγνωση και την ορθότερη αντιμετώπιση των ασθενών. Επίσης, πολύ σημαντική είναι η συμβολή της μαγνητικής τομογραφίας στη διάγνωση και άλλων ειδικών φλεγμονωδών καρδιακών παθήσεων, όπως ή σαρκοείδωση.
Πολύ σημαντική είναι η συμβολή της μαγνητικής τομογραφίας στην εκτίμηση ασθενών με καρδιακό όγκο. Εδώ βοηθά στην ακριβή περιγραφή της έκτασης του όγκου και η σωστή διάγνωση γίνεται με ιστολογική εξέταση. Βέβαια, προσφέρει σημαντικές πληροφορίες στον χειρουργό για το σχεδιασμό μίας πιθανής επέμβασης. Πολύ συχνά, επίσης, η μαγνητική τομογραφία χρησιμοποιείται στους ασθενείς με συγγενείς καρδιοπάθειες, όπου η παράξενη και συχνά μοναδική σε κάθε ασθενή ανατομία, ειδικά μετά από κάποια χειρουργική επέμβαση, είναι δύσκολο έως αδύνατο να καθοριστεί με το υπερηχογράφημα. Πολύ χρήσιμη έχει αποδειχθεί η μαγνητική τομογραφία στην εκτίμηση των μυοκαρδιοπαθειών, όπως η διατατική μυοκαρδιοπάθεια και η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια και είναι εξαίρετη εξέταση για τη διάγνωση της καρδιακής αμυλοείδωσης, όπου προσφέρει μοναδικές και ιδιαιτέρως διαγνωστικές εικόνες. Τέλος, σημαντικές διαγνωστικές και προγνωστικές πληροφορίες δίδει και στην καρδιακή ανεπάρκεια, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, αφού πρώτον αποτελεί την καλύτερη εξέταση για την εκτίμηση του κλάσματος εξωθήσεως της αριστερής και της δεξιάς κοιλίας καθώς και για την ανάδειξη της ίνωσης του μυοκαρδίου. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μαζί με τη μαγνητική καρδιάς μπορεί να διεξαχθεί και μαγνητική αγγειογραφία των θωρακικών αγγείων και να εκτιμηθεί η αορτή και τα άλλα αγγεία του θώρακα.