Της Γεωργίας Μπακάλη
ΜΕΡΟΣ Α
Η οφειλόμενη τιμή προς τις δύο ιστορικές ομάδες της πόλης μας έχει εκπληρωθεί με την έκδοση δύο λευκωμάτων. Οι εκδόσεις αυτές, η πρώτη (1996) Δόξα Δράμας 1918-1965 και η δεύτερη (2006) Ελπίς 1922-1969, υπό την ευγενική χορηγία της ΔΕΚΠΟΤΑ, ξεδιπλώνουν, με τις αναμνηστικές φωτογραφίες και τις βιωματικές αφηγήσεις παλαιών Δραμινών, την πορεία των θρυλικών ομάδων. Η «τεχνική της Δόξας» και η «ορμητικότητα της Ελπίδος», χαρακτηριστικά που τους αποδίδονταν στα αθλητικά ρεπορτάζ της εποχής, είναι εμφανείς στις απαθανατισμένες φάσεις και στο τελικό αποτύπωμα της μνήμης όσων έζησαν τις δύο ομάδες εκ του σύνεγγυς.
Πώς όμως ξεκίνησαν όλα αυτά; Ποιοι ήταν οι πρωτοπόροι, οι σκαπανείς του αθλητισμού; Πώς συνδέθηκε ο αθλητισμός στις απαρχές του 20ού αιώνα με τις εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα στην ευαίσθητη γεωγραφικά περιοχή της Δράμας; Πού οφείλεται η ακμή των ποδοσφαιρικών σωματείων; Ποια ήταν η απήχηση του ποδοσφαίρου στη λαϊκή κουλτούρα; Πώς έφτασε κάποτε να ταυτιστεί τόσο στενά η πόλη μας με το ποδόσφαιρο;
«Αεί επί τα πρόσω»
Αν για το ελληνικό κρατίδιο η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896, ήταν τομή για τη διάδοση των σπορ, την κατοχύρωση του μαθήματος της γυμναστικής στην εκπαίδευση, την ανάπτυξη αθλητικών σωματείων και τη σταδιακή εμπέδωση μιας κουλτούρας μαζικού θεάματος και του «ευ αγωνίζεσθαι»,1 στην οθωμανοκρατούμενη την εποχή εκείνη και μέχρι το 1924 Δράμα,2 η είσοδος του αθλητισμού ακολούθησε άλλο δρόμο. Αυτόν που άνοιξε ένας ιεράρχης. Ο επιφανής μητροπολίτης Χρυσόστομος Καλαφάτης· ο μετέπειτα εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Σμύρνης, ιερό σύμβολο εθνικού αγωνιστή τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Κατά την ποιμαντορία του στη Δράμα (1902-1909), στα δύσκολα χρόνια της δράσης των βουλγαρικών κομιτάτων και της προσπάθειας εκβουλγαρισμού του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας τον πολιτισμό ως άμυνα στη βουλγαρική διείσδυση και προπαγάνδα, παρήγαγε, με έναν αξιοθαύμαστο ακτιβισμό (όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα), βραχύβιο αλλά βαρυσήμαντο έργο.3 Έγραφε στις 19 Μαρτίου 1907 στον Ιταλό φιλέλληνα λογογράφο και δημοσιογράφο Salia Patrinostro:
Η νυν Δράμα, κέντρον των σιδηροδρόμων, το σπουδαιότερον κέντρον της παραγωγής του καπνού της Μακεδονίας, αριθμεί τέσσαρας χιλιάδας Ελλήνων Ορθοδόξων. Διατηρείται δε εν αυτή Μητρόπολις, σχολεία αστικά οκτατάξια δύο, αρρεναγωγείον και παρθεναγωγείον, αναγνωστήριον, παρά την Μητρόπολιν, γυμναστήριον πλησίον των κτιζομένων νέων ευρυτάτων σχολών, λέσχην, δύο αδελφότητας, την μεν υπό την επωνυμίαν «Έλεος» […] την δε υπό την επωνυμίαν της «Προόδου», ης και το όνομα δηλοί τον σκοπόν της, πρόοδος προς τα εμπρός […].4
