Περί βιασμού του Συντάγματος και της Δημοκρατίας

Του Κωνσταντίνου Κυριαζή-Κηπουρού, δικηγόρου

0
872

Από την πρώτη στιγμή που, πρίν από τεσσεράμιση χρόνια, η τερατογένεση “ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ” γινόταν, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας, απτή πραγματικότητα, ως κάτι το απολύτως φυσιολογικό, και το “κόλλημα” στην καρέκλα της εξουσίας αποκάλυπτε καθημερινά το αντιαισθητικό κυρίως ύφος της λεγόμενης “πρώτης φοράς Aριστεράς”, ήταν στις προθέσεις μου να πάρω δημόσια θέση για τα “έργα και τις ημέρες” της.Παρά ταύτα, ενεργώντας με αυτοσυγκράτηση – προσμένοντας ίσως και κάποιο θάμα – δεν το έπραξα μέχρι σήμερα, παρ’ ότι ο κατήφορος δεν είχε τέλος.
Το επιχειρώ τώρα, που όπως όλα δείχνουν, το καταστροφικό της πέρασμα από την πολιτική ζωή του τόπου θα αποτελέσει θλιβερή ανάμνηση και ενδεχομένως αφορμή για την αποκατάσταση των αληθινών αξιών της “Ανανεωτικής Αριστεράς” που τόσο βάναυσα τρώθηκαν και περιφρονήθηκαν από αυτούς που, δυστυχώς, αναρριχήθηκαν στην εξουσία με την επίκληση τους. Το επιχειρώ ακόμη, όχι γιατί εμφορούμαι από αισθήματα μνησικακίας για μέχρι χθές “συντρόφους” αλλά γιατί αποτελεί βαθιά εσωτερική ανάγκη ενός ανθρώπου που επί σαράντα και πλέον χρόνια “θήτευσε”, ως απλός στρατιώτης, στην υπηρέτηση αυτών των αξιών και τις είδε να ευτελίζονται από κάποιους μαθητευόμενους και ναρκισσευόμενους “μάγους”, οι οποίοι, όντας εντελώς απροετοίμαστοι και ακατάλληλοι, καβάλησαν γρήγορα το καλάμι της εξουσίας, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο την λαϊκή “αγανάκτηση” των “πέτρινων” χρόνων της “κρίσης”, έχοντας ως βασικό τους όπλο το ψεύδος, την αντιμνημονιακή υστερία και τον διχαστικό λόγο, παράλληλα με έναν άκρατο και δημαγωγικό λαϊκισμό.
Αφορμή για το σπάσιμο αυτής της σιωπής αποτέλεσε πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα “ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ”, υπογραφόμενο από τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Θεόφιλο Ξανθόπουλο, όπου κάτω από τον τίτλο “στο Μαξίμου από τώρα, Μητσοτάκη ήρθε η ώρα!!!” και με υπότιτλο “όποιος βιάζεται σκοντάφτει”, επιχειρείται η δικαιολόγηση, ως σύμφωνης με το Σύνταγμα και τους εφαρμοστικούς αυτού νόμους, της πρόσφατης επιλογής της κυβέρνησης να διορίσει την ηγεσία του Αρείου Πάγου.
Εξ’ αρχής θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι αυτή μου η απόφαση συνδέεται με την –καθ’ ομολογία και του συντάκτη του ως άνω δημοσιεύματος– πολυετή θητεία του στον ίδιο χώρο (ήδη τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται ως πολιτευτής του ΣΥΡΙΖΑ), καθώς και με το γεγονός ότι αναφέρεται σ’ ένα ζήτημα που θεωρείται –και είναι– καίριας σημασίας για τις αξίες και τα πιστεύω αυτής της “Αριστεράς”, όπως αυτά εκφράστηκαν και οριοθετήθηκαν, κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, μέσα από συνεπείς και σκληρούς αγώνες, καθώς και μέσα απ’ τους σημαντικότερους εκφραστές της.
