Επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι ο δημόσιος διάλογος και η με επιχειρήματα γόνιμη αντιπαράθεση, θέσεων -ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για επιστημονικά ζητήματα που άπτονται της λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος- είναι δείγμα πολιτικού πολιτισμού και αποτελεί την πεμπτουσία της Δημοκρατίας, απαντώ, δι’ ολίγων, στον αγαπητό συνάδελφο Θεόφιλο Ξανθόπουλο επί των θεμάτων που θέτει στη δημοσιευθείσα, στα “ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ” της 24/6/19, “απάντησή” του, με τίτλο “ψάχνοντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος”, επί του δημοσιευθέντος στην ίδια εφημερίδα, στις 19/6/19, άρθρου μου, με τίτλο “Περί βιασμού του Συντάγματος και της Δημοκρατίας”, το οποίο αναφέρονταν στην συνταγματικότητα του διορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την παρούσα κυβέρνηση, καθώς επίσης και στο εύρος των αρμοδιοτήτων της, ενόψει προεκλογικής περιόδου.
Επί του ισχυρισμού μου λοιπόν ότι οι απόψεις που εξέφραζε επί του πιο πάνω θέματος ο αγαπητός συνάδελφος βρίσκονταν “σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις του συνόλου των πλέον εγκρίτων Ελλήνων συνταγματολόγων”, μου αντιπαραθέτει ότι τις ίδιες μ’ αυτόν απόψεις εκφράζει και «μία σειρά άλλων έγκριτων καθηγητών νομικής, όπως π.χ. ο κύριος Σταθόπουλος», πλέον δε αυτού, ήτοι επί του περιεχομένου και της ουσίας αυτών των ισχυρισμών, ουδέν.
Επειδή όμως δεν συνηθίζω να καταπιάνομαι με παρόμοια ζητήματα, δίχως πλήρη τεκμηρίωση, παραθέτω ευθύς αμέσως τα όσα επί του ανω θέματος εκθέτει ο καθηγητής του Αστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, ο οποίος μάλιστα προσφάτως «προσχώρησε» στη λεγόμενη “Προοδευτική Συμμαχία”, που φιλοδοξεί να αποτελέσει μία ακόμη συνιστώσα του παραπαίοντος κυβερνητικού συνονθυλεύματος.
Ιδού λοιπόν τι αναφέρει εντελώς επιγραμματικά, ο κύριος Σταθόπουλος στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 29/5/19: “Μία τέτοια κίνηση μπορεί τυπικά μεν να μην απαγορεύεται από το Σύνταγμα, αλλά θα ήταν προφανώς αντιδεοντολογική” και συνεχίζει “Η κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον την πολιτική νομιμοποίηση να λάβει μία τόσο σοβαρή απόφαση διότι βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράστηκε στις ευρωεκλογές”. Σε ποιο σημείο λοιπόν ο αγαπητός συνάδελφος συμπλέει όπως ισχυρίζεται, με τον κ. Σταθόπουλο, όταν οι θέσεις που ο ίδιος εξέφρασε βρίσκονται σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος με αυτές του -και “φιλοσυριζαίου”- καθηγητή, ενώ αντιθέτως οι δικές μου ταυτίζονται μαζί του. Πολύ φοβάμαι ότι ο αγαπητός συνάδελφος δεν μπήκε στον κόπο να αναγνώσει καν τις απόψεις του κ. Σταθόπουλου και προφανώς τις θεωρεί δεδομένες, ενόψει ίσως και των όψιμων πολιτικών του επιλογών. Ίσως ακόμη και να παρασύρθηκε από τον παραπλανητικό τίτλο της κομματικής “ΑΥΓΗΣ”, –δείγμα απτό κι αυτό των περί Τύπου αντιλήψεων του «συριζαϊκού» κόσμου– όπου ο