Το αναφερόμενο γυμναστήριο (στο γκαράζ Ρουμάνου),5 αρτίως καταρτισθέν και λειτουργούν από του αρξαμένου σχολικού έτους [σσ. 1907], προσληφθέντος ειδικού και δοκίμου εξ Αθηνών γυμναστού,6 συνδέθηκε με τους αθλητικούς αγώνες που διοργάνωσε ο Χρυσόστομος. Στους ετήσιους γυμναστικούς αγώνες, μια πάνδημη γιορτή της πόλης, συμμετείχαν περίπου 3.000 μαθητές από τη Δράμα και τα πέριξ χωριά, οι οποίοι παρήλαυναν με ομοιόμορφες στολές άδοντας πατριωτικά τραγούδια. Η ένταξη του αθλητισμού στην υπηρεσία της πατρίδας ας μην ξενίσει. Η σωματική αγωγή δεν είχε μόνο παιδαγωγικό ή ψυχαγωγικό στόχο, όπως στην Ευρώπη απ’ όπου ξεκίνησε η νέα μόδα των σπορ. Το ασκημένο σώμα, η πειθαρχία που επιβάλλει ο αθλητισμός, η αίσθηση του καθήκοντος και του ανήκειν σε μια κοινότητα, το ομαδικό και αλληλέγγυο πνεύμα σφυρηλατημένο από νεαρή ηλικία προετοίμαζαν τους νέους για την επόμενη φάση, τη στρατιωτική. Απώτερος σκοπός να υπηρετηθεί το καθήκον προς την πατρίδα στο πλαίσιο των εθνικών διεκδικήσεων. Ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός κορυφώνεται την εποχή εκείνη. Εξασκούνται για να γίνουν εθνικοί ήρωες. Με το σύνθημα «Αεί επί τα πρόσω» (Πάντα προχωράμε προς τα μπρος) και περιστοιχισμένος από έναν πυρήνα λογίων και επίλεκτων πολιτών,7 ο Μικρασιάτης Χρυσόστομος εισήγαγε, με τη σύσταση γυμναστηρίου και τους γυμναστικούς αγώνες, μια αθλητική κουλτούρα στην πόλη, φορέα της εθνικής ιδεολογίας. Μια κουλτούρα που είχε ήδη αναπτυχθεί (τέλη του 19ου αι.) στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Μικράς Ασίας, αποδίδοντας καρπούς με την ίδρυση αθλητικών συλλόγων στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.8 Ο Χρυσόστομος καλλιέργησε το έδαφος, για να ανατραφεί μια εύελπις γενιά… Και προπαντός, αθλητική.
Ο αθλητισμός αναγεννάται. Οι ιστορικοί Γυμναστικοί Σύλλογοι «Δόξα» και «Ελπίς»
Επαρκή στοιχεία για την όποια αθλητική κίνηση μέχρι το 1923 δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει. Άλλωστε η δεκαετία του 1910 κύλησε εν μέσω πολεμικών αναστατώσεων, η περιοχή κατέστη πεδίο μαχών και κατοχών. Προ του 1922 ο αθλητισμός στη Δράμα περιοριζόταν σε σχολικά πλαίσια, ελαφριές παιδιές και κυρίως στη σουηδική γυμναστική. Ο αθλητισμός δεν είχε αγκαλιάσει όλα τα στρώματα της νεολαίας· δεν ήταν μαζικός. Μάλιστα, η έλλειψη αθλητικής κίνησης σχολιάστηκε ως ελάχιστα κολακευτική για την πόλη της Δράμας, τη στιγμή που σε κάθε γωνιά της Ελλάδας ο αθλητισμός είχε εξαπλωθεί και ήταν η μόνη ενασχόληση της νεολαίας.9
«Η πρώτη εκδήλωση με τάση μιας επεκτάσεως του αθλητισμού αρχίζει κατά το 1918 με την ίδρυσιν του Γυμναστικού Συλλόγου “Δόξα”».10 Ενδεχομένως να συστήθηκε με τη λήξη της Βουλγαρικής Κατοχής (φθινόπωρο του 1918), στην καθημαγμένη τότε Δράμα. Με δεδομένο ότι υπήρχε προϊστορία αθλητική στην πόλη, ίσως να προέκυψε από μετάπλαση ή μετονομασία από κάποιον προγενέστερο αθλητικό, γυμναστικό ή μουσικό σύλλογο (κατά ανάλογο τρόπο σύστασης του «Ηρακλή» Θεσσαλονίκης), αφού και στη Δράμα είχαν ιδρυθεί μουσικοί όμιλοι από τον Χρυσόστομο. Αν μια τέτοια υπόθεση ευσταθεί, τότε ανασημασιοδοτεί τα πράγματα· ήταν μια κίνηση στο πλαίσιο της επιχειρούμενης κοινωνικής ανασυγκρότησης, συνάμα δε και μιας αθλητικής επανεκκίνησης που είχε ανάγκη η χειμαζόμενη τοπική κοινωνία, ίσως ακόμη και μια προσπάθεια ανασύνταξης των αποψιλωμένων ανδρικών δυνάμεων από την ασιτία, τον εξανθηματικό τύφο και την ομηρία.
