Νερό και Γεωργία

1
1765

Του Ομότ. Καθηγητή Νικόλαου Σιδηρά,
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών


 

Εισαγωγή
Η φυτική παραγωγή στην Ελλάδα, όπως και στο Νομό μας, αντιμετωπίζει προβλήματα που σχετίζονται αφενός με την εποχιακή ανισοκατανομή των παροχών νερού και αφετέρου με την ανομβρία των καλοκαιρινών μηνών. Οι προβλέψεις των μετεωρολόγων συμπίπτουν για μελλοντικές περιόδους ανομβριών και για την απαρχή φαινομένων ερημοποίησης.
Από όλους τους Δήμους του Νομού της Δράμας, ο Δήμος Δοξάτου, ανήκει στους προνομιούχους από άποψη αριθμού πηγών και παροχών νερού προς άρδευση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Από το διαθέσιμο νερό για την άρδευση των καλοκαιρινών καλλιεργειών, επηρεάζεται η παραγωγικότητα και η βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Η πείρα που έχει συσσωρευτεί μέχρι σήμερα σχετικά με την βελτίωση της αποδοτικότητας του αρδευτικού νερού, απαιτεί από τους παραγωγούς την παρακολούθηση του συνολικού συστήματος (π.χ. λειτουργία πηγών, τρόποι μεταφοράς του νερού, εφαρμογή του νερού στις καλλιέργειες κ.λπ.). Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στον περιορισμό των απωλειών του νερού από τα δίκτυα της άρδευσης, από το σύστημα της άρδευσης και από την ανεξέλεγκτη απόληψη νερού από τις γεωτρήσεις. Προβλήματα με το αρδευτικό νερό στο Νομό μας προκύπτουν και με την οργάνωση των ημερομηνιών της άρδευσης, με τις αμειψισπορές, όπως και με το μέγεθος του κλήρου των παραγωγών.
Η Γεωργία μας σήμερα εισέρχεται σε μία νέα φάση, το σύστημα παραγωγής τροφίμων και πρώτων υλών οφείλει να λαμβάνει υπόψη: α) το είδος της καλλιέργειας και την απόδοση, β) την ποιότητα και την υγιεινή των προϊόντων και γ) τις επιπτώσεις που έχουν οι βασικές επεμβάσεις των παραγωγών σε παραμέτρους του φυσικού περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη έμφαση μελλοντικά αξίζει να δοθεί στις καλλιέργειες από τις οποίες παράγονται τα βασικά τρόφιμα για το άνθρωπο και οι αναγκαίες τροφές για την κτηνοτροφία.

Ο φυσικός πόρος νερό
Ως γνωστόν, ο Νομός Δράμας και όλως ιδιαίτερα ο Δ. Δοξάτου διαθέτει αρκετές πηγές και γεωτρήσεις και είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες σε νερό που έχει η αρδευόμενη γεωργία όπως και η ύδρευση. Οι απαιτήσεις των καλλιεργειών σε ποιότητα νερού δεν αποκλίνουν πολύ, συγκρινόμενες με αυτές που έχουν από το νερό οι άνθρωποι και τα ζώα. Στη φυτική παραγωγή, όπως έχει αποδείξει η γεωργική εμπειρία, καθοριστικό ρόλο παίζουν η παρουσία στο νερό της άρδευσης του βορίου και κάποιων αλάτων. Μέχρι και σήμερα, η παρακολούθηση που διεξάγεται από την Αρμόδια Υπηρεσία του Νομού μας δεν αναφέρει οτιδήποτε σχετικό με την ακαταλληλότητα του νερού για την άρδευση των καλλιεργειών. Από παλαιότερες έρευνες όμως (Σαχάμπι, 1982) γνωρίζουμε ότι, στα νερά του ποταμού Αγγίτη έχουν προσδιοριστεί άλατα φωσφορικών, αμμωνιακών και νιτρικών. Για την παρουσία των αλάτων αυτών στα νερά του Αγγίτη χρεώνονται οι γεωργικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στις βορειότερες περιοχές του Νομού μας. Πάντως όλα τα νερά των μικρών ή μεγάλων ποταμών του Νομού μας ελέγχονται από τους ειδικούς της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δράμας. Αξιολογείται προς την ορθή κατεύθυνση ο έλεγχος που γίνεται στα νερά της περιοχής μας για την καταλληλότητά τους για την άρδευση και την ύδρευση. Ειδικότερα, σε περιοχές όπου το νερό από τα πηγάδια και τις γεωτρήσεις εκμεταλλεύεται από τους ανθρώπους προς πόσην, συνιστάται να γίνεται έλεγχος στα νερά σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα, ως προς την παρουσία σε αυτά κάποιων επιβλαβών αλάτων και ζιζανιοκτόνων.