κ. Σταθόπουλος εμφανίζεται να επικροτεί τις επιλογές της κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, και αναφορικά με το επίμαχο ζήτημα για το οποίο ο συνάδελφος θεωρεί ότι οι απόψεις του ταυτίζονται με αυτές «σειράς άλλων έγκριτων καθηγητών Νομικής», θα το θεωρούσα ιδιαίτερα χρήσιμο αυτόν να προσέτρεχε, εντελώς ενδεικτικά, στις εμπεριστατωμένες –και δημοσιευθείσες– απόψεις που εκφράστηκαν επ’ αυτού, εκτός από τους εμβληματικούς ομότιμους καθηγητές του Συνταγματικού δικαίου, κυρίους Μανιτάκη και Αλιβιζάτο, και από τους κυρίους Ξεν. Κοντιάδη, καθηγητή Συνταγματικού δικαίου στο Πάντειο πανεπιστήμιο, Γεώργιο Γεραπετρίτη και Σπύρο Βλαχόπουλο, καθηγητών του Συνταγματικού δικαίου στο ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνο Χρυσόγονο και Γρηγόρη Καλφέλη, καθηγητών του Συνταγματικού δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, αντίστοιχα, στο ΑΠΘ, ως των πλέον ειδικών, για ασφαλή μόρφωση γνώμης, παρά να αναλώνεται σε αόριστες και προδήλως εσφαλμένες αναφορές, προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Και να είναι βέβαιος ότι σε μία τέτοια όμορφη «περιπέτεια» πολιτισμένης αντιπαράθεσης, τόσο νομικών, όσο και πολιτικών επιχειρημάτων θα τον ακολουθήσω, έχοντας ως μοναδικό μέλημα την, μέσω της γνώσης των συνταγματικών διατάξεων, ανάδειξη της ανάγκης σεβασμού της ουσιαστικής συνταγματικής νομιμότητας, η οποία ενώ θα έπρεπε να αποτελεί πρωταρχική επιδίωξη μιας υποτιθέμενης κυβέρνησης της Αριστεράς, κατέληξε στις μέρες μας να αποτελεί βασικό ζητούμενο.
Έρχομαι τώρα στον ισχυρισμό του αγαπητού συναδέλφου ότι τα “δύστροπα γεγονότα’’, όπως ο ίδιος τα αποκαλεί, που ακολούθησαν το πιο πάνω δημοσίευμά μου, “κατέρριψαν πλήρως τους ισχυρισμούς μου’’, περί του ότι δηλαδή η κυβέρνηση, μετά την είσοδο της χώρας σε προεκλογική περίοδο, όφειλε να λαμβάνει αποφάσεις μόνο για «τρέχουσας φύσης ζητήματα», εχόντων επείγοντα χαρακτήρα», τούτο δε λόγω της εμφανούς δυσαρμονίας της με την λαϊκή βούληση, ως συνέπεια του αποτελέσματος των πρόσφατων ευρωεκλογών.
Αναφερόμενος λοιπόν σε αυτά τα «δύστροπα γεγονότα» που ακολούθησαν το δημοσίευμά μου, τα εστιάζει αποκλειστικά “στην ένταση που πυροδότησε προσφάτως η Τουρκία σχετικά με τις ΑΟΖ” και «στην πρωτοβουλία που πήρε η κυβέρνηση να απευθυνθεί στα πολιτικά κόμματα, καθώς και στην Ε.Ε., προσδοκώντας την επιβολή κυρώσεων κατά του απείθαρχου γείτονα». Αφού λοιπόν θεωρεί “μείζονος σημασίας για τα εθνικά θέματα” τις άνω «πρωτοβουλίες», αναρωτιέται περιπαικτικά αν αυτές «εντάσσονται στον υπηρεσιακό χαρακτήρα και αφορούν μόνο τρέχουσας φύσεως και επείγοντος χαρακτήρα υποθέσεις» καταλήγοντας ότι είναι «αστείο» και να το υποθέσει κανείς, καλώντας με παράλληλα να το ξανασκεφτώ και να αναθεωρήσω τις απόψεις μου.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι θα απογοητεύσω και πάλι τον αγαπητό συνάδελφο γιατί η επιχειρηματολογία του, και όχι τα «γεγονότα» είναι δυστυχώς είναι «δύστροπα», που δεν αντέχει καν σε σοβαρή κριτική.