Ας μου επιτρέψει λοιπόν ο αγαπητός συνάδελφος να του υπενθυμίσω ότι, παράλληλα με τον αγώνα για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, κυρίαρχη ήταν σε αυτήν την Αριστερά η πίστη και η αφοσίωση στα ιδανικά της Δημοκρατίας, όπως αυτά εκφράζονται από το ισχύον Σύνταγμα του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, θεμέλιο του οποίου (άρθρο 1, Σ.) αποτελεί η “αρχή της λαϊκής κυριαρχίας”, καθώς και η “Αρχή της διάκρισης των εξουσιών” (εκτελεστική νομοθετική και δικαστική, άρθρο 26, Σ.), οι οποίες “οφείλουν να πηγάζουν και να νομιμοποιούνται στην πράξη από τον ίδιο τον λαό” (βλ. Αριστόβουλο Μάνεση “Συνταγματικόν Δίκαιον”). Κι ακόμη ότι αδιαπραγμάτευτη θέση αυτής της Αριστεράς ήταν ο διαρκής αγώνας για την όσο το δυνατό διεύρυνση αυτής της δημοκρατίας, θέση που περιείχε μέσα της και την αδήριτη ανάγκη για πλήρη και ουσιαστική –θεσμική και προσωπική– ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, κυρίως από τον αρνητικό εναγκαλισμό της με την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία, η οποία, μέσω κυρίως της δυνατότητας που της χορηγεί η διάταξη του άρθρου 90 του Συντάγματος, περί διορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο, υπονομεύει καθοριστικά την παραπάνω, συνταγματικά προβλεπόμενη, ανεξαρτησία της.
Τι ισχυρίζεται λοιπόν επ’ αυτών ο αγαπητός συνάδελφος, εναρμονιζόμενος πλήρως με τις περί αυτού εκφρασθείσες κυβερνητικές θέσεις και ερχόμενος παράλληλα σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις, περί του άνω θέματος, του συνόλου των πλέον έγκριτων Ελλήνων συνταγματολόγων, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν άτομα που όλη τους τη ζωή υπηρέτησαν με συνέπεια, επιστημονικό ήθος και επάρκεια –όντας και οι ίδιοι στις τάξεις αυτής της Αριστεράς– τις πιο πάνω αξίες; Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η κυβέρνηση σεβάστηκε πλήρως και εφάρμοσε το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 90) και τους εφαρμοστικούς αυτού νόμους (ν.3841/2010), κινώντας έγκαιρα, ήτοι από τις αρχές Μαΐου 2019, την κοινοβουλευτική διαδικασία προεπιλογής της νέας ηγεσίας του Αρείου Πάγου (Πρόεδρος και Εισαγγελέας), εν όψει της λήξης της θητείας τους στις 30/6/2019. Ισχυρίζεται, δεύτερον, οτι ουδέν πρόβλημα υφίσταται για την ουσιαστική ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, με τον διορισμό της ηγεσίας του Αρείου Πάγου από το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, τούτο δε ασχέτως του ότι μετά την κίνηση αυτής, και πριν την ολοκλήρωσή της, υπήρξε από τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης προαναγγελία εθνικών εκλογών, η διενέργεια των οποίων μάλιστα χρονικά συνέπιπτε με τον χρόνο λήξης της άνω θητείας. Ισχυρίζεται, τρίτον, ότι ασχέτως της άνω προαναγγελίας, η Κυβέρνηση έχει δικαίωμα να νομοθετεί για οποιοδήποτε ζήτημα, καθόσον δεν πρόκειται για “κυβέρνηση περιορισμένων αρμοδιοτήτων”, και άρα δικαιούνταν να ορίσει και την ηγεσία της Δικαιοσύνης· και τέλος, ισχυρίζεται ότι η Κυβέρνηση, παρά την άνω δυνατότητά της, επιχείρησε να αποσπάσει την συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης –και μόνο αυτής– στην βάση της ήδη εκφρασθείσας γνώμης της διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, πλην όμως, λόγω της άρνησής της, προχώρησε μόνη της στον άνω διορισμό.
Παραβλέπει όμως ο αγαπητός συνάδελφος –ηθελημένα ή μη– ότι κατά το άνω διάστημα μεσολάβησαν στην πολιτική ζωή της χώρας ορισμένες ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες εκ των πραγμάτων επέβαλαν, με βάση τις προαναφερθείσες βασικές συνταγματικές αρχές, μία εντελώς διαφορετική ανάγνωση και προσέγγιση των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων.