Πρόβλημα με το νερό θα αντιμετωπίσει μελλοντικά και η περιοχή μας, όπως προκύπτει από τις δημοσιεύσεις των Μετεωρολόγων. Η αρδευόμενη γεωργία οφείλει να σκεφθεί τρόπους αποταμίευσης νερού και τεχνολογίες για υπόγειες δυνατότητες διοχέτευσης και αποθήκευσης νερού (π.χ. πηγάδια και γεωτρήσεις). Η υπόγεια στάθμη του νερού, σε περιοχές όχι μακριά από παραγωγικές πηγές, απαντάει σε σχετικά μικρό βάθος (0,5 έως 7 μέτρων). Σε περιοχές της χώρας μας με σχεδόν παρόμοια χαρακτηριστικά, π.χ. στον κάμπο της Θεσσαλίας, η υπόγεια στάθμη του νερού βρίσκεται σε πολύ μεγαλύτερα βάθη (~ στα 60 μέτρα). Από την αποθήκευση νερού στο υπέδαφος δημιουργούνται οι συνθήκες εκείνες που αποτρέπουν ενδεχόμενες μελλοντικές καθιζήσεις των εδαφών, όμως σε περιόδους ισχυρών και παρατεταμένων βροχοπτώσεων, ευνοούνται τα πλημμυρικά φαινόμενα.
Η αποτροπή απωλειών νερού, είτε πρόκειται για νερά άρδευσης, είτε για ύδρευση, είτε για βιομηχανική χρήση, ενδιαφέρει όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Γενικώς, για τα θέματα του νερού και ειδικότερα για τη λειτουργία και απόδοση των αρδευτικών δικτύων κρίνεται, εκ των ων ουκ άνευ, η ομαλή συνεργασία μεταξύ των Οργανισμών των Τ.Ο.Ε.Β. και των Οργανώσεων/Ομάδων των παραγωγών. Από τα πλέον σημαντικά έργα στον τομέα των αρδεύσεων – στραγγίσεων που έχουν κατασκευαστεί μέχρι τώρα στο Νομό μας, εκτιμάται, ότι είναι αυτό της αποστράγγισης των Τεναγών Φιλίππων την περίοδο 1930-1940 από τους Ολλανδούς.