Μεσολαβεί περίοδος νέων πολεμικών περιπετειών 1919-1922, η οποία θα είχε οπωσδήποτε επιπτώσεις στον Σύλλογο και τον αθλητισμό της πόλης. Όμως από τα μέσα του 1923 παρατηρείται οργασμός συγκρότησης ομάδων, επίσημων και ανεπίσημων. Οι αρμόδιοι ανέθεσαν στον Σπύρο Κοτσιράκη τη σύσταση αθλητικών συλλόγων· «Συνεστήθη ο Γυμναστικός Σύλλογος “Δόξα” εγγραφέντων πολλών».11 Είναι ενδεχόμενο να πρόκειται για ανασύσταση του 1918, αν υποθέσουμε ότι την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας 1919-1922 η «Δόξα» θα είχε αδρανήσει ή διαλυθεί προσωρινά. Ο Σ. Κοτσιράκης εκλέχτηκε προσωρινά πρόεδρος· «εκλογή λίαν επιτυχής. Εντός ολίγου χρονικού διαστήματος ο Σύλλογος παρουσιάσθη με πολλάς διά το μέλλον προσδοκίας». Προσδοκίες που έμελλε να εκπληρωθούν… Το 1926 άρχισε να λειτουργεί ως αναγνωρισμένο σωματείο.12 Παράλληλα είχε συσταθεί και ο Σύλλογος Σωματικής Αγωγής «Δόξα» (πρόεδρος ο Ι. Πεντζίκης, γραμματέας ο Π. Παπαδόπουλος). Αργότερα δημιούργησε και τμήματα με αμερικανικές παιδιές (μπάσκετ, βόλεϊ, τένις)· διέθετε μάλιστα δυνατή ομάδα βόλεϊ.
Με την ανασύσταση του Συλλόγου το 1923, απέκτησε Γυμναστήριο. Τα εγκαίνια του Γυμναστηρίου της «Δόξας» τελέστηκαν με επισημότητα στις 26 Νοεμβρίου 1923. Σηματοδοτούσαν συγχρόνως τα εγκαίνια της αθλητικής κίνησης της πόλης. Κίνηση ενταγμένη στην υπηρεσία ενός εθνικού καθήκοντος, όπως δήλωνε στον δημόσιο χαιρετισμό του προς τους αθλητές, ο τέως νομάρχης Δράμας: «να προπαγανδίσουμε για την αναγέννηση της πατροπαράδοτης Γυμναστικής μας, για να κάνουμε πολίτας γερούς στο κορμί και ατσαλένιους στην ψυχή».13
Ο Γυμναστικός Σύλλογος «Δόξα» έφερε στη Δράμα τη νέα αθλητική μόδα, την «παιδοσφαίριση», που έμελλε να ταυτιστεί στα χρόνια της ακμής της με την πόλη. Από την άποψη αυτή, αλλά και ως αρχαιότερος, είναι σαφέστατα ιστορικός Σύλλογος. Για αρκετό διάστημα σκοπός του σωματείου ήταν το παιδόσφαιρο, με αποτέλεσμα όλοι να έχουν καταληφθεί από τη μανία του.14 Η «Δόξα», επομένως, καθιέρωσε στη Δράμα το σπορ του 20ού αιώνα, αυτό το νεωτερικό σπορ (εισαγόμενο από το Ηνωμένο Βασίλειο) που ήδη είχε γίνει νωρίτερα γνωστό στην Ελλάδα.15
Υποσημειώσεις
1 Χριστίνα Κουλούρη, «Αθλητισμός και σπορ», Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι Απαρχές 1900-1922, τ.1/2, Αθήνα 1999, σ. 401-419.
2 Σύμφωνα με τα επίσημα οθωμανικά πληθυσμιακά στατιστικά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει ο Χιμλή Πασάς το 1905-1907, στη σύνταξη των οποίων συμμετείχε η Ορθόδοξη Εκκλησία, στο σαντζάκι της Δράμας καταγράφονται: Μουσουλμάνοι: 124.850, Ελληνορθόδοξοι: 32.178, Εξαρχικοί: 3.195, Βλαχόφωνοι: 125, Εβραίοι: 2.176. Βλ. Αλέξης Αλεξανδρής (εισ.-επιμ.), Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου όπως διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ. Δράμα, Μητροπολίτης Δράμας 1902-1910, τ. 1, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σ. xxvii-xxviii.
