Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή: τα αίτια της ήττας και οι συνέπειες για την Ανατολική Θράκη

0
659

Νικόλαος Θ. Γεωργιάδης, δρ Ιστορίας


 

Α’ ΜΕΡΟΣ
(διαβάστε το Β’ μέρος εδώ)

 

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν η ομιλία με θέμα: “Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή: Τα αίτια της ήττας και οι συνέπειες για την Ανατολική Θράκη” από τον Νικόλαο Θ. Γεωργιάδη, διδάκτoρα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο πλαίσιο του διημέρου ιστορικής μνήμης για τη Γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού που έγινε στις 1 και 2 Απριλίου 2023 που διοργανώθηκε από τη Θρακική Εστία Δράμας.

Όπως είπε ο κ. Γεωργιάδης: «Βάση της ιστορικής μεθοδολογίας είναι η εμβάθυνση στα αίτια και η καταγραφή των συνεπειών και όχι μόνον η απλή περιγραφή των γεγονότων μέσω μαρτυριών και εγγράφων. Έτσι και στη σημερινή εκδήλωση για τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη Συνθήκη της Λοζάνης, την ανταλλαγή των πληθυσμών και την εγκατάσταση των προσφύγων θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τα αίτια και τις συνέπειες που μάτωσαν τον Ελληνισμό. Συνήθως σε εκδηλώσεις μνήμης αναφέρονται οι νίκες του Ελληνικού Στρατού ή οι σφαγές των Τούρκων αλλά όχι τα βαθύτερα αίτια της εθνικής μας τραγωδίας. Από αυτά όμως θα μπορούσαν να βγουν χρήσιμα και διαχρονικά συμπεράσματα για τη στάση των Συμμάχων μας όχι μόνον για τις αρχές της δεκαετίας του 1920 αλλά και για το πρόσφατο παρελθόν (Κύπρος, Ίμια) και για σήμερα (τήρηση ίσων αποστάσεων στο θέμα της τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας). Ας λεχθούν, λοιπόν, πικρές αλήθειες που δεν λέχθηκαν ή δεν λέγονται συχνά, πιθανόν λόγω και των πολιτικών ευθυνών, εγκληματικών παραλείψεων και αδέξιων διπλωματικών χειρισμών της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας της περιόδου εκείνης.
Η απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη το 1919 και η αρχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας οδήγησε σε Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, που όμως είχε διεθνείς προεκτάσεις και επιπλοκές, καθώς τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή γινόταν το ξαναμοίρασμα του μεταπολεμικού κόσμου, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε σφαίρες επιρροής και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Μέσης Ανατολής. Με δεδομένη την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση της Ελλάδας από τις μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία), επετράπη στη χώρα μας, από τις δυνάμεις αυτές, να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη για την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού, σε μία περιοχή όπου πλειοψηφούσε το ελληνικό στοιχείο, αλλά και για να προστατεύσουν οι Έλληνες στρατιώτες τα συμφέροντα αυτών των δυνάμεων χωρίς να ματώσουν οι ίδιες, να απασχολήσουν στρατιωτικές δυνάμεις και να διαθέσουν οικονομικούς πόρους. Δεν αποβιβάσαμε στρατό, λοιπόν, στη μικρασιατική ακτή επειδή το απαιτήσαμε, μας επέτρεψαν να το κάνουμε οι ξένες δυνάμεις για δικό τους όφελος. Για την εμπλοκή της χώρας μας στη μικρασιατική περιπέτεια, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ μιλώντας στον ΟΗΕ το 1957 ανέφερε χαρακτηριστικά: «ο πόλεμος αυτός έγινε, διότι προσεκλήθημεν όπως συμμετάσχωμεν εις αυτόν, υπό της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αι οποίαι, δυνάμει της συνθήκης των Σεβρών εισέβαλαν εις την Μικράν Ασίαν και εκάλεσαν την Ελλάδα να καταλάβει την ακτήν, την οποίαν όντως κατέλαβεν». Πρέπει όμως να τονιστεί ότι ήδη από το 1915 με αντάλλαγμα την απόβαση Ελλήνων στρατιωτών στην περιοχή της Σμύρνης, ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε δεχτεί την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία για να συμμαχήσει με την Αντάντ. Ωστόσο, ο τότε αξιωματικός του Γενικού Επιτελείου και μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς διαφωνούσε: «Συνέστησα στον κ. Βενιζέλον να αποφύγη όχι μόνον πάσαν πολεμικήν περιπέτειαν εν Μικρά Ασία η οποία ασφαλώς θα κατέληγεν εις πλήρην αποτυχίαν …αλλά και πάσαν ρήξην προς την Τουρκίαν».
Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Ανακωχή του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου 1918 αποφασίστηκε ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κατάληψη εδαφών της από δυνάμεις της Αντάντ, απόφαση που επισημοποιήθηκε με την αποβίβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 και με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920, η οποία χαρακτηρίστηκε από τον τέως Γάλλο πρωθυπουργό Ζορζ Κλεμανσώ πιο εύθραυστη και από τις πορσελάνες των Σεβρών! Σε αυτή τη χρονική στιγμή τα συμφέροντα του Ελληνισμού συμβάδιζαν-ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των αποικιοκρατών, γι’ αυτό τον λόγο και στήριζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ελλάδας. Στη συνέχεια όμως οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις των αποικιοκρατικών δυνάμεων οξύνθηκαν επικίνδυνα, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις αυτές να προχωρήσουν σε διμερείς συμφωνίες με τον Μουσταφά Κεμάλ υπογράφοντας έτσι όχι μόνον την εξασφάλιση των συμφερόντων τους, αλλά και την τραγική κατάληξη του Ελληνισμού, της Μικράς Ασίας και του Πόντου άμεσα, αλλά και της Ανατολικής Θράκης έμμεσα. Αυτό το συμπέρασμα ανέφερε ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922 Τζορτζ Χόρτον: «Η πυρπόληση της Σμύρνης και η σφαγή της και κακοποίηση του πληθυσμού γίνηκε δυνατή από τους ανταγωνισμούς και τα αντιτιθέμενα εμπορικά συμφέροντα μερικών χριστιανικών δυνάμεων».

