Του Αθανάσιου Κάππα,
Civil & Traffic Engineer
Τα ΑμεΑ καθίστανται η πλέον πολυπληθής μειονότητα σε παγκόσμιο επίπεδο· την παρελθούσα δεκαετία περίπου 80 εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες εμφάνιζαν κάποια αναπηρία. Για να περιοριστεί η αναπηρία τους στο ελάχιστο δυνατό, η πλήρης απόλαυση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να καταστεί πραγματικότητα. Σε αυτό συνηγορεί η θεμελιώδης αρχή της μη διάκρισης, όχι μόνο στην άμεση μορφή της (επί παραδείγματι μη πρόσληψη λόγω αναπηρίας) αλλά και στην έμμεση, η οποία προϋποθέτει «μέριμνα», δηλαδή λήψη θετικών μέτρων· έτσι ο εργοδότης ενός ΑμεΑ με προβλήματα όρασης οφείλει να του παρέχει πληκτρολόγιο με σύστημα Braille. Ομοίως το κράτος δεν αρκεί να κατοχυρώνει τα δικαιώματα των ΑμεΑ αλλά και να μεριμνά ώστε η απόλαυσή τους να καθίσταται δυνατή, μέσω της θεμελίωσης μιας ουδετερότητας του χωροταξικού τοπίου αποκλείοντας πιθανές διακρίσεις λόγω αναπηρίας. Τα παραπάνω συνθέτουν την έννοια της «προσβασιμότητας» μιας αρχής που μετατράπηκε σε αυτοτελές δικαίωμα· μάλιστα είναι φανερό πως όλα τα δικαιώματα των ΑμεΑ για να ασκηθούν προϋποθέτουν το δικαίωμα στην προσβασιμότητα, το οποίο αν και ίσο των υπολοίπων προκρίνεται χρονολογικά κατά περίπτωση.
Τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές σε κτίρια και εγκαταστάσεις πρέπει να υπάρχουν συστήματα που διευκολύνουν τα ΑμεΑ. Ταυτόχρονα όποιος νόμος παραβιάζει την αρχή της ισότητας πρέπει να καταργηθεί σε εθνικό επίπεδο. Η πρόσβαση στην εργασίας χωρίς κανένα πρόβλημα όπως και σε υπηρεσίες πληροφόρησης συνιστούν πτυχές του δικαιώματος στη προσβασιμότητα, ενώ στο μέτρο που ιδιωτικές υπηρεσίες παρέχουν πρόσβαση στο κοινό οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν την προσβασιμότητα των ΑμεΑ. Παράλληλα, νέες και βοηθητικές τεχνολογίες πρέπει να καθίστανται οικονομικά προσιτές, άλλη μια έννοια της προσβασιμότητας.
Με τη συνδρομή του δικαιώματος στη προσβασιμότητα είναι δυνατή η ανεξάρτητη διαβίωση των ΑμεΑ, η πλήρης και πραγματικά ισότιμη συμμετοχή στη κοινωνία (άρθρο 19 Σύμβασης για ΑμεΑ). Καθίσταται κατανοητό ότι για να μην καταπατηθεί το δικαίωμα στη προσβασιμότητα τα κράτη θα πρέπει να έχουν μεριμνήσει πριν κάποιος χρειαστεί να το αιτηθεί.
Η προσβασιμότητα είναι μια υπόθεση που αφορά όλους και όχι μόνο μια μειονότητα με φυσικές αναπηρίες. Σε μια αυξανόμενα πολύμορφη κοινωνία, με ένα γηράσκοντα πληθυσμό, η προσβασιμότητα πρέπει να απασχολήσει ένα ευρύτερο φάσμα πολιτικών από αυτό προηγουμένων ετών, όταν ακόμη γινόταν αντιληπτή ως αποκλειστική αρμοδιότητα των σχετικών με την αναπηρία πολιτικών. Οι πολιτικές προσβασιμότητας πρέπει τώρα να εστιάσουν στα «υπαρκτά» άτομα που χρησιμοποιούν το δομημένο περιβάλλον σε καθημερινή βάση, και όχι σε φανταστικά άτομα, δημιουργημένα από στατιστικές. Οι πολιτικές αυτές οφείλουν να εξυπηρετήσουν τα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων και να ανταποκριθούν στην διαφορετικότητα των αναγκών τους.
