Της Γεωργίας Μπακάλη και του Δημήτρη Σφακιανάκη
Έχουν και τα ξενοδοχεία τη δική τους ιστορία; Πώς συνδέονται κάποια ιστορικά ξενοδοχεία με την κοινωνική, οικονομική, την αστική γενικά ζωή των πόλεων αλλά και με γεγονότα ή εξελίξεις της νεότερης ιστορίας μας; Ποιες είναι οι ιστορίες πίσω από τα ονόματα «Διεθνές», «Εμπορικόν», «Νέα Ελλάς», «Βόλος», «Ιωάννινα», «Θεσσαλονίκη», «Καβάλλα», «Γρεβενά», «Μακεδονία», «Μέγα Κεντρικόν», «Μέγας Αλέξανδρος», «Μικρός Αίμος»…, ίχνη κι αυτά της τοπικής κοινωνίας που άφησαν οι άνθρωποι πριν από εκατό και πλέον χρόνια. Ονόματα θαμμένα στη λήθη· άλλα απολιθωμένα στη μνήμη παλαιότερων Δραμινών. Κάποιοι τα ανασταίνουν πίσω από παλιές οικογενειακές φωτογραφίες. Άλλοι γοητεύονται να ανακαλύπτουν την ιστορία τους και να την αθροίζουν με την ιστορία της πόλης αλλοτινών εποχών.
Μια αφορμή να σκεφτούμε περασμένες γενιές και πρόσωπα που αγάπησαν τον τόπο μας και επένδυσαν με την εργασία και την παιδεία τους είναι το σύντομο αφιέρωμα στους Ηπειρώτες1 της Δράμας. Προσκομίζει στοιχεία λιγότερο γνωστά συμπληρώνοντας κάποιες ακόμη ψηφίδες της ιστορίας του Ηπειρωτικού κόσμου της Δράμας. Μια ιστορία που κρατά ζωηρό το ερευνητικό (πιστεύουμε και το αναγνωστικό) ενδιαφέρον.
Φτάνοντας στη Δράμα σιδηροδρομικώς
Το 1900 επισκέφτηκε τη Δράμα ο περιηγητής Τζώρτζ Φρέντερικ Άμποτ.2 Περιηγητής με αιτία… Ως εντεταλμένος του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, περιέρχεται την οθωμανική Μακεδονία, για να συλλέξει λαογραφικό υλικό. Φτάνοντας στον Σιδηροδρομικό Σταθμό, το πρώτο που παρατήρησε ήταν η ύπαρξη αρκετών ξενοδοχείων. Η Δράμα τότε: Κέντρο σιδηροδρόμων, κέντρο καπνών και πόλη-σταθμός για τη μετάβαση των ταξιδιωτών στην Καβάλα. Προορισμός και σημείο διερχομένων, ανθρώπων δηλαδή που έπρεπε κάπου να διανυκτερεύσουν, να αναπαυθούν. Πόλη κομβική και εξωστρεφής. Πόλη ελκυστική για τολμηρούς εις το επιχειρείν και δραν.
Κατεβαίνοντας στον Σταθμό, όπως μας αφηγείται ο Άμποτ, τον πλησίασαν δύο αντιπρόσωποι ξενοδοχείων. Και ενώ αναζητούσαν τη λεία τους διαλαλώντας την «πραμάτεια» τους, ένας τρίτος εμφανίστηκε και με έξυπνο τρόπο τον οδήγησε στο δικό του ξενοδοχείο. Τη σκηνή ας τη φανταστούμε συνήθη και επαναλαμβανόμενη μέσα στη ροή των δεκαετιών 1910, 1920 και 1930. Οι ταξιδιώτες, παρασυρμένοι πειθήνια κάθε φορά, θα οδηγούνταν προς κάποιο από τα πολλά ξενοδοχεία. Τα πιο κεντρικά: το «Διεθνές», στον Σταθμό (όπου σήμερα η ταβέρνα του Σταθμού)· η «Νέα Ελλάς», στη δυτική πλευρά της Πλατείας ή τα «Ιωάννινα», στην ανατολική πλευρά της. Οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου «Ιωάννινα», οι Ηπειρώτες αδελφοί Ράσσα, είχαν φροντίσει να το διαφημίσουν στη θεσσαλονικιώτικη εφημερίδα Μακεδονία. Κίνηση ανταγωνιστική και προνοητική. Όσοι ταξιδιώτες τη διάβαζαν καθισμένοι σε κάποιο βαγόνι καθ’ οδόν για τη Δράμα, θα βιάζονταν να φτάσουν το συντομότερο, για να απολαύσουν τις πολυτελείς για την εποχή ανέσεις του. Από κάποιο μπαλκόνι του θα ατένιζαν ένα ανθρώπινο μωσαϊκό από Οθωμανούς, ντόπιους, Εβραίους, πρόσφυγες, να κυκλοφορούν άλλοτε μες στην ασφυκτική σκόνη, άλλοτε στην αδιάβατη λάσπη της Κεντρικής Πλατείας και των παρακείμενων δρόμων. Βράδυ, στο λόμπι του ξενοδοχείου μια παρέα από πολλές εθνότητες καλεί τον Άμποτ για μια παρτίδα μπριτζ. Καπνίζουν λαθραίο καπνό που πήγαινε σύννεφο…, αν και υπάλληλοι της Ρεζί (του οθωμανικού μονοπωλίου καπνού), σημειώνει ο παρατηρητικός Άμποτ. Η Δράμα ποτέ άλλοτε τόσο κοσμοπολίτισσα! Χάρη στα καλά καπνά της.
Ο ταξιδιώτης, περιδιαβαίνοντας τους δρόμους και τις γωνιές της πόλης, θα ρουφούσε το αστικό χαρμάνι της: έντονη γεύση Ανατολής, βαλκανικής-μακεδονικής ενδοχώρας, με ίχνη μιας λεπτής ευρωπαϊκής νότας. Στο υγρό αστικό σκηνικό, αναζωογονημένο με ριπές δροσερού αέρα από το Μποζ Ντάγ (Φαλακρό), ορθώνονταν θηριώδεις οι πολύβουες καπναποθήκες. Άρωμα καπνού μέσα κι έξω. Στις διαδρομές της πόλης επώνυμοι εμπορικοί οίκοι, αστικά εκλεκτικιστικά μέγαρα ευρωπαϊκού ύφους αλλά και οθωμανικής παράδοσης σπίτια. Και πολλοί υδρόμυλοι, αλευρόμυλοι, μικρομάγαζα όλων των ειδών, λίμνες, κήποι και δεκάδες χάνια μέσα στις οριοθετημένες θρησκευτικές κοινότητες. Ο Άμποτ καταγράφει μια κοινότητα περίπου 130 ελληνικών οικογενειών. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών (1924), η Δράμα ήταν «ένα μεγάλο τουρκικό χωριό», όπως τη χαρακτηρίζει ο Ηπειρώτης Θεόφιλος Αθανασιάδης. Το 1911, όταν την πρωτοεπισκέφτηκε, ο ελληνικός πληθυσμός της αριθμούσε 2.500 ψυχές, ενώ οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 10-11.000. Αριθμητικά οπωσδήποτε υπερτερούσαν, αλλά η οικονομική και πολιτιστική υπεροχή ήταν των Ελλήνων. Σημαντικότατο μερίδιο ανήκε στους Ηπειρώτες.
Οδυσσείς χερσαίων δρόμων
Ξεκινώντας τότε ο ταξιδιώτης απ’ τη Θεσσαλονίκη (τη Madre d’ Israel, Μητέρα του Ισραήλ, όπως αποκαλούνταν) και φτάνοντας μέχρι την Αλεξανδρούπολη, θα δι-απίστωνε πως δεν υπήρχε πόλη ή κωμόπολη στη Μακεδονία ή τη Θράκη όπου να μην είχε εγκατασταθεί και κάποιος Ηπειρώτης: Σέρρες, Καβάλα, Προσοτσάνη, Δοξάτο, Αλιστράτη, Ζηλιάχοβα (Ζίχνη)… Διεσπαρμένοι και στην ευρύτερη Βαλκανική, μέχρι τη Ρουμανία και τη Ρωσία.3 H παράδοση της διασποράς των Ηπειρωτών είναι μια εξέλιξη που ανάγεται στο μακρινό παρελθόν και αξίζει να γνωρίσουμε καλύτερα. H μεγάλη πλειονότητα των Ηπειρωτών της Ανατολικής Μακεδονίας προέρχεται από τους ελληνόφωνους και κυρίως τους βλαχόφωνους πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής του Ζαγορίου και της δυτικής Μακεδονίας.4 Βλάχοι από τα Ζαγοροχώρια («απ’ τα βλαχοζάγορα»,5 όπως γράφει ο λογοτέχνης Δ. Χατζής) και από τις γειτονικές περιοχές, προπάντων της Κόνιτσας και του Μετσόβου, άρχισαν τις περιοδικές αποδημίες ήδη από τον 15ο αι., εποχή της προέλασης των Οθωμανών στη Βαλκανική. Ταξίδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, για να εκπληρώσουν τη θεσμοθετημένη υποχρέωσή τους (το λεγόμενο «Βοϊνίκο»),6 να προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες στους στάβλους του οθωμανικού ιππικού, ως αντάλλαγμα των προνομίων που τους είχαν παραχωρηθεί. Η λειτουργία του θεσμού αυτού δημιούργησε μια παράδοση εξωστρέφειας και αναζήτησης νέων τόπων. Αυτή ήταν η απαρχή μιας εμπειρίας κοσμοπολιτισμού. Έτσι, όταν μετά τα μέσα του 18ου αιώνα εκδηλώνεται το μεγάλο κύμα αποδημίας των ορεινών αυτών πληθυσμών προς εξασφάλιση οικονομικών πόρων, ένα μεγάλο ρεύμα κατευθύνθηκε και στις πεδιάδες της Μακεδονίας. Ανατολικά του Στρυμόνα, το πεδινό σε συνδυασμό με το ορεινό ανάγλυφο ήταν ιδανικός τόπος για τους βλαχοποιμένες. Εξασφάλιζε το δίπτυχο ορεινή βόσκηση και διαχείμανση στα πεδινά. Πολλοί από αυτούς εγκατέλειπαν σταδιακά την ημινομαδική διαβίωση και παγιώθηκαν σε μόνιμες εγκαταστάσεις.