Οι παραγωγοί μας πρέπει να δίνουν έμφαση στα μέτρα που συμβάλλουν στο να αποφεύγονται οι απώλειες του νερού. Η κατάλληλη εφαρμογή των μέτρων θα οδηγήσουν σε μείωση του κόστους του νερού, του ρεύματος, της εργασίας, συνακόλουθα και στο τελικό κόστος της παραγωγής. Από καθαρά φυτοκαλλιεργητική άποψη, η άρδευση των καλλιεργειών (π.χ. του καλαμποκιού, του βάμβακος, της μηδικής, του ηλίανθου και της τομάτας κ.λπ.) όταν οι θερμοκρασίες της ελεύθερης ατμόσφαιρας σκαρφαλώνουν πάνω από τους 30°C, συνιστάται η αναβολή της άρδευσης, σε αντίθετη περίπτωση, οι απώλειες του νερού με την εξάτμιση μπορεί να υπερβούν και το 50% της εφαρμοζόμενης αρδευτικήςδόσης. Οι υψηλές θερμοκρασίες της αέριας ατμόσφαιρας διαμορφώνουν διαφορές, σε σύγκριση με αυτές του ανώτερου εδάφους, που ξεπερνούν τους 25°C. Αυτής της τάξης μεγέθους διαφορές στην θερμοκρασία υποβαθμίζουν τις φυσιολογικές λειτουργίες των ριζών, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η αποτελεσματικότητα του νερού και να διογκώνεται το κόστος της παραγωγής. Οι απώλειες σε καρπό των καλλιεργειών, όταν οι αρδεύσεις κατά τους καλοκαιρινούς μήνες πραγματοποιούνται τις μεσημβρινές ώρες, αγγίζουν συνήθως αντιοικονομικά ποσοστά. Οι αρδεύσεις όταν γίνονται κατά τις μεσημβρινές ώρες της ημέρας εγκλωβίζουν αέρα στο πορώδες σύστημα στα 0-30cm βάθος του εδάφους και έτσι προκαλείται το φαινόμενο της «υστέρησης». Το φαινόμενο αυτό δυσχεραίνει την πρόσληψη του νερού υπό των ριζών. Αρδεύσεις που γίνονται κατά τις νυχτερινές ώρες περιορίζουν σημαντικά το δυναμικό της εξάτμισης, δηλαδή τις δυνάμεις αντίστασης στη διήθηση του νερού στις βαθύτερες ζώνες του εδάφους και ευνοούν την αποτελεσματικότητα του νερού της άρδευσης.
Για να διαμορφωθούν αυξητικές συνθήκες στις αποδόσεις των καλλιεργειών και ταυτόχρονα να εξουδετερωθούν πιθανές πηγές σπατάλης νερού, οι παραγωγοί θα πρέπει να επιλέξουν, αφενός την κατάλληλη στιγμή της άρδευσης και αφετέρου το αποτελεσματικότερο σύστημα της άρδευσης. Από τα κυριότερα συστήματα της άρδευσης που εφαρμόζονται στην πράξη , π.χ. η κατάκλυση, η άρδευση με αυλάκια, η τεχνητή βροχή, η στάγδην άρδευση και η υπόγεια άρδευση, η στάγδην άρδευση, μετά από την υπόγεια άρδευση, υπερτερεί όλων των άλλων όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα του νερού. Προτεραιότητα στη στάγδην άρδευση πρέπει να δίνεται σε επικλινείς εκτάσεις, σε αμμώδη και σε πολύ βαριάς σύσταση εδάφη, τόσο στις δενδρώδεις, όσο και στις ετήσιες γραμμικές καλλιέργειες. Η στάγδην άρδευση πρέπει να προηγείται σε προτίμηση και για τις ειδικές εκείνες περιοχές που το νερό αποκτάται με υψηλό κόστος και υπάρχει μεγάλη ανάγκη για παραγωγή τροφίμων, ζωοτροφών και πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες.

Άρδευση και καλλιέργεια φυτών
Η σωστή εφαρμογή του νερού της άρδευσης στις καλοκαιρινές καλλιέργειες έχει άμεσο αντίκτυπο στην: α) μείωση της ενέργειας, β) στην αποτελεσματικότητα της λίπανσης και της φυτοπροστασίας και γ) στις τελικές αποδόσεις των καλλιεργειών.
Για να επιτύχουν οι παραγωγοί αυξήσεις στις αποδόσεις των καλλιεργειών, με ταυτόχρονη εξουδετέρωση πιθανών πηγών σπατάλης νερού, θα πρέπει να επιλέξουν την χρονική στιγμή της άρδευσης και προπαντός το κατάλληλο σύστημα της άρδευσης. Τα κυριότερα, γνωστά μέχρι τώρα, συστήματα της άρδευσης που εφαρμόζονται στην ελληνική γεωργική πράξη έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω.