Παραβλέπει λοιπόν, πρώτον, ότι στις 26/5/2019 διενεργήθηκαν οι από καιρό και από τον νόμο προκαθορισμένες ευρωεκλογές, οι οποίες μάλιστα συνέπεσαν με αυτές της εκλογής των Αρχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως και ότι οι άνω εκλογές ήταν οι πρώτες μετά από τέσσερα χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης, οπόταν το κυβερνών κόμμα, όντας μειοψηφία στο λαό, σχημάτισε κυβέρνηση με το ακροδεξιό μόρφωμα των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Παρότι όμως το τελευταίο αποχώρησε προσφάτως από την “παρά φύσιν” αυτή σύμπραξη, η κυβέρνηση, απτόητη συνεχίζει να κυβερνά, στηριζόμενη σε οριακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που κάθε φορά σχηματίζονται, εντελώς συγκυριακά και με προδήλως αθέμιτες κοινοβουλευτικά μεθοδεύσεις, με όψιμους “γεφυροποιούς” και φτηνούς “γυρολόγους” της πολιτικής, εξαγορασμένους με υπουργικά οφίτσια, γεγονός που από μόνο του στερεί την εμφανιζόμενη ως κυβέρνηση, τόσο της ηθικής, όσο και της πολιτικής νομιμοποίησης να συνεχίζει να κυβερνά και να νομοθετεί στο όνομα του λαού, όπου ξεκάθαρα πλέον, μετά και τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, αποτελεί ηχηρότατη μειοψηφία.
Σ’ αυτές λοιπόν τις εκλογές, στις οποίες η ίδια η κυβέρνηση, διά των χειλέων του ίδιου του Πρωθυπουργού, προσέδωσε δημοψηφισματικό χαρακτήρα, δηλαδή έγκριση ή απόρριψη της πολιτικής της, υπέστη δεινή ήττα και στις τρεις κάλπες, υπολειπόμενη – στις ευρωεκλογές – κατά 9,5 ποσοστιαίες μονάδες από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γεγονός πού σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι προδήλως συντρέχει εμφανέστατη δυσαρμονία μεταξύ της λαϊκής βούλησης και της κυβέρνησης και ότι η τελευταία εμφανώς στερείται πολιτικής και ηθικής νομιμοποίησης να συνεχίσει να κυβερνά.
Παραβλέπει, δεύτερον, ή ξεχνά ο αγαπητός συνάδελφος ότι το βράδυ της 26ης Μαΐου, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της ήττας, του καθώς και την πιο πάνω πραγματικότητα, και θέλοντας να προλάβει διαλυτικά φαινόμενα, που πιθανότατα θα ακολουθούσαν στην κυβέρνηση και το κόμμα του, δήλωσε δημόσια και σαφώς ότι την επομένη των επαναληπτικών εκλογών της 2/6/19 θα επισκεπτόταν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα ζητούσε την άμεση προκήρυξη εθνικών εκλογών, οι οποίες εκ των πραγμάτων αναγκαία θα διενεργούνταν το αργότερο στις 30/6/2018.Είναι όμως προφανές ότι, μετά απ’ αυτήν την εξέλιξη και την ουσιαστική είσοδο της χώρας σε “οιονεί προεκλογική περίοδο”, η Κυβέρνηση, έχοντας απολέσει τη συνταγματική και δημοκρατική της νομιμοποίηση, τελούσε υπό ουσιαστική παραίτηση. Με βάση δε το Σύνταγμα αλλά και τους στοιχειώδεις κανόνες της κοινοβουλευτικής ηθικής και πρακτικής, όφειλε να ενεργεί με υπηρεσιακό χαρακτήρα και να λαμβάνει αποφάσεις μόνο τρέχουσας φύσεως και επείγοντος χαρακτήρα, και όχι φυσικά τόσο σοβαρές, όπως ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης για τα επόμενα χρόνια, διαδικασία που συνταγματικά φέρεται να βρίσκει έρεισμα στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της πολιτικής προς τούτο νομιμοποίησης της εκάστοτε κυβέρνησης. Και, βέβαια, αποτελεί απόλυτη υποκρισία εκ μέρους της, το ότι δηλαδή αυτό επέβαλαν οι συνταγματικά οριζόμενες