Αξιοποιώντας την εμπειρία των ταξιδιών και των ενδιάμεσων σταθμών, πολλοί Ηπειρώτες γίνονταν χανιτζήδες ή πανδοχείς, επάγγελμα στο οποίο δημιούργησαν παράδοση, εκτός από τις προσφιλείς τους τέχνες: «Οι Βλάχοι θα ηδύναντο να ονομαστούν οι παντεχνίται της Βαλκανικής. Ιδίως ασχολούνται με την αργυρουργίαν, την υφαντουργικήν, την βαρελοποιίαν, την κατασκευήν ξύλινων γεωργικών εργαλείων […] Είναι επίσης αγωγιάται, παντοπώλαι, ξενοδόχοι, διευθυνταί χανίων και γενικώς έμποροι, επιχειρηματίαι και επιστήμονες».7 Ιδού γιατί πολλά από τα χάνια, πανδοχεία και ξενοδοχεία της πόλης μας ανήκαν σε Ηπειρώτες.
Ηπειρώτες Δραμινοί
Ο ταξιδιώτης των αρχών του 20ού αι. θα διέμενε είτε στο «Διεθνές» της οικογένειας Σιμόπουλου (ονοματοδοσία που απηχεί τον νέο, κοσμοπολίτικο προσανατολισμό της Δράμας ως πόλης – σταθμού μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης) είτε στα «Ιωάννινα» (μνημονική αναφορά της ηπειρωτικής πόλης) ή στο απέναντι ξενοδοχείο των αδελφών Αναγνώστου «Νέα Ελλάς» (δηλωτικό εθνικής αυτοσυνειδησίας). Συζητώντας με τους ιδιοκτήτες, θα ανακάλυπτε ότι σημαντικό μερίδιο στον κλάδο κατείχαν οι Ηπειρώτες. Κι αν ο ταξιδιώτης περιηγούνταν την πόλη για φαγητό (μαγειρεία, αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, καφέ) ή για αγορές ειδών (υποδήματα, ρουχισμός, τρόφιμα), θα διαπίστωνε όχι μόνο ότι το ένα μετά το άλλο τα περισσότερα μαγαζιά, επιχειρήσεις, κέντρα διασκέδασης ανήκαν σε οικογένειες Ηπειρωτών (Ζιώγα, Δουμπέσα, Καπράνη, Βουγιουκλή, Πέτσα, Ζαχάρη8 κ.ά.) αλλά και ότι ο δακτύλιος όλων σχεδόν των επιχειρήσεων γύρω από την Πλατεία ήταν «ηπειροκρατούμενος»! Μεγαλοεπιχειρηματίες και μικρέμποροι μικροαστοί, προπάντων όμως τολμηροί, αν σκεφτούμε τις συγκυρίες. Το ξενοδοχείο «Ιωάννινα» των αδελφών Ράσσα άνοιξε τις πύλες του την 1η Μαΐου 1912, παραμονές δηλαδή του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Ανάλογα, και ο παντοπώλης Νικόλαος Ι. Μούρτζος (μετέπειτα Μουρτζόπουλος) από τη Λάιστα, μέσα στη δίνη του Μεγάλου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού, ανανέωσε τον Απρίλιο του 1915 τη μίσθωση του κεντρικού καταστήματός του κάτω από το ξενοδοχείο «Νέα Ελλάς» για δύο χρόνια. Άραγε, ποια ήταν η τύχη του παντοπωλείου, όταν κατά τον δεύτερο χρόνο της μίσθωσης τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή και όλα τα κάλυψε η κατοχή;
Από τις αετοφωλιές της Πίνδου στις πηγές της Αγίας Βαρβάρας. Έτσι θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς τη μετοικεσία των Ηπειρωτών στην καθ’ ημάς περιοχή. Εμπορευόμενοι, τεχνίτες, επαγγελματίες και λόγιοι βρίσκουν πρόσφορη για εγκατάσταση τη Δράμα και τα ημιαστικά κέντρα της (Δοξάτο, Προσοτσάνη). Ο τόπος πρόσφερε ευκαιρίες για να αναπτύξουν τις τέχνες τους. Η κίνηση του καπνού, η παραγωγική ύπαιθρος, ο υδάτινος πλούτος και η σιδηροδρομική σύνδεση ήταν πραγματικότητες που ενθάρρυναν επιχειρηματικά εγχειρήματα. Ο καπνός έβαλε την περιοχή της Δράμας στον διεθνή χάρτη του καπνεμπορίου και ο σιδηρόδρομος διευκόλυνε την επικοινωνία. Ήταν όμως και οι τέχνες τους που είχαν ζήτηση, αφού ο μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν κατά κύριο λόγο γεωργικός, ως εκ τούτου δημιουργούνταν κενό που άνοιγε πεδίο επενδύσεων λαμπρό.
Η οργάνωση της παροικίας τους που σηματοδοτεί και την ιστορία τους μπορεί να χωριστεί σε δύο φάσεις.
Η πρώτη περιλαμβάνει εκείνους που μετανάστευσαν (από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. μέχρι το 1912-1913) με όρους οικονομικούς, αναζήτησης δηλαδή ενός τόπου για εργασία και επιβίωση. Έχοντας επιλέξει τη Δράμα ως δεύτερη πατρίδα, η μετανάστευση εξελίχθηκε σε μόνιμη εγκατάσταση. Ήταν η πρώτη γενιά Ηπειρωτών. Δημιούργησαν οικογένειες μέσω των οποίων, οργανώνοντας τη ζωή και τις δραστηριότητές τους, ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία. Τους βρίσκουμε εγκατεστημένους στην περιοχή γύρω από τη Μητρόπολη και την Αγία Σοφία, στον χριστιανικό δηλαδή θύλακα της Δράμας, τον επονομαζόμενο και «Βλαχομαχαλά». Βέβαια, υπήρχαν οικίες και κτήματα πιο δυτικά και ακόμη δυτικότερα (το αγρόκτημα των Ι. Χατζηαντωνίου και υιών Ν. Ζιώγα στο Τσάι Τσιφλίκ, όπου οι Δραμινοί συνήθιζαν να γιορτάζουν την Πρωτομαγιά). Είναι η περίοδος που αντιστοιχεί στη συγκρότηση και ανάπτυξη της παροικίας τους και στη διεύρυνση της τοπικής αστικής τάξης. Ανάπτυξη οικονομική, κοινωνική, κοινοτική.
Η δεύτερη φάση καλύπτει τις εγκαταστάσεις Ηπειρωτών μετά την προσάρτηση της περιοχής στον εθνικό κορμό και μέχρι τη δεκαετία του 1920. Ο αριθμός των Ηπειρωτών αυξάνεται. Στη φάση αυτή ανδρώνεται και η δεύτερη γενιά. Στον Μεσοπόλεμο η παροικία ακμάζει και συμβάλλει δομικά και θεσμικά στην πρόοδο του τόπου. Οργανώνονται ήδη από νωρίτερα σε συλλογικότητες (Σύνδεσμος Παδιωτών η «Ομόνοια» και «Πανηπειρωτικός Σύνδεσμος»). Συμμετέχουν ενεργά σε οργανώσεις, σωματεία και στην πολιτική ζωή της Δράμας.9 Βασικός πυλώνας της τοπικής αστικής τάξης, η παροικία των Ηπειρωτών συμβάλλει, στο μερίδιο και στον βαθμό που της αναλογεί, στον αστικό μετασχηματισμό που προωθούσε ο βενιζελισμός τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Φιλοπατρία και ευποιία
Τα δύο εξέχοντα σημαίνοντα που συνοψίζουν το ιστορικό αποτύπωμα της παρουσίας των Ηπειρωτών. Η πρώτη γενιά Ηπειρωτών (οικογένειες Αναγνώστου, Αθανασιάδη, Ζιώγα, Δαβέλλα, Πέτσα, Στολίγκα, Σιμόπουλου, Βαγενά, Εξάρχου, Χατζηαντωνίου, Πιπέρη, Μπέκου κ.ά.) συνδέθηκε με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο, για την από κοινού προάσπιση της ελληνορθόδοξης κοινότητας, των εθνικών διεκδικήσεων και των ελληνικών γραμμάτων. Πρωτοστάτησαν στην πολιτιστική ενδυνάμωση της περιοχής, ιδρύοντας μαζί με τους ευάριθμους τότε γηγενείς σχολεία, φιλεκπαιδευτικά σωματεία και συλλόγους. Με τη δράση τους αυτή οι Ηπειρώτες συνέβαλαν στην εθνική υπόθεση, ώστε να διατηρηθεί ακμαίο το φρόνημα του ελληνικού στοιχείου μέσα στη λαίλαπα των εθνικών ανταγωνισμών. Ενώ άλλοι συντοπίτες τους επιχειρηματίες-εθνικοί ευεργέτες μεσουρανούσαν στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού (Αβέρωφ, Ζάππας κ.ά.), οι Ηπειρώτες της Δράμας δικαίως θα μπορούσαν χαρακτηριστούν τοπικοί ευεργέτες. Από τους απόδημους Ηπειρώτες είχε άλλωστε σφυρηλατηθεί μια κουλτούρα ευεργεσίας, τεκμήριο φιλοπατρίας. Ευεργεσία που έδινε προτεραιότητα στην ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι τα αστικά επαγγέλματα που ασκούσαν προϋπέθεταν εγγραμματισμό, απαραίτητο εφόδιο επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης.