Σε αρκετούς Δήμους του Νομού Δράμας, ειδικότερα στο Δ. Δοξάτου, οι αρδεύσεις των μεγάλων καλλιεργειών στην πεδινή ζώνη γίνεται κυρίως με κατάκλυση και με αυλάκια, η δε απόληψη του νερού γίνεται από τα αρδευτικά κανάλια, σε μικρή έκταση και από τις γεωτρήσεις. Οι αρδεύσεις πραγματοποιούνται βάσει προγραμμάτων που καταρτίζονται σε συνεργασία μεταξύ τεχνικών των Τ.Ο.Ε.Β. και των εκλεγμένων ομάδων παραγωγών. Μόνο όταν η άρδευση μιας καλλιέργειας γίνεται με τα συστήματα της τεχνητής βροχής και της στάγδην άρδευσης μπορούν οι παραγωγοί να ελέγξουν, σε ένα καλό βαθμό, τον χρόνο, τη δόση και την ένταση της χορήγησης του νερού στις καλλιέργειες. Στο Νομό Δράμας οι αρδεύσεις των μεγάλων καλλιεργειών τους καλοκαιρινούς μήνες πραγματοποιούνται με τα συστήματα της κατάκλυσης του αγρού με νερό από τα κανάλια και σε μικρότερο βαθμό μέσω της τεχνητής άρδευσης. Για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του νερού, είναι σκόπιμο, οι αρδεύσεις να εδράζονται στα κλιματικά δεδομένα της περιοχής, στα εδαφολογικά στοιχεία και στις πραγματικές ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό. Από την εμπειρία στα θέματα της άρδευσης έχει διαφανεί ό,τι, όταν ο βαθμός κάλυψης του πορώδους συστήματος του αγρού με νερό σε ποσοστό μέχρι 90%, είναι το ιδανικότερο για την ομαλή φυσιολογική λειτουργία των ριζών. Το προσανατολιστικό στοιχείο της έναρξης της άρδευσης όμως, θεωρείται το ποσοστό του διαθέσιμου στα φυτά νερού του εδάφους (ΔΝ). Το ΔΝ του εδάφους δεν πρέπει να καταναλώνεται από τα φυτά σε επίπεδα κάτω του 30%. Το διαθέσιμο στα φυτά νερό του εδάφους υπολογίζεται, αν από το νερό στο σημείο της υδατοχωρητικότητας του εδάφους ( % νερού σε τιμή στράγγισης με δυνάμεις pF 1,7 ή 330 cm στήλης νερού) αφαιρεθεί το νερό στο σημείο της μόνιμης μάρανσης του εδάφους (pF 4,2 ή 15 bar). Είναι δυνατό να γίνει οικονομία νερού στις αρδευτικές δόσεις αν στο σύστημα της κατάκλυσης του αγρού, η δόση του νερού υπολογιστεί με βάση τις φυσικές ιδιότητες του αγρού (ήδη αναφέρθηκαν) και υπάρξει η αναμενόμενη καλή συνεργασία μεταξύ των υπευθύνων των Τ.Ο.Ε.Β. και των ομάδων των παραγωγών. Η εκάστοτε περιεκτικότητα του νερού στο έδαφος μπορεί να προσδιορίζεται με την βοήθεια των τασιμέτρων (είναι απλά και πολύ φτηνά όργανα) τα οποία τοποθετούνται σε μερικά σημεία του αγρού σε επιλεγμένες από τους υπευθύνους θέσεις και βάθη. Οι αναγνώσεις για την υπάρχουσα εκάστοτε περιεκτικότητα νερού στο έδαφος γίνεται στην βαθμονομημένη κεφαλή των τασιμέτρων.
Έχοντας υπόψη τις τιμές της υγρασίας του εδάφους από τα τασίμετρα και τις τιμές για τις υπόλοιπες παραμέτρους του εδάφους, μπορεί να υπολογιστεί η αρδευτική δόση. Στη συνέχεια δίδεται ένα παράδειγμα υπολογισμού με πραγματικές τιμές από διαφορετικά εδάφη του κάμπου του Δ. Δοξάτου:


ΔΥ = διαθέσιμη υγρασία εδάφους (Υδατοχωρητικότητα =22% β.ξ.ε.)-(σημείο μόνιμης μάρανσης = 10% β.ξ.ε.).
