Με αναγνωρισμένο λιτό κι απέριττο τρόπο τιμήθηκαν οι Αγώνες των Ελευθερίων της Ελλάδας με τον Φιλέλληνα Μπάυρον μπροστάρη

0
2506

Της Νόρας Κωνσταντινίδου

«Όμορφη Ελλάδα!
Λείψανο θλιβερό παλιάς
μεγαλοσύνης!
Νεκρή κι όμως αθάνατη!
Πεσμένη, ακόμα δίνεις!»

Ο παραπάνω ελεγειακός λόγος γράφτηκε από τον Μπάυρον (λόρδο Βύρωνα) νωρίτερα από το 1814, χρόνος ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας. Ομολογούμενα είναι αποκαρδιωτικοί οι στίχοι αυτοί και ως ένα βαθμό απαισιόδοξοι. Στηριγμένοι όμως σε ποιητικές αρχές, καθώς στα ποιήματα οι λέξεις φορτίζονται με πολυποίκιλες δάνειες έννοιες η αισιοδοξία της επιλογής ζητά την ενίσχυσή της. Μπορούμε να πούμε πως οι παραπάνω στίχοι που επιλεκτικά αποτελούν την προμετωπίδα στο κείμενο αυτό, έχουν σχέση με τη σημερινή επικαιρότητα, με το τωρινό επετειακό παρόν, «Ελλάδα 2021» ή αλλιώς: Με αναγνωρισμένο λιτό κι απέριττο τρόπο τιμήθηκαν οι αγωνιστές της επανάστασης του 1821 για την ελευθερία της Ελλάδας.
Ο Λόρδος Βύρωνας, ο επισημότερα ονομαζόμενος Τζορτζ Γκόρντον Μπάυρον μάς λέει με ποιητική επισήμανση πως είναι «όμορφη η Ελλάδα» του παρελθόντος. «Χώρα του Ήλιου» την αποκαλεί κάποιες φορές και την περιγράφει συγκρατημένα. Κολακευτικά είναι τα λόγια που της αποδίδει αρχίζοντας τους στίχους του, ενώ φαντάζει στα μάτια του σαν ένα «λείψανο θλιβερό, παλιάς μεγαλοσύνης». Η χρήση της λέξης λείψανο ξαφνιάζει. Ασφαλώς και δεν μπορεί να γράφτηκε τυχαία από τον Βύρωνα με τη γνωστή αξιόλογη εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας που έτυχε.
Τον Απρίλη του 1811 κτυπημένος βαριά από την ελονοσία ο Μπάυρον αποφασίζει να επιστρέψει στη Βρετανία. Ξεκινάει για την Αγγλία ο ποιητής, με το ίδιο το πλοίο που μεταφέρονταν τα μάρμαρα που ο Ελγίνος έκλεψε από τον Παρθενώνα. Γεμάτος οργή και ντροπή γράφει ο Μπάυρον το σχετικό ποίημα για το συμβάν με τίτλο η «Κατάρα της Αθηνάς» διοχετεύοντας στην ποίησή του τις κατηγορίες του για τον αναίσχυντο λόρδο. Άρπαγα τον θεωρεί. Πριν φτάσουν στον προορισμό τους, η μάνα του το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, τον Ιούλιο του 1811, αποχαιρετά το μάταιο τούτο κόσμο, την οποία ο λόρδος Βύρων σαν από συντυχιά της μοίρας δεν πρόλαβε- μπόρεσε να την αποχαιρετήσει. Δεν έχει δει το άψυχο κορμί της, το λείψανό της θα λέγαμε. Βυθίζεται στη θλίψη με τη συναίσθηση πως αποχωρίζεται τη μάνα του εφ όρου ζωής. Επιφορτίζεται με συναφείς επίμονες τύψεις. Το αποτέλεσμα διαβάζεται ως συμπέρασμα και σαν ένα επιπρόσθετο γνώρισμα του Μπάυρον ως ποιητή, που θα τον συνοδεύει εμφαντικά. Αφήνεται στις κρίσεις άλλων: «Σύμβολο της πιο βαθιάς ρομαντικής μελαγχολίας» λένε γι αυτόν.