Σημαντική κοινωφελή δραστηριότητα χαρακτήριζε τις γυναίκες. Από αίσθημα υψηλής κοινωνικής ευθύνης, πολλές γυναίκες σύζυγοι Ηπειρωτών ή θυγατέρες (Ιουλία, Ελένη και Φωφώ Ζιώγα, Πολυξένη και Κούλα Πέτσα, Ελένη Στολίγκα, Κούλα Εξάρχου, Πανωραία Δασούκη κ.ά.) ανέπτυξαν εξαιρετική φιλανθρωπία, αναδεικνύοντάς την σε κοινωνική παρέμβαση ύψιστης σημασίας. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα ήταν πολύ ζωηρή την εποχή εκείνη και πεδίο δημόσιας δράσης της γυναίκας. Με τη σύμπραξη γυναικών γηγενών και Εβραίων, πρωτοστατούσαν σε στοχευμένους εράνους υπέρ των απόρων, υπέρ των προσφύγων, υπέρ των φυλακισμένων στις φυλακές της πόλης, υπέρ των ορφανοτροφείων, υπέρ, υπέρ… Δημιουργήθηκε η «Ένωσις Κυριών και Δεσποινίδων Δράμας», ιστορικός φιλανθρωπικός φορέας. Πρόεδρος διατέλεσε αρχικά η Άννα Αναστασίου (σύζυγος του Ηπειρώτη Στέργιου Αναστασίου, ιδιοκτήτη του πανδοχείου “Καβάλλα”). Μέγα επίτευγμα η ίδρυση Παιδικού Σταθμού (άρχισε να λειτουργεί από το 1930). Περιέθαλπε δεκάδες ορφανά και παρείχε εκατοντάδες συσσίτια. Η «Ένωσις» εμπνεύστηκε διάφορες δράσεις (λαχειοφόρες αγορές, το τσάι των Κυριών, παιδικούς χορούς και χοροεσπερίδες), για να καλύψει διάφορες κοινωνικές ανάγκες. Αγαθοεργία και γυναικεία χειραφέτηση.
Νεαροί γόνοι Ηπειρωτών, με μόρφωση και παιδεία, εμπλέκονται ενεργά σε πνευματικές κινήσεις, δημιουργούν πολιτισμό που έθαλλε στη Δράμα για περίπου μια δεκαετία (1925-1935). Μια πολιτιστική άνοιξη. Τη χάρισε στην πόλη η δροσιά κάποιων νέων. Από τις οργανωτικές και εκδοτικές απόπειρες μιας ομάδας μαθητών του Ημιγυμνασίου Δράμας ιδρύθηκε η «Μορφωτική Συντροφιά Νέων Δράμας». Πλαισιωνόταν κυρίως από νεαρούς ηπειρωτικής καταγωγής, τον Θάνο Αναγνώστου, τον Αχιλλέα Βαγενά και τον Ξενοφώντα Μπινόπουλο,10 που συσπειρώθηκαν γύρω από τον νεαρό Κώστα Δρακόπουλο. Πολλές οι δράσεις της: διαλέξεις, νυχτερινές σχολές εκμάθησης ξένων γλωσσών, διοργάνωση λογοτεχνικών εορτών, μουσικών συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων, φιλολογικών και επιστημονικών συγκεντρώσεων, λειτουργία δραματικής σχολής, βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου για όλους! Η Συντροφιά αυτή ένωσε τις δυνάμεις της, για να ανθίσει, τον Μάρτιο του 1926, μέσα στο άνυδρο πνευματικά τοπίο, το αξιόλογο δεκαπενθήμερο φιλολογικό περιοδικό Νέοι Ρυθμοί (1926-1929).
Πολύ περισσότερο από ένα τοπικό-επαρχιακό περιοδικό. Όχι τυχαία. Ο Αχ. Βαγενάς επέλεγε και μετέφραζε ξένα κείμενα, συνδέοντας έτσι το περιοδικό με το εξωτερικό. Μεγάλη υπόθεση για την εποχή εκείνη. Ωστόσο, το περιοδικό και οι συντελεστές του βρέθηκαν μόνοι… «μέσα στη φοβερή ερημία του πλήθους»· ελάχιστοι πρόσεξαν και υποστήριξαν τους Νέους Ρυθμούς. Η ύλη του, η δημοτική γλώσσα των κειμένων του περιοδικού και μια μαρξιστική απόχρωση δεν άντεξαν το βάρος του επαρχιωτισμού και συντηρητισμού. Φαίνεται πως έπαιξαν κάποιο ρόλο που στην πόλη το περιοδικό δεν υποστηρίχτηκε ηθικώς και υλικώς.
Από έναν πυρήνα της τοπικής αστικής ελίτ (μετράμε αρκετούς γνωστούς Ηπειρώτες: Θ. Αθανασιάδης, Αχ. Βαγενάς, Δ. Στυλίδης, Ν. Καραθάνος, Στ. Αναστασίου κ.ά.) ιδρύθηκε το 1930 ένας πρωτότυπος σύλλογος, ο «Όμιλος Εκδρομέων Δράμας». Είχε ευγενείς σκοπούς, ιδιαιτέρως επωφελείς για τη Δράμα: αρχαιολογική, ιστορική γνώση του άμεσου και ευρύτερου μακεδονικού χώρου, φυσιολατρία και καλλιέργεια ενδιαφέροντος για τη δραμινή ύπαιθρο. Ο Όμιλος διοργάνωνε εκδρομές σε χωριά και εξοχές. Εξορμήσεις αυτοπροσδιορισμού και ανακάλυψης πραγμάτων με ένα νέο βλέμμα. Ο εκδότης και δημοσιογράφος Θ. Αθανασιάδης συντάσσει τα εκδρομικά του ρεπορτάζ συνοδεύοντάς τα με φωτογραφίες· πολύτιμη πηγή πληροφοριών δραμινής πατριδογνωσίας.11
Τι σώζεται σήμερα από την υλική παρακαταθήκη των ανθρώπων αυτών; Ο σημερινός περιηγητής, εκατό και πλέον χρόνια μετά τον Άμποτ, αναζητώντας το σφριγηλό αποτύπωμά τους, θα το αντικρίσει μέσα στο αστικό απόθεμα της πόλης, σε διατηρητέα τοπόσημα που αφηγούνται τις ιστορίες τους. Όπως οι οικίες-μνημεία των Πέκη, Στυλίδη (μετέπειτα Εξάρχου) ή του καπνεμπόρου Ανδρέα Θ. Τζήμου. Η ιστορία της οικίας αυτής τέμνεται με τη σύγχρονη ιστορία (εξ αυτού και προσδιορίζεται ως Ταξιαρχία) και με την ιστορία του Αυστριακού αρχιτέκτονα Konrad von Vilas, ο οποίος το 1922 πώλησε το συγκεκριμένο το οικόπεδο (στην ονομαζόμενη τότε τοποθεσία «Οδός Αλιστράτης») στον καπνέμπορο Τζήμου και σχεδίασε το κτίριο. Σήμερα οι οικίες αυτές ανάγονται σε τοπόσημα, και είναι από εκείνα τα κτίρια (δημόσια ή ιδιωτικά) που έχει ανάγκη μια μικρή επαρχιακή πόλη ως ταυτότητα και ως αναγνωρίσιμα αρχιτεκτονήματα. Τα κτίρια αυτά συνοψίζουν τη Δράμα της ανόδου των νέων αστών του Μεσοπολέμου, οι οποίοι επιζητούσαν να συνδεθούν με τις μοντέρνες τάσεις και την εξέλιξη της εποχής, να επιδείξουν τον πλούτο τους και να κρατήσουν ψηλά το κοινωνικό τους status. Η ανέγερση επιβλητικών κατοικιών ήταν μια σαφής ένδειξη αστικοποίησης της πόλης. Αστικοποίηση που προχωρούσε μέσα από το δίπολο πλούτος-φτώχεια. Η συσσώρευση και επίδειξη πλούτου, με τις επιβλητικές κατοικίες εύπορων αστών, συνυπήρχε με την ένδεια των ανεγειρόμενων φτωχόσπιτων της Περίθαλψης και τις χιλιάδες των υπαιθρόβιων και παραπηγματούχων προσφύγων. Αντιπαραβάλλοντας κανείς τα αστικά και λαϊκά στρώματα της εποχής εκείνης, ανιχνεύει την κοινωνική, οικονομική και αισθητική ιστορία της πόλης και την αντιφατική ταυτότητά της.