Φ.Ε.Β. = φαινόμενο ειδικό βάρος ξηρού εδάφους (=1,35 gr/cm3 εδάφους).
ΒΕΡ = βάθος ενεργού ριζοστρώματος φυτών σε μέτρα (=0,60m).
ΥΕ = Ποσοστό νερού που βρέθηκε στο έδαφος (=13%).
ΑΝΑ = Αποτελεσματικότητα νερού άρδευσης με το σύστημα της τεχνητής βροχής (= 90%, Κωνσταντινίδης 1975).

Η αποτελεσματικότητα μιας αρδευτικής δόσης νερού επηρεάζεται από το χρόνο της άρδευσης και από τον όγκο της παροχής νερού ανά μονάδα επιφάνειας αγρού, άρα πρέπει να γνωρίζουμε την διηθητική ικανότητα του αγρού. Η ιδιότητα αυτή έχει σχέση με τον τρόπο που διηθείται το νερό στο πορώδες σύστημα του αγρού από την επιφάνεια προς τις βαθύτερες ζώνες του ριζικού συστήματος των φυτών. Αν κατά την άρδευση, ανεξάρτητα από το σύστημα της άρδευσης, η ένταση της παροχής νερού υπερκαλύπτει την διηθητική ικανότητα του εδάφους, τότε ευνοείται το φαινόμενο του λιμνασμού και ο διαμελισμός των συσσωματωμάτων που απαντούν στην επιφάνεια του αγρού. Το φαινόμενο αυτό ευνοεί τελικώς τον σχηματισμό της «κρούστας», η οποία δεν επιτρέπει να αναδυθούν τα φυτάρια στην ελεύθερη ατμόσφαιρα και τελικώς καταστρέφονται, συνήθως, από σηψημύκητες. Επιπροσθέτως αυξάνονται οι απώλειες του νερού με την εξάτμιση, την διάβρωση και μέσω της έκπλυσης απομακρύνονται υπολογίσιμες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων από το αρόσιμο βάθος του αγρού.
Η διήθηση του νερού κατά την άρδευση είναι ταχύτερη κατά τα πρώτα 15 λεπτά της ώρας και μετά από το αρχικό αυτό στάδιο η πορεία της βαίνει φθίνουσα. Η κίνηση του νερού στο έδαφος επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων του εδάφους, με σημαντικότερους: α) την κοκκομετρική σύσταση, β) την δομή, γ) την ποιότητα των συσσωματωμάτων και δ) την οργανική ουσία. Οι παράγοντες β και γ ευνοούνται όταν το έδαφος είναι κορεσμένο με ασβέστιο και μαγνήσιο και μακροπρόθεσμα βελτιώνεται η διηθητική ικανότητα του νερού στο έδαφος. Αντίθετα, το νάτριο και σε μικρότερο βαθμό και το κάλιο, επιδρούν αρνητικά στις δύο προαναφερθέντες παραμέτρους του εδάφους, συνακόλουθα και στην διηθητική ικανότητα του νερού στο έδαφος.
Η συχνότερα εφαρμοζόμενη μέθοδος μέτρησης της διηθητικής ικανότητας του εδάφους είναι αυτή των ομοκέντρων κυλίνδρων και δευτερευόντως η συσκευή Mariott. Όπως έχει επισημανθεί, η διήθηση του νερού είναι σημαντικά υψηλότερη στα πρώτα 15 λεπτά της ώρας και έχει μια φθίνουσα πορεία σε σχέση με τον χρόνο της διήθησης. Το χρονικό διάστημα των μετρήσεων μετά από τα πρώτα 15-20 λεπτά αποκαλείται ως βασική ή τελική διηθητικότητα. Η δε αύξηση της διηθούμενης ποσότητας νερού σε συνάρτηση με τον χρόνο της διήθησης καλείται ως αθροιστική ή συσσωρευτική διήθηση και παρίσταται με την ακόλουθη μορφή:
D = ΚΤn
Όπου : D = αθροιστική ή συσσωρευτική διήθηση σε cm απορροφηθέντος ύψος νερού
Κ = διήθηση νερού στην πρώτη μονάδα μέτρησης του χρόνου σε cm.