Θα του υπενθυμίσω λοιπόν ότι αυτό που ισχυρίστηκα –και που συνεχίζω να υποστηρίζω– σε αγαστή σύμπλευση με το σύνολο του νομικού και πολιτικού κόσμου της χώρας, καθώς και με το σύνολο των ελεύθερα σκεπτόμενων δημοκρατικών πολιτών, είναι ότι καμία κυβέρνηση, που αποδεδειγμένα, όπως η παρούσα, έχει απωλέσει την λαϊκή στήριξη, δεν νομιμοποιείται ηθικά και πολιτικά –και ενώ η χώρα διανύει προεκλογική περίοδο– να λαμβάνει, δίχως μάλιστα ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, τόσο σοβαρές αποφάσεις, όσο ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης για τα επόμενα χρόνια, διαδικασία που εκ των πραγμάτων ουδόλως έχει «επείγοντα χαρακτήρα». Περαιτέρω, σε καμία περίπτωση και ουδέποτε διανοήθηκα ή υποστήριξα, ότι όποια κυβέρνηση, ακόμη δηλαδή και η ακραιφνώς «υπηρεσιακή», στερείται του δικαιώματος να λαμβάνει αποφάσεις, όχι μόνο για «τρέχουσας φύσεως ζητήματα», αλλά και για ιδιαιτέρως σοβαρά, όταν αυτό το επιβάλλουν «έκτακτες περιστάσεις» και το επιτάσσει το «εθνικό συμφέρον», υπό την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση ότι αυτά υφίστανται και ότι επιζητείται προηγουμένως η εξασφάλιση ευρύτερης συναίνεσης εκ μέρους όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων της χώρας.
Η πρόσφατη επίκληση, εκ μέρους της Κυβέρνησης, «έκτακτου» εθνικού θέματος –ασχέτως του ότι οι επιγενόμενες εξελίξεις προκάλεσαν την εύλογη εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι η ανακίνηση του θέματος της επικείμενης προσβολής της ΑΟΖ της Κύπρου, εκ μέρους της Τουρκίας και η συνεπεία αυτής έκτακτη σύγκληση του ΚΥΣΕΑ, ήταν μια «θεατρική» προεκλογική κίνηση καθαρά επικοινωνιακού χαρακτήρα προς ικανοποίηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων– και ανεξαρτήτως αν αυτή ήταν βάσιμη, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την λήψη απόφασης εκ μέρους της ίδιας Κυβέρνησης, περί διορισμού εκ μέρους της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, αυτό όχι μόνο δεν αποτελεί «επείγον ζήτημα», αλλά αντιθέτως προκαλεί και τις εύλογες υπόνοιες- με βάση και την μέθοδο που επιλέχτηκε μεροληπτικής επιλογής και απόπειρας μελλοντικής διασφάλισης ευνοϊκής μεταχείρισης απ’ τους διορισθέντες «εκλεκτούς» της Κυβέρνησης.
Κλείνοντας αυτήν μου την «απάντηση» θα ήθελα να επισημάνω στον αγαπητό συνάδελφο ότι η άνω συσχέτιση που επιχειρεί, εκτός από ατυχής και άστοχη ενέχει συγχρόνως και το στοιχείο της υπονόμευσης του ιδίου του κύρους και της αξιοπιστίας του θεσμού της Δικαιοσύνης, το οποίο είναι φανερό ότι πλήττεται βάναυσα με παρόμοιου είδους μεθοδεύσεις. Το ίδιο κακό όμως μπορεί –και αυτό είναι ίσως και το σοβαρότερο– να προκληθεί και στην ύπαρξη και ομαλή λειτουργία της όποιας Δημοκρατίας, έχουμε με κόπους κατακτήσει στα μεταπολιτευτικά μας χρόνια.
Αν λοιπόν μετά απ’ όλα αυτά ο αγαπητός συνάδελφος δεν θέλει, ή δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί την ουσία των πιο πάνω διακρίσεων, που συνιστούν κατ’εξοχήν εξέχον πολιτικό ζήτημα –και σ’ αυτό συμφωνώ μαζί του– τότε, πολύ λυπάμαι, είναι ορατός ο κίνδυνος να χάσει ο ίδιος και το δέντρο και το δάσος.
Όταν τελικά χάνεται και το δέντρο και το δάσος (οφειλόμενη απάντηση στον Θεόφιλο Ξανθόπουλο, υποψήφιο βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Δράμας)
Του Κωνσταντίνου Κυριαζή-Κηπουρού, Δικηγόρου Δράμας