Ηπειρώτες, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
Στη Δράμα της εποχής εκείνης (τέλη του 19ου αι. και μέχρι το 1940) συχνές ήταν οι επιχειρηματικές συμπράξεις και συνεργασίες εμπόρων Ηπειρωτών με Εβραίους της πόλης. Συνδυάστηκε το επιχειρηματικό-εμπορικό δαιμόνιο του Εβραίου με το αντίστοιχο του Ηπειρώτη (όπως αργότερα, με την εγκατάσταση των προσφύγων, συνδυάστηκε το εμπορικό διαμόνιο του Καππαδόκη με Εβραίους και γηγενείς). Αφθονούν τα τεκμήρια για τη σύσταση εταιρειών μεταξύ έμπειρων Εβραίων εμπόρων και Ηπειρωτών (όπως οι εταιρείες των Αναγνώστου-Βεμβενίστε, των Μπουένο-Αναγνώστου-Βεμβενίστε ή των Αναγνώστου-Κοέν-Οβαδιά). Σε συμβολαιογραφικά αρχεία βρίσκουμε εκμισθώσεις ή αγοραπωλησίες οικιών, καταστημάτων ή καπναποθηκών (για παράδειγμα, οι αδελφοί Δεμιρόπουλοι εκμίσθωσαν στον έμπορο Μωύς Μορδοχάη Ρούσσο μαγαζί επί της Πλατείας Ελευθερίας) αλλά και χρηματικές συναλλαγές με τη μορφή δανείων από Εβραίους αργυραμοιβούς.
Παρόμοια συνεργασία σε επίπεδο αγοραπωλησιών, εκμισθώσεων ή συνεταιρισμών υπήρχε μεταξύ Ηπειρωτών και μουσουλμάνων της πόλης. Ο εκ Πάδων καταγόμενος Αθανάσιος Βαγενάς12 επιδόθηκε, εκτός από το ξυλεμπόριο και το ανθρακεμπόριο, και στο καπνεμπόριο, συνεταιριζόμενος με γεωργούς, ομογενείς και μουσουλμάνους. Συνεργάστηκε με μουσουλμάνους μεγαλοκτηματίες για τη σύσταση βραχύβιων μετοχικών εταιρειών, με σκοπό την καπνοκαλλιέργεια, σε ετήσια κάθε φορά βάση. Υπήρξε συνέταιρος με τον Χατζή Ιδρίς Μεμέτ εφέντη από τη Δράμα για την καπνοκαλλιέργεια 40 στρεμμάτων εντός της Δράμας, την επεξεργασία και την πώληση καπνών. Η οικονομική του επιφάνεια του επέτρεψε την αγορά ενός μουσουλμανικού ακινήτου (ακίνητο «φιλέτο», θα λέγαμε σήμερα). Αγόρασε το 1924 το ακίνητο (διώροφη οικία και τον περιβάλλοντα χώρο) της οθωμανίδας Νατζιγιέ Χανούμ, κόρης του Ασίμ Εφένδη, το οποίο εξαιρέθηκε (βάσει σχετικού διατάγματος) από την απαγόρευση της μεταβίβασης μουσουλμανικών ακινήτων. Η οικία βρισκόταν στη μουσουλμανική συνοικία Δερβίς Μπαλή (οδός Μεγ. Αλεξάνδρου), συνόρευε με οικίες μουσουλμάνων και με τζαμί.13 Αγοραπωλησία ενδεικτική της μετάβασης στο νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Σηματοδοτεί τόσο τον εξελληνισμό της συγκεκριμένης κεντρικής συνοικίας, όπου εγκαταστάθηκαν και πολλοί πρόσφυγες, όσο και τη συμμετοχή των εύπορων μελών της τοπικής κοινωνίας στην αναδιανομή των αστικών ακινήτων που συνεπαγόταν η αποχώρηση των μουσουλμάνων.
Μια ιδιαίτερη πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας και τεκμήριο συνεργασίας Ηπειρωτών, γηγενών, προσφύγων και Εβραίων, και μάλιστα σε θεσμικό επίπεδο, ήταν η ίδρυση του Αποταμιευτικού και Πιστωτικού Συνεταιρισμού Ελευθέρων Τεκτόνων η «Ελπίς». Συστάθηκε στα τέλη του 1930 και αποτελούνταν από πενήντα ένα (51) μέλη. Συνέταιροι, σύμφωνα με το καταστατικό, μπορούσαν να είναι μόνο τέκτονες ανήκοντες στην Ελληνική Τεκτονική Αδελφότητα. Σκοπός του Συνεταιρισμού ήταν η διευκόλυνση και προαγωγή της αποταμίευσης των μετόχων. Στην προνοητική αυτή κίνηση (έναν χρόνο μετά το παγκόσμιο κραχ) πρέπει να δούμε τα καθαρώς οικονομικά, επωφελή για τα μέλη, κίνητρα σε μια εποχή όπου η κρίση των πρώτων, κυρίως, ετών της δεκαετίας του ’30 έπληξε και την τοπική οικονομία.
Δραμινοί Ηπειρώτες: Μια διαδρομή αγώνων και δημιουργικής παρουσίας
Μέχρι την απελευθέρωση της Δράμας (Ιούλιος 1913), η χριστιανική κοινότητα ήταν μία μειονότητα στο οθωμανικό περιβάλλον. Ζούσε σε συνθήκες υποτέλειας και σε περιβάλλον επιθετικού εθνικισμού και ανταγωνισμού. Επομένως, η θρησκευτική δομή και εξουσία, δηλαδή ο εκάστοτε Μητροπολίτης και παραπέρα το Πατριαρχείο ήταν οι πυλώνες της. Ήταν σημαντικό η χριστιανική κοινότητα να στηρίζεται και να στηρίζει τη Μητρόπολη, για να μπορέσει να επιβιώσει σε συνθήκες μειονότητας. Εξ αυτού συνεργάστηκαν στενά και συσπειρώθηκαν αγωνιστικά γύρω από τον μητροπολίτη Χρυσόστομο (1902-1907), τότε που είχε αρχίσει να οξύνεται η ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση για τον έλεγχο της Μακεδονίας και έως τότε οι Βούλγαροι κομιτατζήδες τρομοκρατούσαν χωρίς αξιοσημείωτη αντίσταση τους κατοίκους της περιοχής μας.14 Ήταν η εποποιία του Μακεδονικού Αγώνα.
Ακολούθησαν οι επόμενες ιστορικές φάσεις: η Βουλγαρική Κατοχή (1912-13), η απελευθέρωση και η ανάκαμψη μέχρι το 1916, η διετής Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918), νέα απελευθέρωση, ακολούθως η προσφυγική πλημμυρίδα (1919-1926), έπειτα η μεσοπολεμική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη μέχρι το 1940-1941.
