Της Νόρας Κωνσταντινίδου
Η πίστη στους ανθρώπους
δεν είναι μόνο αρετή,
αλλά ιερή, θεόσταλτη στοά,
από την οποία περνούν
όλες, οι αναρίθμητες αρετές.
Κοσμαγάπητος είναι ο Άγιος Νικόλαος κι αυτή δεν είναι φράση μεγαλόστομη και ούτε ανεξέλεγκτη. Αγαπήθηκε και τιμήθηκε ο Άγιος των Μύρων της Λυκίας σε Ανατολή και Δύση. Υμνήθηκε και προσκυνήθηκε από τους πιστούς της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Από τα στόματα λαϊκών και κληρικών καθολική υπήρξε η επίκληση του ονόματός του. Η φράση «Άγιε μου Νικόλα, βόηθα» ακούγεται συχνά στο πρώτο και στο δεύτερο ημισφαίριο της γης. Το εικόνισμά του με τη σεβάσμια μορφή του βρίσκεται σε διακριτό σημείο πάνω σε οποιοδήποτε πλεούμενο, από τα πλέον μικρά και ασήμαντα ως τα υπερωκεάνια ή και τα υποβρύχια του Ναυτικού, του Πολεμικού και του Εμπορικού στόλου. Από τα γνωστά σύγχρονα μεγαθήρια, τα τάνκερς, ή τα κομψά του τουριστικού εξοπλισμού, μέχρι τα μικρότερα σκάφη στα μικρολίμανα για διακίνηση ολοτρόγυρα (μικρής παρέας ανθρώπων), ακόμα και εκεί η παρουσία του Αγίου Νικολάου μέσα από λογιών-λογιών κάδρα φαίνεται να βλέπει τα πάντα, να καμαρώνει και να συγκινεί. «Δόξα και πάλι δόξα, Άγιε μου Νικόλα».
«Βόηθα με, Άγιε Νικόλα, κι έχω παιδί που “οργώνει” τις θάλασσες, κι εγώ σήμερα και προς χάρη της ονομαστικής εορτής σου σιταρώνω, ή αλευρώνω, ή και βαρβαρώνω», που πάει να πει: Είμαι πρόθυμη να κάνω κόλλυβα με σιτάρι, όπως κάνουν στην Κίο, να πλάσω κουλούρες με αλεύρι, όπως στα νησιά μας και σαράντα λογιών σπυριά να βράσω στη χύτρα για να μαγειρέψω Νικολοβάρβαρα, όπως κάνουν στη Μακεδονία. Κανείς δεν συμμετέχει στον κατ’ ιδίαν μονόλογο της νοικοκυράς του σπιτιού. Μόνο η επεμβατική αύρα του Αγίου την εμψυχώνει. Τόσο απλά, όσο στη σιωπή ο λόγος που ψιθυρίζεται και ο διάλογος που γίνεται ακούγεται αρκετά: «Άγιε Νικόλα, βοήθα… με! – Κούνα κι εσύ τα χέρια σου» είναι η συμβουλή που πάει παντού.
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 270. Απεβίωσε στις 6 Δεκεμβρίου του 343. Οι χρονολογίες που αφορούν τη γέννηση και τον θάνατο ορίζουν τη ηλικία των 73 χρόνων που έζησε, χωρίς ποτέ να έχει εγκαταλείψει τις υποχρεώσεις του. Στην ηλικία των 55 χρόνων συμμετείχε (το 325) στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας κι ο λόγος του εισακούσθηκε. Απέκτησε φίλους, αλλά καθαρός στο μυαλό ήρθε σε σύγκρουση με τον αιρετικό Άρειο, ίσως γιατί ποτέ δεν υπήρξε θεατής στα δύσκολα. Διάσημος για τα θαύματά του, έγινε δημοφιλής κι ακόμα και σήμερα θεωρείται από τους πιο αγαπημένους Αγίους. Είναι ο προστάτης των ναυτικών, των παιδιών και των φτωχών. Έγινε Επίσκοπος Μύρων ο Άγιος Νικόλαος και, όταν πέθανε, τον έθαψαν στον ομώνυμο ναό στο κέντρο της πόλης.
Το 808 Σαρακηνοί κατέλαβαν τα Μύρα και ο αρχηγός τους προσπάθησε με νταηλίκι αγριάνθρωπου να καταστρέψει τον τάφο του Αγίου. Δεν τα κατάφερε. Ο θρύλος λέει ότι ο πειρατής ζαλίσθηκε από την έντονη μυρωδιά του μύρου που ανάβλυζε μέσα από τον τάφο. Νόημα και ουσία στα γραφόμενα. Αφήνοντας στην άκρη τους θρύλους και τα παραμύθια, θέλουμε να ακουμπήσουμε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα παρακάτω στιχηρά προσόμοια: «Μύροις παροικήσας αισθητώς, μύρον αληθώς ανεδείχθης, μύρω χρισθείς νοητώ, Άγιε Νικόλαε, αρχιεράρχα Χριστού».
Στις 6 Δεκεμβρίου ταυτίζεται η ημερομηνία της επίσημης γιορτής του Αγίου Νικολάου με την εκκλησία μας του Αγίου Νικολάου στη Δράμα, η οποία και ορίζεται ως μία από τις επισημότερες εορτές του χρόνου. Ο ναός βρίσκεται στην καρδιά της πόλης μας, την πολιτεία των νερών της Δράμας. Το νερό δεν αφήνει εύκολα κενό στο πουθενά. Ο συναξαριστής στοχαστικά και προλαβαίνοντας τις παρεξηγήσεις από τη σύζευξη του γλυκού νερού με την αλμυρή θάλασσα, στην οποία καταλήγει το δώρημα του θεού στη Δράμα, προλαβαίνει να πει ξεκάθαρα, όσο μπορεί με το τοπικό ιδίωμα στην προσλαλιά του στόματος: «Του Αγίου Νικολάου / που είν’ τση γης και του πελάου».
Η πίστη στους ανθρώπους
δεν είναι μόνο αρετή,
αλλά ιερή, θεόσταλτη στοά,
από την οποία περνούν
όλες, οι αναρίθμητες αρετές.