3 Νίκος Α. Κωνσταντινίδης (επιμ.), Νίκου Καπετανάκη-Ακρίτα, Επίτομη Ιστορία της Δράμας. Ιστορική και αρχαιολογική μελέτη, Δράμα 21998, σ. 30-31. Σε κωμοπόλεις και χωριά (Τσατάλτζα, Δοξάτο, Προσοτσάνη, Αλιστράτη κ.α.) ίδρυσε ναούς, σχολεία, γυμναστήρια, ορφανοτροφεία, φιλόπτωχες αδελφότητες, εργαστήρια απόρων και κτίρια κατεργασίας καπνών, λαϊκά αναγνωστήρια, μουσικούς ομίλους, οδοιπορικούς συλλόγους.
Παρά τη σπουδαιότατη εθνική και κοινωφελή δράση του Χρυσοστόμου, ο Δήμος Δράμας αδιαφόρησε (παράδοξη η στάση αυτή) για την ανέγερση ανδριάντα του, όταν το 1927 έγινε η σχετική πρόταση. Την πρωτοβουλία στήριξε τότε ο Δήμος Καβάλας, αν και ήταν χρέος της Δράμας περισσότερο από κάθε άλλη πόλη να αναλάβει το έργο αυτό. Το θέμα επανήλθε το 1928 και, παρά το ότι συγκεντρώνονταν χρήματα (γίνονταν μάλιστα έρανοι και από μαθητές), η επακολουθήσασα οικονομική κρίση και τα πολεμικά γεγονότα ανέστειλαν την πρωτοβουλία για τον ανδριάντα. Το 1949 συστήθηκε επιτροπή από σημαίνοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, για να αναλάβει να φέρει σε πέρας το εκκρεμές αυτό έργο, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες της εποχής εκείνης. Μάλιστα, είχε υποδειχθεί να τοποθετηθεί στον χώρο μεταξύ Χριστιανικής Ενώσεως και Μητροπολιτικού ναού. Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου έγιναν δέκα χρόνια μετά, το 1959.
4 To Αρχείον…, ό.π., σ. 308-310. Στην επιστολή του αυτή, ο Χρυσόστομος έδινε τα εξής πληθυσμιακά στοιχεία για το σαντζάκι της Δράμας: «Τούρκοι το όλον 125.690, Χριστιανοί το όλον 40.594. Εκ των Χριστιανών Έλληνες Ορθόδοξοι 35.954, Βούλγαροι εξαρχικοί 4.640 […] Εν μόνω τω Καζά Δράμας Έλληνες είνε 15.000». Από το σαντζάκι της Δράμας εξαιρούσε τους δεκαπέντε χιλιάδες Έλληνες της Θάσου.
5 Για τον αρχηγό και μοναδικό μέλος της ρουμανικής προπαγάνδας και δήθεν «Ρωμουνικής παρασυναγωγής και Ρωμανιζόντων» στη Δράμα δίνει στοιχεία ο Χρυσόστομος σε επιστολή του, στο Αρχείον…, ό.π., σ. 141-143.
6 Αγών [Αθήνα], 27.12.1907. Πρόκειται για τον γυμναστή Γεώργιο Κηπιώτη, από την Κύμη της Εύβοιας, ο οποίος, όπως σημείωνε σε αυτοβιογραφική του αναφορά «Από τον Σεπτέμβριο 1905 μέχρι τέλους Αυγούστου 1907 ηργάσθην εις το Ημιγυμνάσιον και Γυμναστήριον Δράμας, όπου μετέβην τη παρακλήσει του αειμνήστου Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, τότε Μητροπολίτου Δράμας και του αρχιδιακόνου του ως Προέδρου του Γυμναστικού Συλλόγου, του νυν Μητροπολίτου Καβάλας», στο Τέος Ρόμβος και Μαντιλού, Γεώργιος Κηπιώτης, Ένας φίλος των παιδιών, [Θεσσαλονίκη] 2016, σελ. 35. Από επιστολή του Χρυσοστόμου μαθαίνουμε ότι ο Κηπιώτης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους γονείς των παιδιών, γι’ αυτό ζητούσαν να μην εκτελεστεί η απόφαση των οθωμανικών αρχών να αποπεμφθεί ο Κηπιώτης, επειδή ήταν Έλληνας πολίτης και όχι Οθωμανός υπήκοος. Βλ. Το Αρχείον…, ό.π. σ. 339-340.