Μακρινές εποχές. Ιστορικά όμως χθεσινές. Το ίχνος τους παραμένει ανεξίτηλο και περνάει σήμερα ως παρακαταθήκη αλλά και ως αφορμή αναστοχασμού και αυτογνωσίας. Με το νόημα αυτό και με την πεποίθηση ότι η ιστορία των Ηπειρωτών της Δράμας συγκροτεί μια ιδιαίτερη συμβολή, επιχειρούμε να εντάξουμε τη δράση τους –αγωνιστική, ιστορική, οικονομική– στα τεκταινόμενα των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Περίπου εκατό χρόνια πριν…
Η ιστορία των Κομβοκαίων (από το χωριό Κομπότι της Άρτας) εξελίχθηκε σε οικογενειακό μαρτυρολόγιο. Την αφηγείται με σπαρακτικό τόνο και ιερή αγανάκτηση ο Χρυσόστομος, όταν από το 1880 άρχισαν, με την πυρπόληση του αρχηγού της οικογενείας, να ξεσπούν πάνω της άγρια τα εθνικιστικά πάθη της εποχής. Το χωριό Καλλιθέα, όπως εξηγεί, ήταν «κάρφος εις τους οφθαλμούς των Βουλγαριστών δια τε την σχολικήν πρόοδον και ακμήν του […] Ιδιαίτατα δε δοκός εις τους οφθαλμούς των κακοποιών ήτο το μέγα και ένδοξον όνομα και πράγμα της οικογενείας Κομβόκη».15 Η ελληνικότητα του χωριού Καλλιθέα και ο ρόλος των Κομβοκαίων στην ενίσχυσή της (δρούσαν ως πράκτορες υπό τις διαταγές των ελληνικών προξενικών αρχών και του Χρυσοστόμου)16 ήταν, όπως φαίνεται, οι λόγοι που το 1905 κομιτατζήδες εισήλθαν στο χωριό, σκότωσαν μέλη της οικογένειας και κατέκαψαν σπίτια των Κομβοκαίων, ενώ δολοφόνησαν δυο χρόνια αργότερα και τον Προκόπη Κομβόκη. Αναδείχτηκαν σε λαϊκούς ήρωες πλάι στον Άρμεν Κούπτσιο. Ο κύκλος του μαρτυρίου έμελλε να κλείσει το 1944, όταν ο συγγενής τους Σωτήριος Κομβόκης, Μακεδονομάχος κι αυτός, δολοφονήθηκε από άνδρες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.17
«Απεπειράθη [ο Άρμεν Κούπτσιος] να φονεύση και τον Αρχηγόν του εν Δράμα Βουλγαρικού Κομιτάτου τον καπνέμπορον Χ”Γεώργη [σ.σ. ο Ηλίας Χατζηγεωργίεφ] αλλά η σφαίρα αστοχήσασα αυτόν εύρεν τον καβάσην του Νικόλαν, τον οποίον και άφησε νεκρό. Και ο Χ”Γεώργης όμως δεν εσώθη, διότι μετ’ ολίγους μήνας εφονεύθη εν Ξάνθη από τον Στέργιον Μπινόπουλον (Δραμινόν)», έγραφε το Θάρρος, σε ένα αφιέρωμα για τον Α. Κούπτσιο.18 Μόνο που ο Σ. Μπινόπουλος, ήταν μεν Δραμινός, αλλά για την ακρίβεια καταγόταν από το Λέχωβο της Φλώρινας. Τον βλέπουμε να στρατεύεται νεαρός υπέρ του Μακεδονικού Αγώνα και να εντάσσεται στην ομάδα κρούσης αντιποίνων ενάντια στους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Σε αυτόν αποδίδεται η ριψοκίνδυνη ενέργεια της εξόντωσης του πανίσχυρου Βούλγαρου ηγέτη των κομιτατζήδων της Δράμας Η. Χατζηγεωργίεφ, τον Απρίλιο του 1909 στην Ξάνθη. Φανερό πως το βάρος του Αγώνα σήκωσε κυρίως ο ντόπιος πληθυσμός που ήταν εκτειθειμένος στα αντίποινα των Βουλγάρων.
Το 1913 ήταν τομή για τη Δράμα και τη Μακεδονία. Συνδέθηκε και με τη δράση επιφανών Ηπειρωτών, όπως ο Αθανάσιος Πέτσας από το Λιασκοβέτσι. «Γόνος της πρώτης εμπορικής οικογενείας Δράμας ήτις από τας πρώτας προ 110 ετών επί Τουρκοκρατίας ετόλμησε εν μέσω των Τούρκων να παρουσιάση εμπορικήν πρόοδον εν Δράμα», έφορος των σχολών της πόλης και δημογέροντας της ελληνικής κοινότητας. Ως πρόεδρος τοπικής Επιτροπής παρουσιάστηκε στον Βενιζέλο και ζήτησε την απελευθέρωση και προσάρτηση της Αν. Μακεδονίας στην Ελλάδα.19 Ο Ιωάννης Χατζηαντωνίου,20 ως μέλος της δημογεροντίας, με άλλους Ηπειρώτες (Στέργιο Στυλίδη και Αθανάσιο Πέτσα), με τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος 1913), βοήθησε τον μητροπολίτη Αγαθάγγελο στις συνεννοήσεις με τη βουλγαρική πλευρά για αναίμακτη αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων κατοχής από την πόλη.
Με το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, η Δράμα απελευθερώνεται πανηγυρικά (Ιούλιος 1913) και εισέρχεται, μετά από 550 χρόνια οθωμανικής κατοχής, στον στίβο της ελεύθερης πορείας της. Η τυπογραφία και η δημοσιογραφία, τα σπουδαιότερα και απαραίτητα μέσα «δια την εξέλιξιν και πρόοδον ενός τόπου, εσημείωσαν ευχάριστον εμφάνισιν και ανάπτυξιν εν τη πόλει της Δράμας», γράφει με αυτοπεποίθηση ο Θ. Αθανασιάδης, ανασκοπώντας, ως ειδικός και άμεσα εμπλεκόμενος, τη διαδρομή του Τύπου από το 1913-1930.21 Τις βάσεις του έβαλαν οι Ηπειρώτες, Ι. Πετρόπουλος και Γ. Καπρίνης το 1914, ιδρύοντας το πρώτο τυπογραφείο στη Δράμα. Σύντομα έγινε καλλιτεχνικό και εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ευρύτερης περιοχής. Μια πρωτοβουλία παρόμοια με εκείνη των Γλυκύδων, των Ηπειρωτών που ίδρυσαν (1670) τυπογραφείο στη Βενετία για την έκδοση ελληνικών βιβλίων. Στο πρώτο δραμινό τυπογραφείο εκδόθηκαν η πρώτη εφημερίδα (Ελευθερία) και το πρώτο περιοδικό (Ταχυδρόμος). Το ιστορικό τυπογραφείο υπήρξε κι αυτό θύμα των βουλγαρικών διαρπαγών της περιόδου 1916-1918. Αποσπάστηκε και μεταφέρθηκε λεία στη Βουλγαρία. Η διαρπαγή αυτή και η λήξη το 1917 της κυκλοφορίας της εφημερίδας Νέα Δράμα (του Γ. Συρούκη)22 σηματοδοτούν και το τέλος της πρώτης περιόδου της τυπογραφίας-δημοσιογραφίας στη Δράμα.
Η πλούσια εκδοτική-δημοσιογραφική δράση του φιλοπράγμονα Θ. Αθανασιάδη ανοίγει την επόμενη περίοδο (το 1920 εξέδωσε την εφημερίδα Σάλπιξ, ακολούθησε ο Ελεύθερος Κήρυξ το 1925, ενώ εργάστηκε και στο Θάρρος). Παράλληλα και ο Νίκος Καραθάνος από τις Πάδες (1902-1974) σταδιοδρομεί επί πενήντα χρόνια δυναμικά στον Τύπο ως συντάκτης εφημερίδων και διευθυντής της Πρωίας, ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφ. Πρωινά Νέα και εκδότης του Πρωινού Τύπου). Παρακαταθήκη αγωνιστικής δημοσιογραφίας σε δυστοπικές εποχές.
Την ίδια εποχή η Κεντρική Πλατεία της πόλης γίνεται για ακόμη μία φορά κέντρο μαρτυρίου. Η Πλατεία έχει μια διαχρονία, έχει τη δική της ιστορία. Ή μάλλον, αποτελεί μια επιτομή των εξελίξεων της πόλης. Στην Πλατεία συναιρείται η στρατιωτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική μικροϊστορία, όψεις της οποίας έχουμε δει σε συλλογές παλαιών φωτογραφιών. Επάλληλες οι στρώσεις της ιστορίας της: Τον Μάιο του 1946 από πυροσβέστες του Δήμου αποκαλύφτηκαν οι μαρμάρινες πλάκες, οι αναρτημένες «επί του επί της πλατείας προπολεμικώς ευρισκομένου πλατάνου», που οι Βούλγαροι έκοψαν για να χρησιμοποιήσουν την ξυλεία του. Πάνω σ’ αυτές αναγράφονταν τα ονόματα: «Άρμεν Κούπτσος απηγχονίσθη υπό των Τούρκων κατά το έτος 1905» και «Χριστόδ. Σαχίνης πρόξενος (εξ Ηπείρου) απηγχονίσθη υπό των Βουλγάρων το 1917».23 Ήταν ο μαρτυρικός θάνατος του Χριστόδουλου Σαχίνη από το χωριό Νεγάδες της Ηπείρου. Ο απαγχονισμός του άφησε ίχνη στη μνήμη των Δραμινών.24 Μνήμη που την ανακαλούμε διασχίζοντας σήμερα την οδό Σαχίνη. Οι παλαιοί μάλιστα Δραμινοί θα θυμούνται και τη Σιδηρά Γέφυρα Σαχίνη στο πάλαι ποτέ Τσάι, το υγρό θηρίο της πόλης που πλημμύριζε και κατασπάραζε τα παρακείμενα μαγαζιά.
Το 1922 η πλημμυρίδα των προσφύγων κατέκλυσε την περιοχή μας. Με τους ανθρώπους αυτούς ξεκινά η αθόρυβη επανάσταση του μετασχηματισμού της πόλης στον Μεσοπόλεμο. Αλλάζει ο βηματισμός της, η κοινωνία γίνεται πιο δυναμική αλλά και πιο σύνθετη. Η στιβαρή επιχειρηματική παράδοση των Δραμινών Ηπειρωτών συνεχίζεται μαζί με τις επαγγελματικές-βιοτεχνικές ειδικότητες γηγενών και προσφύγων και τις μικρής κλίμακας εταιρείες που αθρόες συστήνονταν. Ήταν στοιχεία που συγκροτούσαν το οικονομικό μοντέλο και το ήθος της εποχής. Εξελισσόμενος εξαστισμός που ανταποκρινόταν στον επιταχυνόμενο εκσυγχρονισμό και την ολοένα και πιο επεξεργασμένη και πολύμορφη οργάνωση της κοινωνίας.
