Γράφει ο Αχιλλέας Παπαδόπουλος, Ειδικός Καρδιολόγος
Ο καρδιολογικός ασθενής ενίοτε χρειάζεται να νοσηλευτεί σε κάποια καρδιολογική κλινική. Αυτό θα γίνει είτε λόγω ανάγκης χορήγησης ενδοφλέβιων φαρμάκων με πιθανές επικίνδυνες παρενέργειες είτε λόγω εμφάνισης κλινικών καταστάσεων δυνητικά επικίνδυνων για τη ζωή, οι οποίες επιβάλλουν την ενδονοσοκομειακή παραμονή για παρακολούθηση και αντιμετώπιση. Η νοσηλεία, όμως, σε μια κλινική, όσο απαραίτητη και να είναι, δεν είναι άμοιρη δυσάρεστων επακόλουθων, όπως η ψυχολογική και οικονομική επιβάρυνση του ασθενούς και της οικογένειας του, το αυξημένο οικονομικό κόστος για το κοινωνικό σύνολο, καθώς και ο κίνδυνος ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Πότε, λοιπόν, είναι πραγματικά απαραίτητη η νοσηλεία ενός ασθενούς για καρδιολογικά αίτια και πότε αυτή μπορεί να αποφευχθεί και να αντικατασταθεί με ιατρική παρακολούθηση κατ’ οίκον;
Μια από τις πιο συνηθισμένες αιτίες για τις οποίες κάποιος αναζητά τη συμβουλή του καρδιολόγου είναι το οξύ θωρακικό-προκάρδιο άλγος. Το πρώτο και βασικό καθήκον του ιατρού σε μια τέτοια περίσταση είναι να αποφασίσει εάν η ασθένεια απειλεί τη ζωή του εξεταζόμενου. Η απόφαση αυτή θα στηριχτεί στο είδος του πόνου που περιγράφει ο ασθενής, στο προηγούμενο ιστορικό του, στα κλινικά ευρήματα, στα ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα και, τέλος, στα εργαστηριακά ως τα καρδιακά ένζυμα και απεικονιστικά ευρήματα από το υπερηχογράφημα και την ακτινογραφία. Ένας μεγάλος αριθμός πληροφοριών είναι, λοιπόν, στη διάθεση του ιατρού και αυτός θα πρέπει να τις αξιολογήσει σχετικά γρήγορα ώστε να αποφασίσει για το τι θα συστήσει στον ασθενή του: να επιστρέψει στο σπίτι του εφόσον δεν πάσχει από κάποια επικίνδυνη νόσο, να παραμείνει για παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία ή να εισαχθεί στην καρδιολογική κλινική για περαιτέρω έλεγχο και αντιμετώπιση; Για να γίνει εφικτή η μείωση των όχι απαραίτητων εισαγωγών λόγω προκάρδιου άλγους στις καρδιολογικές κλινικές, μια καλή ιδέα είναι η δημιουργία ιατρείων θωρακικού άλγους δίπλα στα εξωτερικά ιατρεία και το τμήμα των επειγόντων περιστατικών. Στα ιατρεία αυτά θα παρακολουθούνται για περίπου έξι ώρες οι ασθενείς με χαμηλή υποψία για έμφραγμα μυοκαρδίου και, αφού αυτό αποκλειστεί με διαδοχικά ηλεκτροκαρδιογραφήματα και μετρήσεις των καρδιακών ενζύμων και ο πόνος δεν επανέλθει, θα μπορούν να επιστρέφουν στο σπίτι τους. Σε αμφίβολες περιπτώσεις θα μπορεί ενδεχομένως να συνιστάται ανάπαυση στο σπίτι και μετά από μερικές ημέρες γίνεται δοκιμασία κοπώσεως, προκειμένου να αποκλειστεί με σχετική ασφάλεια η πιθανότητα σοβαρής στεφανιαίας νόσου. Εδώ αναμένεται να συνεισφέρει η εξέλιξη και ευρεία διάδοση της αξονικής στεφανιογραφίας.
Μια άλλη αιτία που αναγκάζει τον καρδιολογικό ασθενή να αναζητήσει τη βοήθεια του ιατρού του σε επείγουσα βάση είναι η ξαφνική έλευση μιας αρρυθμίας, η οποία συχνότερα έχει τη μορφή της κολπικής μαρμαρυγής. Η κολπική μαρμαρυγή δίνει στον σφυγμό και στην ακρόαση του καρδιακού ρυθμού την εικόνα της πλήρους αρρυθμίας και συχνά μπορεί να συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση των καρδιακών παλμών-σφυγμών στους 160, 170, μπορεί και 180 το λεπτό. Με την εξαίρεση κάποιων ασθενών που δεν αισθάνονται την αρρυθμία, οι περισσότεροι έχουν το δυσάρεστο αίσθημα των ακανόνιστων και γρήγορων παλμών-φτερούγισμα, κόπωση, ενίοτε ζάλη ή και τάση προς λιποθυμία και, μερικές φορές, πόνο ή δύσπνοια. Όταν αντιμετωπίζουμε στο τμήμα επειγόντων έναν ασθενή με κολπική μαρμαρυγή προσφάτου ενάρξεως έχουμε δυο στόχους: πρώτον να μειώσουμε τους παλμούς του και, δεύτερον, να αποκαταστήσουμε τον φυσιολογικό ρυθμό. Για να γίνει αυτό χρησιμοποιούμε διάφορα φάρμακα, τα οποία χορηγούμε ενδοφλεβίως ή από το στόμα, οπότε μειώνουν τους παλμούς της καρδιάς και έχουν αντιαρρυθμική δράση. Όμως μπορεί να έχουν παρενέργειες, κυρίως να προκαλέσουν βραδυκαρδία, οι σφυγμοί να είναι κάτω από 50 ή και 40 το λεπτό. Για τον λόγο αυτό, πολλές φορές οι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή προσφάτου ενάρξεως πρέπει να εισαχθούν στο νοσοκομείο, προκειμένου να γίνει με ασφάλεια η ανάταξη της κολπικής μαρμαρυγής.