7 Τον κύκλο των ανθρώπων αυτών αποτελούσαν οι: Π. Κωνσταντίνου, Αθ. Πέτσας, Χρ. Γεωργιάδης, Κ. Δαβέλας, Δ. Χατζηκυριάκος, Αθ. Βαγενάς, Β. Γρηγοριάδης, Ε. Μπινόπουλος, Α. Χατζηαντωνίου, Σ. Σωτηρίου, Σ. Πεντζίκης, Ν. Λιάμης, Σ. Στυλίδης, η οικ. Βαλάνη, Κ. και Μ. Φέσσας, Χαρίτωνος και Δ. Βάντσης. Στενός συνεργάτης του ήταν και ο αξιωματικός της οθωμανικής Χωροφυλακής Νικήτας Δρακόπουλος, από τη Θάσο, πατέρας του Κώστα Δρακόπουλου (1903-1935), που ίδρυσε (με συμμαθητές του) το 1922 τον «Φιλόμουσο Μαθητικό Όμιλο», το 1924 τη «Φιλολογική Συντροφιά Νέων Δράμας» και εξέδιδε το περιοδικό Νέοι Ρυθμοί (1926-1929). Η γενιά αυτή παίροντας τη σκυτάλη από τον φωτισμένο ιεράρχη, ανέλαβε πρωτοβουλίες για την πνευματική αφύπνιση της τοπικής κοινωνίας, αφύπνιση, που κατά τον Κ. Δρακόπουλο, είχε εθνική σημασία.
Ένα από τα πνευματικά παιδιά του Χρυσοστόμου ήταν ο, καταγόμενος από τη Τζουμαγιά, Βασίλειος Ι. Καφταντζής, πατέρας του Γιώργου Καφταντζή, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των γραμμάτων στις Σέρρες. Αναφέρεται ως βασικός πληροφορητής στο βιβλίο των Δ. Πασχαλίδη – Τ. Χατζηαναστασίου για τα γεγονότα της Δράμας του ΄41.
8 Στις πόλεις αυτές τα νέα ευρωπαϊκά αθλήματα εισήγαγαν οι εγκατασταθέντες εκεί Λεβαντίνοι. Βλ. Ανδρέας Μπαλτάς, «Ο σωματειακός αθλητισμός των προσφύγων στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο», Η επίδραση των Μικρασιατών προσφύγων στον Νεοελληνικό Πολιτισμό, Πρακτικά 9ου Συμποσίου, Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξης Μικρασιατικού Πολιτισμού, Αθήνα 2020, σ. 191-203.
9 Θάρρος, 20.11.1923.
10 Φάρος, 17.05.1937.
11 Θάρρος, 20.11.1923.
12 «Οι σκαπανείς του αθλητισμού». Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου «Δόξα»: Δ. Στυλίδης, Γ. Αθανασιάδης, Π. Παπαδόπουλος, Ε. Πατίκας, Σ. Κωνσταντίνου, Α. Βαλάνης, Γ. Καραγιαννίδης, Β. Σεϊτανίδης (Θάρρος, 05.10.1927.) Στο δυναμικό της ομάδας την ίδια χρονιά καταγράφονται οι: Σιμόπουλος, Πεντζίκης, Δαμολάκης, Νικολαΐδης, Μάγρας, Ελευθεριάδης, Κορλιάγκας, Δοξατινός, Βάρναλης, Παπαδημητρίου, Ασπρίδης, Κωνσταντινίδης, Σιμόπουλος, Μαγιάκης και Μακρίδης. Αρχηγός του ποδοσφαιρικού τμήματος ο Καραγιάννης (Θάρρος, 03.05.1927). «Ο Καραγιάννης είναι ο μόνος παίκτης εις τον οποίον συνδυάζονται ο νους και ο πους, κύριος της σφαίρας πάντοτε, αν ήτο και περισσότερον ευκίνητος θα ήτο και καλλίτερος», σχολίαζε το Θάρρος, 10.01.1927. Για τον Κ. Βάρναλη: «Η ψυχραιμία του, η ευκινησία του και η τέχνη της αποκρούσεως της ποδοσφαίρας είναι τα μοναδικά του εφόδια» (Θάρρος, 01.11.1927). Ο Βάρναλης, τέως τερματοφύλακας, από τον Δεκέμβριο του 1928, καθώς βρισκόταν στη Μασσαλία για γεωπονικές σπουδές. Μάλιστα, είχε εγγραφεί σε μία από τις καλύτερες ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης και επρόκειτο να δοκιμαστεί ως τερματοφύλακας (Θάρρος, 16.12.1928).
13 Θάρρος, 25.11.1923.
14 Φάρος, 17.05.1937.
15 Εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα στα βρετανικά σχολεία αρρένων και διαδόθηκε στην Ευρώπη λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Β’ μέρος εδώ