Επαγγελματοβιοτέχνες και έμποροι Ηπειρώτες εξακολουθούσαν να αιμοδοτούν την τοπική οικονομική αλυσίδα. Στη συλλογική μνήμη των Δραμινών, είτε από αφηγήσεις προφορικές ή ιστορικές καταγραφές είτε από σωζόμενα τοπόσημα ή φωτογραφικές ή λογοτεχνικές αποτυπώσεις της παλαιάς Δράμας, έχουν εγχαραχτεί εμπορικές, βιοτεχνικές ή επιχειρηματικές επωνυμίες.
Το ατμοκίνητο και υδραυλικό εργοστάσιο αλευροποιίας των Χατζηαντωνίου – Ζιώγα (Νέα Αμισός) με παραγωγή 10.000 ανά 24ωρο,25 οι επιχειρήσεις του πολυπράγμονα Αθ. Αναγνώστου (ασφαλιστής, παραγωγός ηλ. ρεύματος, έμπορος),26 το ποτοποιείο και εργοστάσιο αεριούχων ποτών του Αθ. Μπινόπουλου (και Αθ. Χατζηβασιλείου), το εμπορικό κατάστημα αλεύρων και δημητριακών που διατηρούσαν οι αδελφοί Δεμιρόπουλοι (από το Νόστιμο Κοζάνης), οι διάφορες αντιπροσωπείες του Τάκη Σωτηρίου, τα αποικιακά του Δημ. Μπέκου (ποιος Δραμινός δεν έχει διασχίσει τη στοά Μπέκου), το κρεοπωλείο του Μακεδονομάχου και παρασημοφορηθέντος Ι. Ζαχαρόπουλου,27 το κατάστημα των ρωσικών ραπτομηχανών (άραγε κατά πόσο ήταν ανταγωνιστικές στις κυρίαρχες τότε γερμανικές Singer;) του πωλητή και επισκευαστή Θεόδωρου Δεβελέγκα (εκτελέστηκε κατά τα βουλγαρικά αντίποινα του ’41), το υποδηματοποιείο του κορυφαίου κατασκευαστή παπουτσιών Διονύση Κομπόκη στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, το ωρολογοποιείο στην Πλατεία Ελευθερίας κάτω από το Δημαρχείο που διατηρούσαν οι αδελφοί Ζιρκόπουλοι από το Νυμφαίο, το εστιατόριο του Αθ. Δουμπέσα, η ποτοποιία “Παρνασσός” του Κων. Πέκη, στην Πλατεία –πραγματοποιούσε εξαγωγές και στη Μασσαλία–, οι αντιπροσωπείες ραδιοφώνων και γραφομηχανών του Κίμωνα Εξάρχου. Μια φευγαλέα μόνο ματιά σ’ έναν κόσμο παραγωγικό, κινητικό και εξωστρεφή.
Περισσότερα ονόματα και στοιχεία καταγράφονται από τον κατεξοχήν μελετητή και γνώστη της οικονομικής ζωής της περιοχής μας, Θεόφιλο Δ. Αθανασιάδη (διευθυντής του Εμπορικού Επιμελητηρίου επί σειρά ετών) στην ιστορική του μελέτη: Οικονομική Στατιστική του νομού Δράμας, 1927 και στο Ημερολόγιον Δράμας που εξελίχθηκε σε Ημερολόγιον Ανατολικής Μακεδονίας, ένα εκδοτικό τόλμημα με κόστος και μόχθο, πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη δραμινή ιστορία του Μεσοπολέμου. Ο Θεόφιλος Αθανασιάδης υπήρξε ο Ηπειρώτης που αγάπησε τη Δράμα, δέσποσε για τρεις δεκαετίες στα δημόσια πράγματα και συνέβαλε με την πολυσχιδή δράση του στη μεσοπολεμική αναδημιουργία. Ήταν φιλόλογος με καλή παιδεία, άνθρωπος δημιουργικός με αρχές και ανοιχτούς ορίζοντες. Εκτός από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και την εμπορία προϊόντων προσωπικής υγιεινής, υπήρξε εκδότης εφημερίδων, δημοσιογράφος, διετέλεσε και δήμαρχος της πόλης.
Ανασκοπώντας τη δημιουργική παρουσία των Δραμινών Ηπειρωτών, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πόσο οι άνθρωποι αυτοί υπερασπίστηκαν τα σχολεία και την εκπαίδευση. Πολλαπλώς. Είτε στελεχώνοντας ως εκπαιδευτικοί αρχικά το Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, κατόπιν το νεόδμητο Γυμνάσιο Αρρένων είτε συντηρώντας τα ως κοινότητα πολιτών ή γονέων, «εκ των συνδρομών των φιλογενών, φιλομούσων και ενθουσιωδών Ελλήνων κατοίκων».28 Παρέλκει εδώ να σημειώσουμε ονόματα διδασκόντων γνωστά ήδη από σχετικές έρευνες. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον καταγόμενο από την Κοζάνη Αθανάσιο Διάφα, φιλόλογο και ποιητή, που υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης, για μερικά χρόνια μέχρι το 1935, στο λεγόμενο «Ημιγυμνάσιον» Δράμας. Αξιομνημόνευτη είναι και η κόρη του σπουδαίου εκπαιδευτικού Αν. Πηχεών (από την Αχρίδα), η οποία διηύθυνε το Παρθεναγωγείο, «το αρχαιότερον τούτο παρθεναγωγείον Δράμας το επί δεκαοκταετίαν ολόκληρον διευθυνόμενον υπό της σθεναράς Διδασκαλίσσης κ. Ελένης Πηχεών».29 Η εκπαίδευση των Δραμινοκορασίδων σε καλά χέρια. Και σε γονείς (μεταξύ αυτών Ηπειρώτες) που με διαβήματά τους ζητούσαν να καλυφθούν κενές θέσεις καθηγητών, ένα μόνιμο πρόβλημα του Γυμνασίου.30 Άλλοι καιροί. Άλλα ήθη.
Αποδημώντας από τα ορεινά χωριά της Πίνδου, οι Ηπειρώτες εγκατέλειπαν το υγιεινό περιβάλλον, για να εγκατασταθούν στην πεδινή, πλην όμως ανθυγιεινή Δράμα. Αρκετές οι ελώδεις εκτάσεις του κάμπου, ενώ και οι συνθήκες υγιεινής της πόλης παρέμεναν μεσαιωνικές μέχρι και τη δεκαετία του ’30. Κατά περιόδους η κατάσταση επιδεινωνόταν (βουλγαροκρατία, προσφυγιά). Η νοσηρότητα και η λοιμική (ελονοσία, εξανθηματικός τύφος, φυματίωση, οστρακιά, αφροδίσια κ.ά.) ήταν φαραωνική πληγή. Σε εποχές όπου η δημόσια υγεία δεν ήταν υπόθεση κρατικής πολιτικής αλλά αδελφάτων, μπορούμε να φανταστούμε τον ρόλο των ιδιωτών γιατρών. Από τα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αι., μαζί με τους επαγγελματίες ή εμπορευόμενους Ηπειρώτες εγκαθίστανται και γιατροί (Αν. Αναγνώστου, Ν. Δασούκης). Η επόμενη γενιά αναβαθμίζει το προσφερόμενο επίπεδο ιατρικών υπηρεσιών στη Δράμα· υπηρεσίες που στη συγκυρία εκείνη ας υπολογιστούν με ανθρωπιστικό πρόσημο. O γιατρός Ιωάννης Γάκης ανέλαβε τη διεύθυνση του Δημοτικού Νοσοκομείου. Συνέπραξε με τους γιατρούς Κ. Προκοπίου και Ι. Ιωαννίδη και ίδρυσαν την ιδιωτική κλινική Ελπίς στην οδό Αδριανουπόλεως. Ο Δημήτρης Αποστολίδης, γιατρός μαιευτήρας γυναικολόγος, ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε στη Δράμα το 1915. Αντιμετώπιζε το ιατρικό επάγγελμα ως λειτούργημα («πρόθυμος επίκουρος των ενδεών και των ζητούντων την συνδρομήν του»)31 και προσέφερε αφιλοκερδώς πολύτιμες φροντίδες στους αναξιοπαθούντες πρόσφυγες του 1922. Είναι κι αυτή σπουδαία παρακαταθήκη.
Σημαντικές συλλογικότητες οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα συγκροτήθηκαν με πρωτοβουλία Ηπειρωτών. Αρκετοί από τους προαναφερθέντες επαγγελματίες υπήρξαν ιδρυτικά μέλη του «Εμπορικού Συλλόγου Δράμας» (ιδρύθηκε το 1919) και του Περιφερειακού Επιμελητηρίου (1927), το οποίο δεν εργαζόταν μόνο για τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα του κλάδου αλλά και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κοινωνίας συνολικά, προωθώντας ενέργειες για την ίδρυση τηλεφωνικού κέντρου, την τηλεφωνική σύνδεση Αθηνών-Δράμας, για την αποξήρανση των ελών των Φιλίππων, τη βελτίωση της συγκοινωνίας και την εφαρμογή σχεδίου πόλεως.