Η προσβασιμότητα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ένα σφαιρικό και ενιαίο τρόπο, διέποντας όλους τους τομείς πολιτικής (κατασκευή, υγιεινή και ασφάλεια σε χώρους εργασίας, Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών, κρατικές προμήθειες, εκπαίδευση κ.α.). Δεν πρέπει πλέον να θεωρείται αποκλειστικός τομέας των εμπειρογνωμόνων δόμησης ή μεταφορών. Η προσβασιμότητα πρέπει να επιτευχθεί με τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (από τους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, του φυσικού σχεδιασμού, των τεχνολογιών της Πληροφορίας και επικοινωνίας, των δομικών κατασκευών, της μεταφοράς κ.α.)
Ως μηχανικοί έχουμε υποχρέωση να προνοήσουμε ώστε ο σχεδιασμός μας να ικανοποιεί τις ανάγκες μικρών και μεγάλων, νέων και ηλικιωμένων, αρτιμελών και ατόμων με αναπηρία.
Δεν πρέπει πλέον να σχεδιάζουμε μόνο για μια ομάδα υγιών ανθρώπων, αλλά για όλους. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι η αναπηρία, η ασθένεια, η αδυναμία λόγω ηλικίας ή εγκυμοσύνης, κλπ., είναι φυσικά φαινόμενα, αποτελούν μέρος της καθημερινότητας του ανθρώπου. Ως εκ τούτου, κάθε τι που σχεδιάζουμε θα πρέπει να τα λαμβάνει υπόψη όλα αυτά κι εμείς σαν Μελετητές δεν πρέπει να τα φοβόμαστε ή να τα αποφεύγουμε γιατί δεν μάθαμε στις Σχολές της Ελλάδος να τα αντιμετωπίζουμε.
Για να πετύχουμε αυτόν τον σκοπό δηλαδή την μεταμόρφωσης των πόλεων μας πρέπει με όραμα να δουλέψουμε μεθοδικά. Πρέπει να αποφασίσουμε ότι ο κάθε ένας μας στον μέγιστο δυνατό βαθμό πρέπει και θα επηρεάσει προς αυτή την κατεύθυνση. Όχι μόνο επειδή πιθανόν να το απαιτεί μια νομοθεσία αλλά επειδή πρέπει. Πέρα από νομική υποχρέωση και θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, η προσβασιμότητα πρέπει να θεωρείται κοινωνική υποχρέωση από όλους μας αφού σαν άνθρωποι πρέπει να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για ισότιμη μεταχείριση και συμμετοχή στη ζωή όλων των πολιτών μιας χώρας.
Μια πόλη είναι προσβάσιμη όταν όλοι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν σε αυτήν και να χρησιμοποιούν όλα τα αντικείμενα και όλες τις υπηρεσίες χωρίς προβλήματα. Για παράδειγμα, μια πόλη είναι προσβάσιμη όταν όλοι οι άνθρωποι μπορούν εύκολα:
• να παίρνουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς για να πηγαίνουν στη δουλειά τους.
• να κυκλοφορούν στους δρόμους ή να μπαίνουν σε δημόσια κτίρια.
• να παίρνουν πληροφορίες που μπορούν να κατανοούν.
Αυτά είναι σημαντικά για όλους τους ανθρώπους και κυρίως για τα άτομα με αναπηρίες, για τους ηλικιωμένους, για οικογένειες με μικρά παιδιά, για τουρίστες μη γνωρίζοντας τη γλώσσα της χώρας που επισκέπτονται κλπ. Συχνά τα πράγματα αυτά δεν είναι προσβάσιμα για τα συγκεκριμένα άτομα. Αυτή η έλλειψη πρόσβασης δεν τους επιτρέπει να συμμετέχουν στην κοινότητα όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Έτσι μένουν στο περιθώριο.
Για τα άτομα με αναπηρία, η προσβασιμότητα των υποδομών, υπηρεσιών και αγαθών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αυτονομία και την ισότιμη συμμετοχή τους στα κοινωνικό-οικονομικά δρώμενα. Όμως, παρά την πρόοδο στο θεσμικό πλαίσιο και τις πολιτικές σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, η προσβασιμότητα απέχει πολύ από το να είναι διασφαλισμένη.
[…] post Μία πόλη κατάλληλη για όλους appeared first on Χρονικά της […]