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ: Τα αίτια της ήττας της Ελλάδας στη Μικρασιατική Εκστρατεία μπορούν να διακριθούν σε εσωτερικά (Ελλάδα) και σε εξωτερικά (Οθωμανική Αυτοκρατορία, ξένες δυνάμεις σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο), όπως επίσης και σε γεωγραφικά, πληθυσμιακά, θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, στρατιωτικά και κυρίως διπλωματικά.
Γεωγραφικά: Από τη μία πλευρά, οι Έλληνες στρατιώτες, καταγόμενοι από τον ελλαδικό χώρο και όχι μικρασιατικής καταγωγής, πορεύονταν προς το άγνωστο, στα βάθη της Ανατολίας, σε μεγάλες αποστάσεις και σε δυσπρόσιτες περιοχές (Αλμυρή έρημος). Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι όχι μόνον γνώριζαν το γεωγραφικό ανάγλυφο και το κλίμα της Μικράς Ασίας, αλλά και μετακίνησαν το πολιτικό κέντρο τους από την Κωνσταντινούπολη στη μικρασιατική ενδοχώρα, στην Άγκυρα, για να είναι προστατευμένοι από τις επιθέσεις των ελληνικών στρατευμάτων και για να οργανωθούν στρατιωτικά. Παράλληλα, επήλθε η πολιτική επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ και η διπλωματική απομόνωση του σουλτάνου Μεχμέτ Στ΄.
Πληθυσμιακά: Οι ελληνικοί πληθυσμοί διαβιούσαν κυρίως στα μικρασιατικά παράλια, ενώ οι τουρκικοί πληθυσμοί κυρίως στη μικρασιατική ενδοχώρα. Σύμφωνα με τα πληθυσμιακά στοιχεία που έδωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού το 1919, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες, στη Θράκη και στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000, στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες, δηλαδή το 20% του πληθυσμού των περιοχών αυτών.
Θρησκευτικά: Με την παρουσία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία αυξήθηκε ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων Τούρκων που οδήγησε σε μαζικές σφαγές και βίαιους εξισλαμισμούς συμπαγών χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολίας, αλλά παράλληλα παρατηρήθηκε αναλγησία και αδιαφορία για την τύχη των χριστιανών υπηκόων του τουρκικού κράτους εκ μέρους των δυτικών χριστιανικών συμμαχικών χωρών.
Πολιτικά: Η Ελλάδα ξεκίνησε και συνέχισε τη Μικρασιατική Εκστρατεία ενώ βρισκόταν στη δίνη του Εθνικού Διχασμού, γεγονός που επιβάρυνε το πολιτικοψυχολογικό χάσμα το οποίο με τη σειρά του λειτουργούσε αρνητικά στην ψυχολογία, τη μαχητικότητα και την αποτελεσματικότητα του Ελληνικού Στρατού. Από τη μία πλευρά, οι φιλοβασιλικοί: πολίτες συντηρητικοί, γαιοκτήμονες, μικροαστοί, κυρίως κάτοικοι της Παλαιάς Ελλάδας, δεν επιθυμούσαν την εμπλοκή στο μικρασιατικό έδαφος, στις εκλογές του 1920 υποσχέθηκαν τερματισμό του πολέμου, ειρήνη και επιστροφή των στρατιωτών, αλλά τελικά συνέχισαν τον πόλεμο και έχασαν ευκαιρίες έντιμης απαγκίστρωσης από αυτόν. Από την άλλη πλευρά, οι Βενιζελικοί: μεγαλοαστοί, επαγγελματίες, έμποροι και κάτοικοι των Νέων Χωρών, ενέπλεξαν την Ελλάδα στη Μικρασιατική Εκστρατεία όχι μόνον για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών, αλλά και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης, για το άνοιγμα νέων αγορών και την ανάπτυξη νέων οικονομικών προοπτικών. Εδώ όμως τίθεται το ερώτημα: αν η Σμύρνη παρέμενε ελληνική, θα διατηρούσε την ίδια οικονομική ανάπτυξη που είχε μέχρι τότε; Η απάντηση νομίζω ότι είναι όχι, επειδή θα έχανε το στρατηγικό της βάθος, τη γεωστρατηγική της αξία, καθώς οι Τούρκοι θα χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και τη Μερσίνα για τη διακίνηση προϊόντων προς το εσωτερικό της Ανατολίας, με δεδομένο ότι η Σμύρνη δεν θα ανήκε πλέον στο κράτος τους. Τέλος, το νεοεμφανιζόμενο στην ελληνική πολιτική σκηνή ΣΕΚΕ υποστήριζε ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία είχε ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα και πρότεινε ειρήνευση, ωστόσο η μικρή εκλογική του επιρροή (καθώς έλαβε μόνον 50.000 ψήφους στις εκλογές του 1920) δεν εξασφάλιζε μεγάλη πολιτική επίδραση στα γεγονότα, κατά συνέπεια οι όποιες κατηγορίες εναντίον του για μερίδιο ευθύνης στην εθνική τραγωδία ήταν ανεδαφικές. Άλλωστε οι αποφάσεις για την πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων λαμβάνονταν σε κυβερνητικό και στρατιωτικό επίπεδο από τα δύο κόμματα που εναλλάχθηκαν στην εξουσία, των Βενιζελικών και των Βασιλοφρόνων.
Κοινωνικά: Η Μεγάλη Ιδέα και η προσδοκία απελευθέρωσης των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών οδήγησαν στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής της χώρας μας, καθώς λόγω της συνεχιζόμενης για τον ελληνικό λαό εμπόλεμης κατάστασης την περίοδο 1912-1922, οι Έλληνες στρατιώτες βρίσκονταν μακριά από τις οικογένειές τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, υπήρχε αγεφύρωτη ψυχική απόσταση μεταξύ των Ελλήνων της Παλαιάς Ελλάδας και των Ελλήνων της Ανατολής (Ποντίων, Μικρασιατών, Θρακιωτών), τους οποίους θεωρούσαν «τουρκόσπορους», αλλά και εξαιτίας του Εθνικού Διχασμού ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Βασιλόφρονες, σε Επίστρατους και Αμυνίτες. Πάντως, εθνικός διχασμός υπήρχε και στο στρατόπεδο των Τούρκων, ανάμεσα σε Κεμαλικούς-Νεότουρκους και σε Παλαιότουρκους-οπαδούς του Σουλτάνου, αλλά τελικά επικράτησε το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ. Ενδεικτική του ψυχικού χάσματος μεταξύ των Ελλήνων των δύο πλευρών του Αιγαίου αλλά και του δίπολου Βενιζελισμός-Αντιβενιζελισμός ήταν η σχετική αναφορά του πρίγκιπα Ανδρέα (ή Καψοκαλύβα, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες στρατιώτες, λόγω των εντολών του για εμπρησμούς τουρκικών χωριών) σε επιστολή του προς τον αξιωματικό του Γενικού Επιτελείου Ιωάννη Μεταξά στις 19 Δεκεμβρίου 1921: «Απαίσιοι πραγματικώς είναι εδώ οι Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης… Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους». Και πράγματι, δεν πέρασε ένας χρόνος και βγήκαν αληθινές οι σκέψεις του. Το ότι η παρουσία του Ελληνικού Στρατού δεν είχε στόχο την προστασία του ελληνικού στοιχείου της Μικρασίας, παρά ήταν μόνον η πρόφαση για να ξεκινήσει η μικρασιατική περιπέτεια, αποδεικνύεται από τα γεγονότα: δεν υπήρξε υλοποίηση οχυρωματικών έργων στην περιοχή της Σμύρνης και όταν υπό την πίεση της τουρκικής προέλασης αποφασίστηκε η βιαστική απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων, οι ελληνικοί και γενικότερα χριστιανικοί πληθυσμοί αφέθηκαν εκτεθειμένοι στην επιθετικότητα και την εκδικητικότητα των άτακτων τσετών και του τακτικού κεμαλικού στρατού. Στις 17 Αυγούστου 1922 η απάντηση στο τηλεγράφημα του Αρμοστή Σμύρνης, του κρητικής καταγωγής και στενού φίλου του Βενιζέλου, Αριστείδη Στεργιάδη προς τον αρχηγό των Αντιβενιζελικών Δημήτριο Γούναρη: «Αποστείλατε τάχιστα πλοία προς παραλαβήν στρατού μετά υλικού πολέμου και του πληθυσμού» ήταν «Αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος». Και