Ηπειρώτες στην πλειονότητά τους, με επίγνωση του κομβικού τους ρόλου στην ανάπτυξη της πόλης, ίδρυσαν το 1927 τη «Λέσχη της Δράμας», διακηρύσσοντας τους κοινωφελείς στόχους της: «Η ραγδαία εξέλιξις της πόλεως Δράμας επί τα πρόσω και η διαμόρφωσις αυτής εις έν κέντρον μεγίστης σπουδαιότητος και από απόψεως οικονομικής και από απόψεως κοινωνικής επέβαλεν εις τους κατοικούντας αυτήν πολίτας να λάβωσιν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς ευπρόσωπον και ανταξίαν εμφάνισιν της Κοινωνίας της». Ενδιαφέρουσα είναι η θέση που διατυπώνεται για την «ανάγκη της στενωτέρας επαφής των κατοίκων της Δράμας από όλας τας απόψεις» και για «το συντελούμενον έργον της ανορθώσεως δια της προσελεύσεως τοσούτων αδελφών προσφύγων».32 Καταγράφεται η ανοιχτόμυαλη, ορθολογιστική θέση των αστών της πόλης να συμπορευτούν, χωρίς αντιπροσφυγικές προκαταλήψεις και διαχωριστικές γραμμές, με τους νέους κατοίκους της πόλης, κάποιοι από τους οποίους ήδη αναδεικνύονταν σε υπολογίσιμους οικονομικούς παράγοντες. Οι Ηπειρώτες συνέχισαν να οδηγούν τις εξελίξεις και να καταφάσκουν στις προκλήσεις της νέας εποχής συστήνοντας θεσμούς αλληλεγγύης και συνεργατικότητας. Σπουδαία παρακαταθήκη. Και είναι κίνητρο να ανιχνεύουμε τις ρίζες μας, προσωπικές και συλλογικές. Έτσι είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και την κοινωνία μας, στο παρελθόν αλλά και στο σήμερα.
Υποσημειώσεις
1 Η λέξη Ηπειρώτες χρησιμοποιείται μέσα στο κείμενο με την ιστορική και πολιτισμική διάσταση και όχι τη σημερινή, στενή γεωγραφική. Αντιπροσωπεύει συνεκδοχικά τους ελληνόφωνους και προπάντων τους βλαχόφωνους Έλληνες της Πίνδου, με πυρήνα τους πληθυσμούς της Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας.
2 Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποτ, Ένας Άγγλος στη Μακεδονία του 1900, Αθήνα 2004-5, σ. 258-263.
3 Β. Κ. Δαλκαβούκης, Ζαγορίσιοι, βλάχοι, σαρακατσάνοι, γύφτοι: εθνοτοπικές ομάδες στο Ζαγόρι τον 20ό αιώνα, (διδακτ.διατρ., ΑΠΘ), 2001 σ. 18 κ.ε.
4 Τις εγκαταστάσεις των Ηπειρωτών από τις Πάδες στην περιοχή μας χαρτογραφεί με πλούσιο υλικό και αναλυτικά στοιχεία στην εμπεριστατωμένη μελέτη του ο Δραμινός ερευνητής Στράτος Κασμερίδης, «Οι παροικίες των Παδιωτών στην Ανατολική Μακεδονία (19ος – 20ός αι.)», ΠΕΣΔ (5/2013), τ. 1, σ. 729-758. Υπό δημοσίευση είναι και το βιβλίο «Ιστορία Ηπειρωτών νομού Δράμας, από τις αρχές του 19ου αι. μέχρι σήμερα», του Δραμινού, με ηπειρωτικές ρίζες, φιλολόγου ερευνητή Γρηγόρη Μαρτίνη.
5 Κανονικά, το «Βλαχοζάγορο» είναι το ανατολικό Ζαγόρι, αποτελούμενο από 12 χωριά, μεταξύ των οποίων και η Λάιστα. Από τα χωριά Λάιστα και Πάδες της περιοχής της Κόνιτσας κατάγονται οι περισσότεροι ηπειρωτικής καταγωγής Δραμινοί της πόλης μας.
6 Δαλκαβούκης, ό.π., σ. 21 κ.ε.
7 Αστέριος Κουκούδης (επιμ.-κείμ.), Από τη ζωή των Βλάχων στα 1900, σ. 46-47. Προσβάσιμο στο https://issuu.com/vlachs.gr/docs/vlachs-at-1900
8 Ο Γεώργιος Ζαχάρης «καφφεπώλης», όπως αναφέρεται στις πηγές, δηλαδή επαγγελματίας καφετζής στη Δράμα, ήταν άνθρωπος με ισχυρή παρουσία στον χώρο της διασκέδασης, μισθωτής του εξοχικού κέντρου «Ρέμβη», ιδιοκτήτης καμπαρέ στην οδό Ι. Δραγούμη και άλλων συναφών δραστηριοτήτων.
9 Το 1920, τέσσερα χρόνια πριν από την αναχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της Δράμας, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης αποτελούσαν οι: Μιχαήλ Βαδράτσικας, Φίλιππος Φιλίππου, Στέργιος Στυλίδης, Χρήστος Μπάλας, Αλέξανδρος Δεϊρμεντζόγλου, Ιωάννης Χατζηαντωνίου, Ν. Ζιώγας, Πέτρος Κωνσταντίνου και οι μουσουλμάνοι: Σεακήρ Χουσεΐν, Χουσενή Χουσενή, Ρασίμ Χατζή Ισεΐν, Ρασίμ Χατζή Σελίμ, Εμσεντίν Εφέντη, Τσαλτικτσή Μεμέτ και Μαχμούτ Βέης. Και ο Εβραίος Μπονόμο Χαΐμ. Βλ. Νίκος Α. Κωνσταντινίδης, Συνοπτικό σχεδίασμα δημογραφικής κινητικότητας στην πόλη της Δράμας από την αρχαιότητα ως το 1920, Δράμα 2009, σ. 20.
10 Ο Αχιλλέας Βαγενάς, με σπουδές στις οικονομικές και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, μυημένος στις αρχές του κομουνισμού, πνευματικά καλλιεργημένος και γλωσσομαθής, ένας καθολικός άνθρωπος της εποχής.
Πατέρας του Ξενοφώντα ήταν ο Ευάγγελος Μπινόπουλος από το Λέχωβο. Όπως και ο Αθ. Βαγενάς, ήταν από εκείνους που φρόντισαν τα παιδιά τους να λάβουν μόρφωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διαθήκη του ο Μπινόπουλος διαθέτει την ακίνητη περιουσία του ως προίκα μόνο στις δύο κόρες του, «καθόσον πάντα τα λοιπά τέκνα μου [σ.σ. τους τρεις γιους του] τα εσπούδασα και εμόρφωσα εν τη κοινωνία». ΓΑΚ Δράμας, Συμβολαιογράφος Ε. Μαρκάκις, αρ. 33344.
11 Από την πρώτη εκδρομή του Ομίλου στο Μοναστηράκι (Δρυάνοβο) γράφει, με σκέψη και συναίσθημα για το αποψιλωμένο τοπίο κοντά στη βρύση του χωριού: «Στα αλώνια του χωριού και κάτω στα λίγα δένδρα που βρίσκονται κοντά στη βρύση […] Ανάφερα λίγα δένδρα γιατί τώρα στο χωριό έμειναν τα θαμνώδη πουρνάρια ενώ άλλοτε γύρω του πρασίνιζαν πολλά δένδρα και είχαν αποτελέσει δάσος που έγινε κι αυτό θύμα του πολέμου
του 1912-1913 και τόπος ξυλεύσεως του στρατού της τότε κατοχής», στο ΗΑΜΘ, 1 (1930) 23.
12 Με τα χαρακτηριστικά του πολυσχιδούς επιχειρηματία (έμπορος, εκμισθωτής εμπορικών καταστημάτων, ενοικιαστής φόρου της δεκάτης) εμφανίζεται επί τρεις δεκαετίες ο εκ Πάδων καταγόμενος Αθανάσιος Βαγενάς (εγκαταστάθηκε στη Δράμα μετά το 1899). Σεβαστή και εξέχουσα προσωπικότητα, έχαιρε καθολικής εκτίμησης για την τιμιότητα, την εργατικότητα, την κοινωνική και εθνική προσφορά του (μέλος της Επιτροπής για τη στέγαση των προσφύγων, διετέλεσε πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου, του Συλλόγου Ξυλεμπόρων και άλλων σωματείων) και πρωτοστατούσε σε κάθε φιλοπρόοδη και μορφωτική κίνηση. Ακριβέστερα στοιχεία για την ιστορική οικογένεια Βαγενά παραθέτει ο Νάσος Βαγενάς, “Οικογενειακή μαρτυρία”, Από τον Μακεδονικό Αγώνα… στην απελευθέρωση της Δράμας. Πρακτικά Συνεδρίου, Δράμα 2018, σ. 37-46. Βλ. και τη νεκρολογία του Αθ. Βαγενά, Θάρρος, 22.05.1948.