χρονικές προθεσμίες, καθόσον αφενός καμία μεταπολιτευτική κυβέρνηση, πλην της παρούσας (με την ανεκδιήγητη, κατά το 2015, εσπευσμένη προαγωγή και διορισμό της κ. Θάνου στη θέση του προέδρου του Αρείου Πάγου) δεν προχώρησε σε διορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, πριν την τριακοστή Ιουνίου (ημερομηνία λήξης θητείας) και αφετέρου, η ίδια η παρούσα κυβέρνηση, τόσο το 2015 όσο και το 2018, άφησε συνειδητά και σκόπιμα, επί μήνες κενές τις θέσεις, τόσο του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Και αποτελεί επίσης ακραία υποκρισία η, με το λίγο χρονικό διάστημα αλλαγή πλεύσης του ίδιου του “υπεύθυνου” πρωθυπουργού περί μετάθεσης, κατά μία εβδομάδα, των εκλογών – και άρα αντίστοιχης παράτασης της ζωής της υπάρχουσας Βουλής – μεθόδευση, που όπως αποδείχθηκε, υπαγορεύτηκε από την ανάγκη, πρώτον της τυπικής ολοκλήρωσης του άνω διορισμού της ηγεσίας της δικαιοσύνης και δεύτερον από την ανάγκη της με κοινοβουλευτική κάλυψη “τακτοποίησης” των πάσης φύσεως “ημετέρων”, απτό δείγμα και αυτό του αξιακού φορτίου αυτής της “Αριστεράς” και ταύτισης της με τις πιο φαύλες και πελατειακές παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος. Και πρέπει ακόμα να προστεθεί ότι όλα τα παραπάνω, αυτονόητα για τον μέσο, ενημερωμένο και σκεπτόμενο πολίτη, διαπνεόμενο από δημοκρατικές αρχές και σεβασμό στο Σύνταγμα, επισημάνθηκαν αυτές τις μέρες, με ιδιαίτερα εμφατικό και απολύτως κατανοητό τρόπο από το σύνολο του νομικού και πολιτικού κόσμου της χώρας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου δυστυχώς ο κομματικός πατριωτισμός επέβαλε εθελοτυφλία και συνεπακόλουθα προκάλεσε την ανεπανόρθωτη έκθεσή τους. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρομαι μόνο στους κορυφαίους Έλληνες συνταγματολόγους Αντώνη Μανιτάκη και Νίκο Αλιβιζάτο, ομότιμους καθηγητές στο Α.Π.Θ. και Ε.Κ.Π.Α. αντίστοιχα, των οποίων ουδέποτε και από οποιονδήποτε αμφισβητήθηκε είτε το δημοκρατικό ήθος είτε η επιστημονική επάρκεια. Σαφέστατα λοιπόν, οι πιο πάνω, ως οι πλέον αρμόδιοι επιστήμονες, γνωμοδοτούν ότι η άνω ενέργεια της κυβέρνησης συνιστά “προκλητική περιφρόνηση και καταδολίευση του Συντάγματος, την οποία σπάνια κανείς συναντά στα κοινοβουλευτικά μας ήθη” (Μανιτάκης) και “πράξη αντίθετη, όχι μόνο προς το πνεύμα, αλλά και το γράμμα του Συντάγματος” (Αλιβιζάτος).
Παραβλέπει τέλος, ή φαίνεται να αγνοεί ο αγαπητός συνάδελφος, ότι η αναζήτηση συναινετικότητας εκ μέρους της κυβέρνησης, για την ολοκλήρωση του άνω διορισμού, η όποια, σημειωτέον, απαραδέκτως ζητήθηκε μόνο από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνιστά άκρως υποκριτική στάση εκ μέρους της, καθόσον η ίδια Κυβέρνηση, μετά την άρνηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συμπράξει, επικαλούμενη προς τούτο –και ορθώς– θεσμική εκτροπή, προχώρησε μόνη στον άνω διορισμό, περιφρονώντας στην πράξη και αυτήν ακόμα, την ήδη εκφρασθείσα γνωμοδότηση της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής, όπου παρότι, με 15 ψήφους, είχε προκριθεί ως καταλληλότερος για την θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο Χαράλαμπος Βουρλιώτης, αυτή διόρισε την τελευταία σε ψήφους (έλαβε 8) αλλά αρεστή σ’ αυτήν, Αρεοπαγίτη, αποδεικνύοντας έτσι το πώς εννοούσε την συναίνεση.