όπως αναφέρει ο ιστορικός του Μεσοπολέμου Γρηγόριος Δαφνής: «Όταν ο Στεργιάδης ανακοίνωσε στον νεαρό τότε πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου την επερχόμενη καταστροφή, δέχτηκε την ερώτηση: “Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;”. H απάντηση του Έλληνα Αρμοστή Σμύρνης ήταν η εξής: “Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα!”». Η πρόθεση δημιουργίας ημιαυτόνομου κράτους στην Ιωνία στα τέλη του 1921 με πρωτοβουλία της οργάνωσης «Μικρασιατική Άμυνα», που είχε επικεφαλής τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, δεν έτυχε της στήριξης της ελληνικής κυβέρνησης, αν και θεωρώ ότι ήταν η καλύτερη και δικαιότερη λύση για το μικρασιατικό ζήτημα.
Οικονομικά: Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες ήταν κυρίως αστοί, τραπεζίτες, έμποροι, βιοτέχνες και αγρότες, όπως άλλωστε και οι Αρμένιοι, ενώ οι Οθωμανοί ανήκαν κυρίως στα κατώτερα οικονομικά στρώματα-ήταν κυρίως αγρότες. Παρά το γεγονός ότι η αστική τάξη της Ελλάδας προσδοκούσε κέρδη από το άνοιγμα αγορών στη Σμύρνη και στην ενδοχώρα της Ανατολίας, τελικά η Μικρασιατική Εκστρατεία οδήγησε σε εξάντληση των οικονομικών πόρων της Ελλάδας, σε αύξηση των φόρων και των λογιστικών πιστώσεων της Αντάντ αλλά και σε εσωτερικό δάνειο το 1920. Μάλιστα, στις 25 Μαρτίου 1922 ψηφίστηκε Νόμος για να κοπεί στη μέση το ελληνικό χαρτονόμισμα των 100 δραχμών και «το τεμάχιον το φέρον την εικόνα του Γ. Σταύρου θα εξακολουθήση κυκλοφορούν ως νόμισμα 50 δραχμών, το δε έτερο ήμισυ -το στέμμα- θα αποτελεί ομολογίαν 50 δραχμών».
Στρατιωτικά: Η κόπωση, η εξάντληση και η κακή ψυχολογία των Ελλήνων στρατιωτών λόγω των πολυετών πολεμικών επιχειρήσεων (από το 1912), η έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων στην πρώτη γραμμή, λόγω κακού ανεφοδιασμού ή διακοπής του ανεφοδιασμού της πρώτης γραμμής εξαιτίας επιθέσεων και σαμποτάζ των Τούρκων στη σιδηροδρομική γραμμή, οδήγησαν σε συχνά φαινόμενα λιποταξίας και απειθαρχίας. Ενδεικτική των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων στρατιωτών είναι η περιγραφή του Εύζωνα Χρήστου Καραγιάννη: «Ο ήλιος τσούζει, γλύφει με τη φλόγα του, κάνει το αίμα να κοχλάζει βραστό μες στις φουσκωμένες φλέβες που τις πατάνε τα λουριά και τις πρήζουν από το αίμα, δεν μιλάς, δεν σκέπτεσαι, δεν παραπονιέσαι. Μονάχα νοιώθεις πόνους και εξάντληση. Το λαρύγγι καίει, το σάλιο σου σώθηκε, ξεραίνεται το στόμα και το παγούρι χτυπά στα μεριά σου κούφιο δίχως νερό, ο ιδρώτας ξινίζει τα μάτια σου, γαργαλά τη μύτη. Η σιδερένια κάσκα που σου καίει πυρωμένη το μυαλό, το ξεροτηγανίζει σα μέσα σε χαλκοματένια κατσαρόλα. Τα μάτια πονάνε και βλέπεις αναγκαστικά μόνο το διπλανό σου που βαδίζει στην τετράδα σου». Επίσης, η τακτική των Τούρκων για φθορά των Ελλήνων, οι καταδρομικές επιθέσεις τους και η οπισθοχώρηση στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας επέφεραν μεγαλύτερη κόπωση στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, ενώ παράλληλα η ενίσχυση των Κεμαλικών σε όπλα και πολεμοφόδια από ξένες δυνάμεις και το πλαγιοχτύπημα των ελληνικών θέσεων άμυνας από τους Τούρκους μέσω ιταλοκρατούμενων περιοχών της Μικράς Ασίας τον Αύγουστο του 1922 είχαν ως συνέπεια το σπάσιμο του μετώπου και την άτακτη υποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων.

 

συνεχίζεται

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!