Του Δημήτρη Ι. Σφακιανάκη
Το «ραδιοφωνικόν ακροατήριον».
Ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο
Ω θαυμαστό κουτί με το λαμπερό σου χρώμα
φτάνει το δάχτυλό μου να σε αγγίξει
και ορίζοντες ανοίγονται μπροστά μου.
Ταξιδεύω σε κόσμους ονείρου
ακίνητος μέσα στο δωμάτιό μου…
Οι στίχοι (αποδίδονται σε Γάλλο ποιητή, γραμμένοι το 1925) αποτυπώνουν όλη τη μαγεία της επαναστατικής εκείνης εφεύρεσης, που είχε εισβάλει στη ζωή των ανθρώπων δίνοντας νέο χρώμα και προσφέροντας δυνατότητες πρωτοφανέρωτες.
Ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα το φαινόμενο της ραδιοφωνίας άρχισε να κάνει τα πρώτα αμήχανα βήματα. Ήταν μια ασχολία στην οποία ραδιοερασιτέχνες και τεχνικοί αυτοσχεδίαζαν με ραδιοπομπούς και δέκτες, με αποτυχίες αλλά και επιτυχίες που βελτίωναν τις δυνατότητες ραδιοεπικοινωνίας. Το 1920 μεταδίδονται τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ από τον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό του Πίτσμπουργκ, γεγονός που προκάλεσε παγκόσμια εντύπωση. Με πρωτοπόρο την Ολλανδία η σκυτάλη πέρασε και στην Ευρώπη, ανοίγοντας τον δρόμο για τη ραγδαία ανάπτυξη της ραδιοφωνίας στον Δυτικό κόσμο.
Γλαφυρές αφηγήσεις στον Τύπο της εποχής του Μεσοπολέμου, αποκαλύπτουν ανατροπές και αλλαγές απροσδόκητες στην καθημερινότητα των ανθρώπων στις κοινωνίες της Δύσης, εκεί όπου ήδη, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1920, έχουν πολλαπλασιαστεί οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, προσφέροντας ανεξάντλητη ποικιλία εκπομπών και επιλογών. Τα ραδιόφωνα, βαριά και ογκώδη, γίνονται το απαραίτητο συμπλήρωμα κοινωνικού στάτους όσων προνομιούχων είχαν τη δυνατότητα να τα προμηθευτούν, δεδομένου ότι τα πρώτα χρόνια το κόστος τους τα καθιστούσε απλησίαστα για τα χαμηλά εισοδήματα. Για τις επιχειρήσεις που προσέφεραν δημόσιες υπηρεσίες −εστιατόρια, ξενοδοχεία, Καφέ, σιδηρόδρομοι, πλοία κ.ά.− το ραδιόφωνο ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα του εξοπλισμού τους, που μάλιστα το διαφήμιζαν δεόντως, σταθμίζοντας τη σημασία που είχε για το κοινό.


Την ίδια χρονιά, ένα διαφορετικό σκηνικό, στον αντίποδα της πολυτελούς ιδιωτικής περίθαλψης: Το Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, με τους εκατοντάδες ασθενείς, δεν διέθετε ούτε ένα ραδιόφωνο. Ο δημοσιογράφος στο σχετικό ρεπορτάζ εύλογα παρατηρεί «Δεν στοιχίζει πολλά και είναι μέσον που μπορεί να διασκεδάζη την ανίαν των ασθενών. Δεν ευρίσκεται ένας πλούσιος να προβή εις την δωρεάν; Κάνω την έκκλησιν»3.
Στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’20 δεν νοούνταν πολυτελές ξενοδοχείο, αν δεν διέθετε ραδιόφωνο σε κάθε δωμάτιο. Αντίθετα, τα λαϊκότερα ξενοδοχεία, πλοία κλπ διέθεταν ένα μόνο ραδιόφωνο που προσφερόταν για ομαδική ακρόαση σε κοινό χώρο. Το φαινόμενο της ομαδικής ακρόασης ραδιοφωνικών εκπομπών –αλλά και των λαθρακουστών– ήταν σύνηθες στον Μεσοπόλεμο, στα χωριά και στις λαϊκές γειτονιές των πόλεων και οικείο και στη χώρα μας μέχρι και τη δεκαετία του ’50. Το «ραδιοφωνικόν ακροατήριον» ήταν πλέον ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο, με καταναλωτές ραδιοφωνικών προγραμμάτων, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη. Η παρακολούθηση και απόλαυση του ραδιοφώνου δεν προϋπέθετε κατ’ ανάγκη επίπεδο μόρφωσης, γι’ αυτό και όταν το κόστος του μειώθηκε σημαντικά, αναδείχτηκε ως το προσιτότερο μέσο ψυχαγωγίας των λαϊκών στρωμάτων.