Τ = παραμονή νερού στο έδαφος στα πρώτα λεπτά της ώρας και n = κλίση της γραμμής συσχέτισης, αυτή κυμαίνεται από 0,3-0,8.
Η αθροιστική διήθηση μας επιτρέπει να υπολογίσουμε αφενός το απορροφηθέν ύψος νερού σε κάθε χρονικό διάστημα από την έναρξη της εφαρμογής του νερού στο έδαφος, όπως επίσης και τον χρόνο της απορρόφησης από το έδαφος της συγκεκριμένης αρδευτικής δόσης, αφετέρου. Για τις περιοχές όπου αξιοποιούνται τα αρδευτικά δίκτυα, οι ειδικοί κατασκευάζουν τις τυπικές καμπύλες σε σύστημα ορθογώνιων συντεταγμένων, που αφορούν τα χρονικά διαστήματα από την έναρξη, την αποκαλούμενη ως στιγμιαία διηθητικότητα και τη μέση ταχύτητα διήθησης του νερού από το χρόνο εφαρμογής του σε μια ορισμένη επιφάνεια του αγρού.
Οι τιμές Κ και n στην πιο πάνω σχέση εξαρτώνται από τον τύπο του εδάφους, από το πορώδες σύστημά τους και από την υπάρχουσα στο έδαφος υγρασία προ της έναρξης της άρδευσης. Οι συνήθεις τιμές για την Κ στα μέτριας σύστασης εδάφη κυμαίνονται γύρω στα 30 cm/ώρα, στα συνεκτικά αργιλώδη εδάφη οι τιμές πέφτουν στο 1 cm/ώρα. Τιμές του n κάτω του 0,5 υποδηλώνουν βραδεία διήθηση νερού στο πορώδες σύστημα του εδάφους.
Οι παραγωγοί πρέπει να θυμούνται ότι οι καλλιέργειες από το στάδιο της ανάδυσης των φυτών μέχρι το στάδιο προ της ωρίμανσης των καρπών, δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες σε νερό. Για το καλαμπόκι, επί παραδείγματι, μέχρι την εμφάνιση της ταξιανθίας (φούντα) οι απαιτήσεις του σε νερό είναι σχετικά μικρές και αυξάνονται σημαντικά μετά από αυτό το στάδιο της ανάπτυξης. Υπενθυμίζεται, ότι το ύφος των φυτών δεν αποτελεί ένα, απολύτως ασφαλές κριτήριο, για τον όγκο της τελικής απόδοσης της καλλιέργειας.
Υπάρχει αρκετά μεγάλη εμπειρία στη χώρα μας σχετικά με τις αρδεύσεις, σε ειδικά προς τούτο πειράματα, έχει αποδειχτεί πως μπορεί να γίνει σημαντική εξοικονόμηση νερού μέχρι ποσοστού 30-40% ή να μειωθούν κατά 2-3 οι αρδευτικές δόσεις. Η επιτυχία ενός τέτοιου στόχου, προϋποθέτει, την λήψη κάποιων μέτρων, όπως: α) εκτίμηση του κριτικού σταδίου της καλλιέργειας, β) το έλλειμμα σε αφομοιώσιμο νερό του εδάφους, γ) την διηθητική ικανότητα του νερού στο έδαφος και δ) την επιλογή του αποτελεσματικότερου συστήματος της άρδευσης. Δεν συνιστάται ο αγρός, μετά από την άρδευση να απαντά για ένα, σχετικά, μεγάλο χρονικό διάστημα υπό συνθήκες κατάκλυσης όλων των πόρων από το νερό. Διότι τέτοιες συνθήκες ευνοούν το φαινόμενο των απωλειών του νερού με την αξατμισοδιαπνοή, προπάντων όμως, αδρανοποιούν τις φυσιολογικές λειτουργίες του ριζικού συστήματος των φυτών λόγω έλλειψης του αναγκαίου οξυγόνου και λόγω της υπερσυσσώρευσης, του ανεπιθύμητου, διοξειδίου του άνθρακα στη ριζόσφαιρα. Το ριζικό σύστημα των ετήσιων καλλιεργειών καταναλώνει στο στάδιο της κύριας ανάπτυξής του τον μεγαλύτερο όγκο σε 02 από οποιοδήποτε άλλο όργανό του. Η κατανάλωση έχει μετρηθεί στο 1 mg 02 / 1 gr ξηρό βάρος ρίζας, την ίδια χρονική περίοδο για τα υπόλοιπα όργανά του η αντίστοιχη τιμή περιορίζεται κάτω από το 0,5. Με το φαινόμενο της διαπνοής εκλύονται από τις ρίζες των ετήσιων φυτών περίπου 60 cm3 C02/ 24 h / kg ριζών, ενώ από τη φυλλωσιά τους εκλύονται μόνο 25cm3 C02.