Και πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι, ατυχέστατα, ο αγαπητός συνάδελφος, στην κατακλείδα του δημοσιεύματός του, επικαλείται – προκειμένου να ισχυροποιήσει την άποψή του– ανακοίνωση, περί του άνω θέματος, του θεσμικού οργάνου των Δικαστών, καθόσον, διαβάζοντάς την κανείς, σαφώς αντιλαμβάνεται, εκτός από την ανησυχία και την αγωνία τους για το πληττόμενο κύρος και την αξιοπιστία του θεσμού που εκπροσωπούν, και το σαφές μήνυμα που εκπέμπεται μέσα από αυτήν για την “ανάγκη δημοκρατικής νομιμοποίησης και διαφύλαξης ευρύτατης πολιτικής συναίνεσης στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης”. Και ο νοών, νοείτω…
Υ.Γ.1. Στο υστερόγραφο υπ’ αριθμόν “1” του άνω δημοσιεύματος γίνεται, προφανώς με παράπονο, αναφορά στο γεγονός ότι, για μία ακόμη αναθεώρηση , “έμεινε στο απυρόβλητο” ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστών, δίχως όμως παράλληλα να γίνεται και οποιαδήποτε αναφορά και στον προτεινόμενο τρόπο. Να θυμίσω λοιπόν στον αγαπητό συνάδελφο ότι, διαχρονικά, η λεγόμενη “Ανανεωτική Αριστερά”, από τα σπλάχνα της οποίας ισχυρίζεται ότι προέρχεται η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος, διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι αδιαπραγμάτευτη θέση της ήταν η πλήρης απαγκίστρωση της Δικαιοσύνης από το σφιχτό εναγκαλισμό της με την εκτελεστική εξουσία, την οποία δυστυχώς υποθάλπει η υπάρχουσα συνταγματική ρύθμιση. Και να του θυμίσω, ακόμη, την πρόσφατη (Φεβρουάριος 2019) κοινοβουλευτική διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος, που προωθήθηκε από την παρούσα Κυβέρνηση, διαθέτοντας προς τούτο κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατά την οποία (προφανώς με επιλογή της) ουδόλως περιελήφθησαν, μεταξύ των υπό αναθεώρηση διατάξεων, και αυτές που αναφέρονται στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, γεγονός που στην πράξη σημαίνει ότι δεν μπορούν να αναθεωρηθούν ούτε και από την επόμενη Κυβέρνηση. Δείγμα απτό κι αυτό, όπως και τόσα άλλα αρνητικά, που καθημερινά μας κατακλύζουν –ούτε το αντικείμενο του παρόντος άρθρου, ούτε ο χώρος επιτρέπουν ν’ αναφερθώ σ’ αυτά– της …”αρμονίας” μεταξύ διακηρύξεων και πράξεων μιας, σε όλους τους τομείς, αποτυχημένης και καταστροφικής κυβέρνησης, που προδήλως στερείται και πολιτικού ήθους και προοδευτικών ιδεών και κυρίως οποιασδήποτε ταυτότητας.
Υ.Γ.2. Οι γραμμές αυτές γράφτηκαν αμέσως μετά την ανάγνωση του πιο πάνω δημοσιεύματος. Δυστυχώς λόγοι ανεξάρτητοι της θελήσεώς μου δεν επέτρεψαν τη δημοσίευση τους. Το κάνω τώρα ελπίζοντας ότι το ζήτημα που θίγεται παραμένει επίκαιρο. Εξάλλου, μία απλή ανάγνωση των όσων καταγγέλλονται αυτές τις ημέρες από έναν εν ενεργεία αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μέχρι πρότινος Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Διαφθοράς, αναφορικά με τις απροκάλυπτες και σκαιές παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης εκ μέρους της παρούσας κυβέρνησης –δυσυχώς με την ανοχή επίορκων δικαστικών λειτουργών της– επιβεβαιώνουν πλήρως την διαπίστωση ότι το αίτημα για πλήρη και ουσιαστική διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε, και συνδέεται άμεσα με τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι τα θέματα που αναδεικνύονται μέσα απ’ αυτήν την διαδικασία αποτελούν προαπαιτούμενο ύπαρξης και λειτουργίας της ίδιας της Δημοκρατίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