Τα παρθενικά βήματα της ελληνικής ραδιοφωνίας. Μια σισύφεια διαδρομή
Στη χώρα μας η ανάπτυξη της ραδιοφωνίας και η διάχυσή της στον κόσμο αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τις πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες. Η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε δείξει ότι επρόκειτο για ένα κρίσιμο εργαλείο σε περίπτωση εμπόλεμης κατάστασης, γι’ αυτό και ήθελαν να έχουν τις ραδιοσυχνότητες υπό τον πλήρη έλεγχό τους. Πλειοδοτώντας σε καχυποψία οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου διαμορφώσαν, με πλήθος νόμων και διατάξεων, ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο για την εγκατάσταση ραδιοπομπών αλλά και για τη χρήση ραδιοφώνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι Οσάκις παρελαμβάνετο ραδιόφωνον εκ του τελωνείου εσφραγίζετο τούτο επιμελώς ως να επρόκειτο περί εκρηκτικής ύλης, το συνώδευε δε ολόκληρος κουστωδία αξιωματικών του βασιλικού Ναυτικού εις την οικίαν του κατόχου του. Η εγκατάστασις κεραίας απηγορεύετο αυστηρώς και μόνον με πλαίσιον τοποθετημένον εντός της οικίας επετρέπετο να λειτουργούν τα ραδιόφωνα4. Αυτός ο ασφυκτικός έλεγχος της ραδιοφωνίας −και μετά τη δεκαετία του ’20, όταν πλέον δεν υπήρχαν ισχυροί λόγοι στρατιωτικής ασφάλειας− αντανακλούσε και την κουλτούρα των ηγετικών κύκλων της εποχής, οι οποίοι, με τον πάγιο συντηρητισμό τους στις προκλήσεις που έθετε ένα άγνωστο γι’ αυτούς μέσο, το αντιμετώπιζαν με αρνητισμό.
Το 1939, και αφού έχει ιδρυθεί ο πρώτος κρατικός σταθμός ραδιοφωνίας (1938), σειρά Αναγκαστικών Νόμων επέβαλαν σε κάθε κάτοχο Ραδιοφώνου να έχει σχετική άδεια, η οποία χορηγούνταν από τη Διεύθυνση Ραδιοφωνίας. Στην άδεια έπρεπε να αναγράφεται το ονοματεπώνυμον του κατόχου, η πόλις διαμονής αυτού και οι διευθύνσεις της κατοικίας καταστήματος κλπ, ένθα είναι εγκατεστημένων το ραδιόφωνον. Στην άδεια έπρεπε επίσης να αναγράφονται λεπτομερώς όλα τα στοιχεία ταυτότητας του ραδιοφώνου: Ο αριθμός της συσκευής, η μάρκα, ο αριθμός των λυχνίων, αλλά και ο χρόνος κατοχής, η διεύθυνσις του προμηθευτού του ραδιοφώνου, καταστηματάρχου ή ιδιώτου και η τιμή της αγοράς αυτού5.
Στη χώρα μας επομένως το ραδιόφωνο ήταν στον Μεσοπόλεμο είδος δυσπρόσιτο όχι μόνο εξαιτίας της τιμής του αλλά και εξαιτίας των κωλυμάτων στην αγορά και χρήση του. Στην πόλη μας μια ραδιοφωνική ακρόαση στη δεκαετία του 1920 παρέμενε μια εμπειρία που οι λίγοι τυχεροί την απολάμβαναν μετ’ εμποδίων:
Προ ημερών εν τη Στρατιωτική Λέσχη έλαβε χώραν οικογενειακή συγκέντρωσις προς απόλαυσιν ραδιοφωνικής συναυλίας. Το βέβαιον είναι ότι οι μεταβάντες επλήρωσαν και εισιτήριον εισόδου χωρίς όμως να ακούσωσι τι.
Μετά την αποτυχίαν της συναυλίας τα χρήματα δεν επεστράφησαν, υπό τον όρον όπως ο περί ού ο λόγος επιχειρηματίας επαναλάβη την αποτυχούσαν λόγω του καιρού ραδιοφωνικήν συναυλίαν6.
Λίγα χρόνια μετά, το ραδιόφωνο μπαίνει στα σπίτια πολλών αστών Δραμινών και γίνεται αναπόσπαστο συμπλήρωμα των ονομαστών ψυχαγωγικών βραδινών τους, εκείνων που με τον πλούτο αλλά και την ποιότητά τους πρόσθεσαν στην πόλη μας τη φήμη για «τη Δράμα της μπελ επόκ».
Εις το σπίτι του λαοφιλούς ταμία του Δήμου κυρίου Τάκη Ψωνοπούλου η εσπερίς προσέλαβε χαρακτήρα πάνδημον. Τραγουδάκια και απαγγελίες ως το πρωί. Έξυπνες προπόσεις, πολιτικές και φιλολογικές, σάτιρα κοσμική, τραγούδια δημώδη και τα νεώτατα των επιθεωρήσεων, και ραδιόφωνον με την Τόσκα και τους παλιάτσους από το Μιλάνο, Με τον Στράους και τον Μότσαρτ από τη Βιέννη και με την τζαζ του Βουκουρεστίου. Όλα αυτά γύρω από μεγάλα τραπέζια με ορεκτικούς μεζέδες, με γλυκά φρούτα και με κρασί της Νεμέας…7

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Παραπομπές
1 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 27-7-1935.
2 ΣΚΡΙΠ, 15-1-1931.
3 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 8-5-31.
4 Ραδιοπρόγραμμα, 9-15/8/1953.
5 Λάμπρος Γκόντας, Τα ερτζιανά στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Κοινωνικές και πολιτικές πτυχές του ραδιοφώνου, προσβάσιμο στο https://www.academia.edu/35599820/, σελ. 44.
6 ΘΑΡΡΟΣ, 3-3-1928.
7 ΘΑΡΡΟΣ, 3-3-1928.