Συγκρίσιμες μελέτες σε αγρούς με καλαμπόκι αποδείχτηκε, πως στο στάδιο της κύριας ανάπτυξή του, καταναλώνει πολύ C02 που έχει ως πηγή προέλευσης το έδαφος (αναπνοή εδάφους) και την ελεύθερη ατμόσφαιρα. Στο σχήμα 1 παρίσταται η πορεία της αφομοίωσης του C02 από τα υπέργεια όργανα του καλαμποκιού μέσω της φωτοσύνθεσης. Η αφομοίωση του C02 είναι καταφανώς μεγαλύτερη από τα κορυφαία φύλλα του καλαμποκιού, συγκρινόμενη, με αυτήν που αφομοιώνεται από την κατώτερη συστάδα φύλλων. Επίσης δείχνεται, πως οι περιεκτικότητες του C02 στο έδαφος μεταβάλλονται προς την ακριβώς αντίθετη πορεία, σε σχέση με την πορεία που διαγράφει η φωτοσύνθεση (βλ. σχήμα 1 ). Το καλαμπόκι ανήκει στα φυτά του βιολογικού κύκλου C4 και προσλαμβάνει, σχεδόν, τον μεγαλύτερο όγκο σε C02 από τις περισσότερες ετήσιες γραμμικές καλλιέργειες. Μέσω της καθαρής φωτοσύνθεσης το καλαμπόκι αφομοιώνει 46-63 mg C02.dm2.h-1 , ενώ το σιτάρι, σε αντιπαραβολή, μόνο 17-31 mg C02.dm2.h-1, δηλαδή 2,3 φορές περισσότερο C02 (Zelitch 1981). Ενδέχεται, οι μεγαλύτερες αποδόσεις του καλαμποκιού στα εδάφη των Τεναγών Φιλίππων, σε σύγκριση με τα ανόργανα εδάφη της ίδιας περιοχής, να οφείλονται, σε κάποιο ποσοστό, και στην μεγαλύτερη σε όγκο έκλυση από αυτά του C02. Από ένα τέτοιο φαινόμενο σίγουρα καλύπτονται σε μεγαλύτερο βαθμό οι υψηλές απαιτήσεις του καλαμποκιού σε C02. Ενώ τα οργανικά εδάφη του Τυρφώνα Φιλίππων εκλύουν περισσότερο C02 προς την ελεύθερη ατμόσφαιρα απ’ ό,τι τα ανόργανα, το καλαμπόκι, εξαιτίας των υψηλών αναγκών που εκδηλώνει στο C02 κατά την κύρια αναπτυξιακή του φάση και τον σχετικά μεγάλο αναπτυξιακό του κύκλο, μπορεί να χαρακτηριστεί, ως μία σημαντική καλλιέργεια, που συμβάλλει σε υψηλό επίπεδο στην άμβλυνση/εξισορρόπηση του ισοζυγίου της ρύπανσης της ατμόσφαιρας με C02 εδαφικής προέλευσης (αναπνοή εδάφους).

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1. Σε επικλινείς εκτάσεις, σε αμμώδη και σε πολύ βαριάς σύστασης εδάφη και όπου δεν υπάρχει άφθονο νερό, συνιστάται η στάγδην άρδευση με γλυκό νερό.