Ποια όμως είναι τα κριτήρια αυτά με τα οποία παίρνουμε την απόφαση για το αναγκαίο ή όχι της εισαγωγής; Πληροφορίες έχουμε εάν έχει προηγηθεί στο παρελθόν άλλο επεισόδιο κολπικής μαρμαρυγής και έχει γίνει φαρμακευτική ανάταξη χωρίς δυσάρεστες παρενέργειες. Σε αυτή την περίπτωση ο πάσχων τώρα στο σπίτι του μπορεί να πάρει από το στόμα τα ίδια ακριβώς φάρμακα της αποκατάστασης του φυσιολογικού ρυθμού και να περάσει η κρίση, βρισκόμενος σε επικοινωνία με τον ιατρό του. Ένα άλλο κριτήριο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ασθενής ανέχεται την αρρυθμία. Αν αυτή του προκαλεί μεγάλη πτώση της πίεσης και ζάλη, δύσπνοια ή πόνο στο στήθος, τότε η εισαγωγή στο νοσοκομείο είναι επιβεβλημένη. Τέλος, για την απόφαση εισαγωγής πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του το ιστορικό του ασθενούς. Αν δεν υπάρχουν άλλα προβλήματα με την καρδιά, μπορεί να παραμείνει στο σπίτι, ενώ σε περίπτωση με ιστορικό σοβαρής στεφανιαίας νόσου ή βαριάς καρδιακής ανεπάρκειας θα πρέπει να εισαχθεί στο νοσοκομείο.
Η αιφνίδια εμφάνιση συμπτωμάτων καρδιακής ανεπάρκειας είναι μια άλλη κατάσταση που οδηγεί τους ασθενείς σε αναζήτηση ιατρικής βοήθειας με πιθανό επακόλουθο την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο. Το πρήξιμο των ποδιών, το λαχάνιασμα σε ελάχιστη προσπάθεια ή σε ηρεμία και το απότομο ξύπνημα το βράδυ με την αίσθηση ότι λείπει αέρας σε βαθμό ώστε να ανακαθίσει στο κρεβάτι για να συνέλθει κάπως, είναι εκδηλώσεις καρδιακής ανεπάρκειας. Όταν συμβαίνουν αυτά για πρώτη φορά, ο ασθενής θα πρέπει να εισαχθεί στην καρδιολογική κλινική προκειμένου να αναζητηθεί η αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας και να γίνουν οι ανάλογες θεραπευτικές παρεμβάσεις. Εάν η χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια είναι γνωστή από καιρό, τότε σε απορρύθμιση η απόφαση για εισαγωγή στο νοσοκομείο θα πρέπει να λαμβάνεται πιο δύσκολα και καλύτερα είναι η αντιμετώπιση της να γίνεται στο σπίτι, πάντα βέβαια με τις συμβουλές και την επίβλεψη του θεράποντος ιατρού.
Πρόσφατα οι Tibaldi V. και συνεργάτες δημοσίευσαν στο περιοδικό Archives of Internal Medicine μια μελέτη για την κατ’ οίκον νοσηλεία ηλικιωμένων ασθενών σε απορρύθμιση χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας. Οι ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, σε αυτούς στους οποίους έγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο και σε αυτούς που παρέμειναν στο σπίτι, όπου οργανώθηκε συγκεκριμένο μοντέλο νοσηλείας με την επίβλεψη ιατρών και νοσηλευτών. Στην πρώτη ομάδα που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο ήταν ασθενείς που έμεναν μακριά από το νοσοκομείο, δεν είχαν επαρκή υποστήριξη από την οικογένεια τους, είχαν ανάγκη εντατικής παρακολούθησης ή υποστήριξης από αναπνευστήρα και, τέλος, εκτός από την καρδιακή ανεπάρκεια είχαν και άλλες προχωρημένες χρόνιες παθήσεις. Το εντυπωσιακό ήταν ότι οι ασθενείς που παρέμειναν σπίτι είχαν τα ίδια ποσοστά επιβίωσης στους έξι μήνες, το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι είχαν μικρότερα ποσοστά κατάθλιψης, καλύτερη κατάσταση θρέψης και ποιότητα ζωής, σημαντικά μικρότερο κόστος τόσο για τους ίδιους όσο και για το σύστημα υγείας.
Πρέπει, λοιπόν, να βελτιώσουμε τις δυνατότητες παροχής εξωνοσοκομειακής φροντίδας σε ηλικιωμένους ασθενείς με επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας, ώστε να αποφεύγεται η εισαγωγή τους στο νοσοκομείο. Για εκείνους που προτιμούν να παραμείνουν σπίτι πρέπει να οργανωθεί η κατ’ οίκον νοσηλεία με κατάλληλα εκπαιδευμένους νοσηλευτές και ιατρούς, σε συνεργασία, βέβαια, με νοσοκομειακές μονάδες. Τότε θα ωφελούνται περισσότερο οι πάσχοντες και, βεβαία, θα είναι μικρότερη η επιβάρυνση στο κοινωνικό σύνολο.