13 ΓΑΚ Δράμας, Συμβολαιογράφος Εμ. Μαρκάκις, αρ. 7784.
14 Ο Χρυσόστομος, σε σύμπραξη με τον Ίωνα Δραγούμη, Πρόξενο της Ελλάδας στις Σέρρες το 1904, οργάνωσε επιτροπές Άμυνας με πατριώτες Έλληνες, στελεχωμένες κυρίως από Ηπειρώτες.
15 Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, τ. Α΄ Μητροπολίτης Δράμας 1902-1910, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σ. 70-74.
16 Αριστοτέλης Νικ. Σπυριδόπουλος – Βασίλης Δημητριάδης, «Οι Μακεδονομάχοι του Νομού Δράμας», Από τον Μακεδονικό Αγώνα… στην απελευθέρωση της Δράμας. Πρακτικά Συνεδρίου, Δράμα 2018, σ. 251-253.
17 Στο ίδιο, σ. 259.
18 Θάρρος, 26.09.1930. Βλ. σχετικά και Το Αρχείον…, ό.π., σ. 264-267.
19 Θάρρος, 27.11.1926.
20 Ο εκ Πάδων Αντώνιος Χατζηαντωνίου (μέσα του 19ου αι. ήρθε στη Δράμα) επιδόθηκε στο εμπόριο αλεύρων και σιτηρών. Υπήρξε πρόκριτος της ελληνικής κοινότητας και επίτροπος του μητροπολιτικού ναού. Ο γιος του Ιωάννης διεύρυνε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας, διετέλεσε έφορος των σχολείων της πόλης, διακρίθηκε για το κοινωφελές έργο του και συνδέθηκε με τον Χρυσόστομο. Ήταν μία από τις επιφανείς οικογένειες της Δράμας. Το 1917 οδηγήθηκε μαζί με τον άρρενα πληθυσμό της Δράμας και άλλους Παδιώτες όμηρος στη Βουλγαρία.
21 Θεόφιλος Δ. Αθανασιάδης, «Ιστορική ανασκόπησις της τυπογραφίας και δημοσιογραφίας εν Δράμα από του 1913-1930», Ημερολόγιον Δράμας (1930) 36-39.
22 Γεωργία Μπακάλη, «H Νέα Δράμα», 1917: Μια αποκλίνουσα περίπτωση δημοσιογραφίας στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία, προσβάσιμο στο http://clioturbata.com
Ο Γ. Συρούκης καταγόταν από την Ευρυτανία. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους άσκησε τη δημοσιογραφία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν (1916-1926) στη Δράμα και την Κομοτηνή, εκδίδοντας διάφορες εφημερίδες ενώ ασχολήθηκε και με την ποίηση. Από το 1921 το τυπογραφείο του (Στ. Πεντζίκη-Γ. Συρούκη) βρισκόταν στην οδό Προσωτσάνης απέναντι από την εμπορική Λέσχη.
23 Τρία ακόμη ονόματα απαγχονισμένων το 1917 αναγράφονταν: Στ. Ασβεστάς και Ι. Τσολάκης από το Πράβι και Δημ. Τιμοθέου από το Παλαιοχώρι. Θάρρος, 21.05.1946.
24 Ο Χριστόδουλος Σαχίνης υπηρετούσε ως προξενικός υπάλληλος της Ελλάδας στη Δυτική Θράκη, η οποία τελούσε μετά το 1912 υπό βουλγαρική διοίκηση. Το 1916, λίγο πριν εισέλθουν οι Γερμανοβούλγαροι στην περιοχή μας, ο Σαχίνης κατέφυγε στη Δράμα όπου συνελήφθη και, όταν οι βουλγαρικές αρχές κατοχής βρήκαν ενοχοποιητική σε βάρος του επιστολή, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Ο Σαχίνης στις 11 Ιουνίου 1917 οδηγήθηκε στο ικρίωμα που είχε στηθεί στην Κεντρική Πλατεία της Δράμας και απαγχονίστηκε τελετουργικά ─ μέσον εκφοβισμού του πλήθους που παρακολούθησε τον απαγχονισμό. Φωτογραφίες του απαγχονισμού τραβήχτηκαν από τον Θ. Αναγνώστου και δημοσιεύονταν σε σχετικά αφιερώματα στο Θάρρος. Έμειναν ανεξίτηλο αποτύπωμα τραυματικών εμπειριών, μνημών και αναμνήσεων από γεγονότα στα οποία μετείχαν οι επιζήσαντες Δραμινοί.
25 Για τους Γεώργιο Xατζηαντωνίου και Ιωάννη Ζιώγα καθώς και για κάποιους ακόμη επιφανείς Δραμινούς ο δημιουργικός και αγωνιστικός κύκλος της ζωής τους έκλεισε άδοξα και δραματικά τον Δεκέμβριο του 1944. Την περίοδο της διοίκησης του ΕΑΜ στη Δράμα (Σεπτέμβριος 1944-Μάρτιος 1945), συνελήφθησαν (δεκατρείς ή κατ’ άλλους δεκαπέντε άτομα) και μεταφέρθηκαν στο Σουφλί του Έβρου όπου εκτελέστηκαν. Βλ. Νέα αλήθεια [Θεσσαλονίκη], 23.02.1945 και Κυράνθη Στράντζαλη (επιμ.), Καλαμπάκι 1914-2014. Μαρτυρίες, Δράμα 2014, σ. 105-111. Οι εκτελέσεις αυτές, που αποτελούν μελανή σελίδα της εαμοκρατίας στη Δράμα, δεν έχουν φωτιστεί επαρκώς ως προς τις συνθήκες και τα αίτιά τους. Σύμφωνα με την έκθεση του συνταγματάρχη Σ. Πρόκου για την περίοδο από 16/10-08/12/1944, μετά την εγκατάσταση στη Δράμα κυβερνητικής αντιπροσωπείας, στρατιωτικής δύναμης και βρετανικού στρατιωτικού τμήματος, η προσπάθεια συμφιλίωσης ΕΛΑΣ και ΕΑΟ απέτυχε. Τα πνεύματα οξύνθηκαν επικίνδυνα ενόψει μάλιστα και του επικείμενου αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. Στη Δράμα, την 1η Δεκεμβρίου 1944 ξέσπασε αδελφοκτόνος σύρραξη που συνεχίστηκε μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου με πολλά θύματα και συλλήψεις αστών. Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού/ΔΙΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), τ. 1, Αθήνα 1998, σ. 190-198.
Πρόκειται για τραυματική μνήμη. Η ψύχραιμη αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, μέσα από τη νηφάλια προσέγγιση και τη μελέτη των τεκμηρίων (για την πολιτική οργάνωση του ΕΑΜ, την ιδεολογική του στάση απέναντι στην αστική τάξη, στους δωσίλογους, στον ξένο παράγοντα, στον ανταγωνισμό των αρχηγών του ΕΛΑΣ με τους εθνικιστές της ΕΑΟ) μπορούν να ερμηνεύσουν το σύνθετο γεγονός και τα πάθη του ολέθριου Εμφυλίου στην περιοχή μας. Έτσι διαλύονται μύθοι και αμβλύνονται πολώσεις που εκκολάπτουν διχαστικές μνήμες και πολιτικές εμπάθειες.
26 Ο Αθανάσιος Αναγνώστου ήταν γιος του Παδιώτη γιατρού Αναστάσιου Αναγνώστου. Γεννημένος (1880) στις Πάδες, σπούδασε στην Οικονομική Σχολή του Νούκα (Θεσσαλονίκη) και από το 1920 δραστηριοποιήθηκε επιτυχώς στο εμπόριο σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Το 1922 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του σωματείου ξενοδόχων. Αναμείχθηκε ζωηρά στα πολιτικά πράγματα καθώς και στην κοινωνική ζωή της πόλης, όπου επέδειξε έντονη φιλανθρωπική δράση. Τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Φοίνικος από τον Βασιλιά. Υπήρξε κατά καιρούς συντάκτης στην εφημερίδα Θάρρος.
27 Ήταν από τους παλαιότερους Ηπειρώτες της Δράμας. Τιμήθηκε για τη συμμετοχή και προσφορά του στον Μακεδονικό Αγώνα. Διατηρούσε κρεοπωλείο στην Ίωνος Δραγούμη. Τον Σεπτέμβριο του 1941 οι δυο κόρες του, Μαίρη και Σταματία, εκτελέστηκαν κατά τα αιματηρά βουλγαρικά αντίποινα. Δεν αποκλείεται η διπλή αυτή εκτέλεση να ήταν πράξη αντεκδίκησης για την αντιβουλγαρική δράση του πατέρα τους.
28 Θεόφιλος Δ. Αθανασιάδης, Οικονομική Στατιστική του Νομού Δράμας, 1927 (Φεβρουάριος 1928), Νίκος Α. Κωνσταντινίδης (επιμ.), Θεσσαλονίκη 2001, σ. 21.
29 Θάρρος, 11.02.1927.
30 Ο Αγών, 17.01.1926.
31 Φάρος, 21.05.1937.
32 Θάρρος, 11.02.1928.