2. Σε καλλιέργειες όπως: το καλαμπόκι, το βαμβάκι, η μηδική, η τομάτα κ.λπ., που αρδεύονται με κατάκλυση (δίκτυα) να αποφεύγονται τα πλημμυρικά φαινόμενα (υπεράρδευση), διότι το ριζικό σύστημα των φυτών υπολειτουργεί λόγω έλλειψης 02.
3. Να επιδιώκεται η συμβουλευτική άρδευση, δηλαδή να επαναλαμβάνεται η άρδευση όταν η διαθέσιμη στα φυτά υγρασία του εδάφους βρίσκεται στο επίπεδο του 30% περίπου.
4. Να μειώνονται, τόσο η δόση του νερού, όσο και ο αριθμός των αρδεύσεων μετά από το στάδιο της ωρίμανσης των καρπών.
5. Να αποφεύγονται οι αρδεύσεις κατά τις μεσημβρινές ώρες κατά την καλοκαιρινή περίοδο, διότι αυξάνεται αφενός, η εξατμισοδιαπνοή και διαταράσσεται ο ρυθμός της πρόσληψης των θρεπτικών στοιχείων από τις ρίζες των φυτών, αφετέρου.
6. Ο προγραμματισμός και η διενέργεια των αρδεύσεων να γίνεται σε συνεργασία μεταξύ των ειδικών του Τ.Ο.Ε.Β. και των υπευθύνων των ομάδων των παραγωγών.
7. Όπου υπάρχει πολύ κερματισμός των εκμεταλλεύσεων συνιστάται ο αναδασμός.
8. Η άρδευση των μεγάλων καλλιεργειών από τις γεωτρήσεις πρέπει να γίνεται, λαμβάνοντας υπόψη, το βάθος της υπόγειας στάθμης του νερού και την πυκνότητα των γεωτρήσεων ανά αρδευόμενη επιφάνεια γης.
9. Τα αξιοποιούμενα αρδευτικά-αποστραγγιστικά έργα και οι μηχανικές κατασκευές να συντηρούνται σε προγραμματισμένα χρονικά διαστήματα.
10. Οι προβλέψεις των μετεωρολόγων συνηγορούν στην μείωση μελλοντικά των βροχοπτώσεων, άρα η πρόβλεψη για κατασκευή κατάλληλων έργων, όπως για παράδειγμα ταμιευτήρων νερού, πρέπει να απασχολήσει τους ειδικούς και οπωσδήποτε τους παραγωγούς.
11. Στο Νομό μας τα εδάφη του λεκανοπεδίου έχουν μελετηθεί και χαρτογραφηθεί διαδοχικά από τρία διαφορετικά Ιδρύματα, άρα είναι διαθέσιμα όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την εκτίμηση των αναγκών των καλλιεργειών σε νερό και για την σωστή λειτουργία των αρδευτικών συστημάτων.
Σχήμα 1. Ημερήσια πορεία Φωτοσύνθεσης για το σύνολο των υπέργειων οργάνων του καλαμποκιού, για την επιφανειακή στιβάδα φύλλων (1) και για την κατώτερη στιβάδα (2), όπως και οι συγκεντρώσεις του C02 στο ανώτερο έδαφος. Δείκτης φυλλικής επιφάνειας 1,67.(αναφ. από Καραμάνο, 2011).
wΤα ανώτερα φύλλα μιας συστάδας φωτοσυνθέτσυν πιο έντονα.
wΤα κατώτερα φύλλα μιας συστάδας ελάχιστα συμβάλλουν στη φωτοσυνθετική δραστηριότητα της φυτείας.
wΛόγω της έντονης σκίασης ο ρυθμός της φωτοσύνθεσης πέφτει ακόμη και κατά τις ώρες με έντονη ηλιοφάνεια.
wΜέτρα για αύξηση της φωτοσύνθεσης όπως ποικιλίες με όσο το δυνατό πιο κάθετη στο φως θέση φύλλων επηρεάζουν θετικά την τελική απόδοση της καλλιέργειας.

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!