Οι τρεις λέξεις (βαθιάς, ρομαντικής, μελαγχολίας) σε αλυσιδωτή παράταξη μαρτυρούν τη μειωμένη αντοχή του Λόρδου Βύρωνα στη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της οποιεσδήποτε πανδημίας παρόμοιας του Κορωναιού. Μυρίζει θνησιμότητα το περιβάλλον και λείψανα θυμίζουν οι κατοικήσιμοι χώροι. Για τον λόγο αυτό, μας φοβίζει η καθημερινότητα. Όχι μόνο εμάς, αλλά όλους εμάς στην οικουμένη, καθώς ανά την υφήλιο όλες οι ζωντανές υπάρξεις βιώνουν το φάσμα του εφιάλτη της σύγχρονης πανδημίας. Σήμερα με τον μεταλλαγμένο κορωναι􀀀ό πίσω από την πόρτα μας (τρόπος του λέγειν), ο φόβος μπήκε στα φυλλοκάρδια μας και ο πόνος από τα θύματα που πέρασαν στον άλλο κόσμο αστόλιστα, αμοιρολόγητα και αλειτούργητα άφησε σε μας τους εναπομείναντας ανεπούλωτες πληγές μαζί με την ενοχή από την προσβολή νεκρού.
Αλλά «η όμορφη Ελλάδα» γράφει ο Μπάυρον και «πεσμένη ακόμα δίνει». Δίνει πολύπλευρα. Δίνει ανέλπιστο κουράγιο για την αντοχή μας στα δύσκολα. Ενδυναμώνει την αγάπη μας για καθετί ελληνικό. Πανηγυρίζει σήμερα ο Έλληνας κι ο Φιλέλληνας μαζί κι ο ξενιτεμένος μας… Όλοι μαζί αποδίδουμε τιμές στο ιερό πανί το γαλανό και άσπρο. Χωρίς υποδείξεις και δίχως προσταγές η Ελληνική Σημαία ανήμερα των φετινών τιμητικών εκδηλώσεων του 2021 κυματίζει πανταχόθεν. Την 25η Μαρτίου σημαίες γαλανόλευκες πάλλονται ολούθε, ξεδιπλώνονται, διπλώνονται, πτυχώνονται, ξανοίγονται, αναπτύσσονται, αναπετιούνται, τραγουδούν σιγόλαλα στις γνωστές ή και στις άγνωστες εσχατιές της Οικουμένης. Όπου Έλληνες.
Η σημαία μας από πάντα δίνει το παρών ευπρόσδεκτα στις μεγάλες ώρες του γένους των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί μεταξύ όλων των άλλων και πέρα του γεγονότος πως η σημαία είναι σύμβολο, η λέξη Ελευθερία άγραφτη κυματίζει στις πτυχώσεις της. Την Ελευθερία την υπονοεί στους συμβολισμούς που εκφράζουν οι εννιά δίχρωμες λουρίδες της από γαλάζιο και άσπρο πανί, με την εναλλάξ χρήση των χρωμάτων της την ώρα της δημιουργίας της. Την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ανεκτίμητο αγαθό) τη στέριωσαν και την ρίζωσαν οι Έλληνες με το αίμα τους. Στα διακόσια (200) περίπου χρόνια (καθιερώθηκε η ελληνική σημαία μετά το 1830), ίπταται προς χάριν μιας κυρίαρχης ιδέας σύμφωνα με την ποιητική παρακαταθήκη που μας άφησε ο ποιητής της «ΙΘΑΚΗΣ» Κ. Π. Καβάφης: « Ε λ λ η ν ι κ ό ς: Ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότητα τιμιότερα».
Οι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού, όπως: « Σε γνωρίζω από την κόψη/ του σπαθιού την τρομερή. / Σε γνωρίζω από την όψη / που με βία μετρά τη γη» είναι εμπράγματοι. Στο φετινό άκουσμα των δύο πρώτων στίχων του Εθνικού μας Ύμνου, η συγκίνηση σε κάθε ελληνική ψυχή δεν περιγράφεται. Ο ήχος με τον λόγο και η αύρα με τη μουσική έδωσαν στις μέρες που ο ελληνικός λαός αναζητά ανασασμό από τον κορωναι􀀀ό, διέξοδο στην ελπίδα. Αγνοώντας τις επιπτώσεις της πανδημίας, την ίδια στιγμή στήνει τη σημαία του εντός του, στο θυμικό του, αντρειεύεται, παίρνει ανάσα ζωής για να πει: «Ας πάνε στον αγύριστο οι κορωναιοί. Εγώ σήμερα γιορτάζω. Έχω ψυχική ανάγκη να καλύψω το πεδίο της όρασής μου έτσι όπως μου προσφέρεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με χαράς Ευαγγέλια». Γιατί, τι άλλο από χαράς Ευαγγέλια δωρίζει στα πλήθη η ρήση του φίλου του Τζορτζ Γκόρντον Μπάυρον, του Πέρσι Σέλλευ με την θετική επισήμανσή του: «ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