Του Τίμου Παπαδόπουλου
Πάνω που ψαχνόμουνα να ενταχθώ σε κάποιο κόμμα, έστω κίνηση ή ακόμα και κάποια ομάδα αρκεί να ήταν προοδευτική, έπεσα σε τοίχο.
Ο Κούλης μας πήρε και τα σώβρακα. Η αλήθεια είναι ότι τον πήραμε και εμείς αψήφιστα. Και αυτός βρήκε το γήπεδο άδειο και βάζει χωρίς ενδοιασμούς, το ένα γκολ μετά το άλλο. Τελευταία όμως το παράκανε. Τα έβαλε και με το κράτος. Με το ιδανικό μας, το ευαγγέλιο μας, την σπονδυλική στήλη των ιερών και των οσίων μας. Ζήτησε να βάλουν στο κράτος τον μισό μισθό τους οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές του κόμματος του. Ύστερα ακολούθησαν πλούσιοι ιδιώτες, επιχειρήσεις, σύλλογοι, οργανώσεις, ακόμα και ιδρύματα. Και τότε χάθηκε η μπάλα. Έπαιζε μονότερμα. Όλο το γήπεδο δικό του. Εμείς παραμιλούσαμε. Ο καθένας έλεγε το δικό του. Ο ένας έλεγε, εγώ θα πάω στα Χανιά και θα δώσω τα διπλά. Ο άλλος , εγώ θα δώσω σε ιδρύματα. Ο άλλος, εγώ θα δώσω ολόκληρο τον μισθό μου όπου θέλω. Ο άλλος, εγώ δεν δίνω εάν δεν γίνει νόμος που να με υποχρεώνει. Ο άλλος, και ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις τι να κάνουμε. Ο άλλος, να κοπούν τα προνόμια και οι πρόσθετες αμοιβές.
Το καλύτερο όμως το είπε ο Γιώργος Κιμούλης, «η επιδημία είναι εργαλείο περίσπασης και στοχεύει στην φυσικοποίηση της κρίσης». Τι μόρφωση αυτό το παιδί!
Εάν δεν είσαι διαβασμένος, δεν τον πιάνεις. Λίγοι τον καταλαβαίνουν, καμιά φορά και ο ίδιος δυσκολεύεται να τον καταλάβει.
Στην ουσία όμως κανείς δεν έβαζε το χέρι του στην τσέπη. Όλοι λόγια, λόγια και πάλι λόγια. Όπως και πριν έτσι και τώρα, ζητούσαν ισχυρό κράτος και αυτό να είναι το κέντρο και η πηγή της κοινωνίας. Και τώρα που όλο το βάρος της πανδημίας το σηκώνει στην πλάτη του το κράτος, αυτοί σφυρίζουν αδιάφορα. Ο ένας γεμίζει μισή νταλίκα τρόφιμα για πάρτη του, ο άλλος χρησιμοποιεί για βαστάζο στις προμήθειες του μήνα, τον κρατικό υπάλληλο.
Και το χειρότερο όλων με την βουλευτίνα, πρώην εκφωνήτρια των δελτίων ειδήσεων της ΥΕΝΕΔ, που μόλις πέρασαν τα δύσκολα με την χούντα και αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία, ανακάλυψε τα αγαθά του σοσιαλισμού. Γαρουφαλλιά το βαπτιστικό Λιάνα το αγωνιστικό. Μπήκε στο ορθόδοξο κόμμα του σοσιαλισμού και στις εκλογές μετά από τις καθοδηγούμενες σταυροδοσίες μπαίνει και στο κοινοβούλιο. Στην ουσία διορίστηκε στο ίδρυμα του σοσιαλιστικού οράματος. Αυτή όχι μόνο δεν βάζει το χέρι της στην τσέπη, αλλά μας το εξήγησε και θεωρητικά. Και με απύθμενο θράσος άρχισε να μας διδάσκει και μαθήματα πατριωτισμού, με το μόνο ιδεολογικό εφόδιο που είχε, την ωραία φωνή της. Από εκφωνήτρια του στρατού εκφωνήτρια του σοσιαλισμού. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ενώ μπήκε στο κόμμα που οι παπάδες δεν τολμούσαν να πλησιάσουν στα έδρανα τους, σε κάθε ορκωμοσία της βουλής, αυτή διακήρυττε ότι είναι χριστιανή ορθόδοξη και μάλιστα πολύ αφοσιωμένη. Οι χαζίρηδες οι δικοί μου, την αναβάθμισαν και σε κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο. Με το μόνο προσόν που είχε, την ωραία της φωνή. Αυτό έφτανε, ήταν αρκετό. Τα άλλα τα σπουδαία είναι για το ιερατείο του Περισσού.
Αλλά πώς να πεις τώρα ότι έχει και περίσσευμα θρασύτητας; Τι να περιμένεις από ένα επαρμένο κοριτσόπουλο. Αυτή απολαμβάνει ότι γλύτωσε από τα Πατήσια και ζεί τώρα στην Εκάλη. Η πίστη της μας ενόχλησε;
Εδώ κοτζάμ ήρωας της αντίστασης, ένα ίνδαλμα παγκόσμιο για την ηρωική του πράξη, παγκόσμιο σύμβολο αγώνων, που έδωσε το όνομα του σε βουνά, σε ποταμούς, γραμματόσημα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, και αυτός έπιασε τον αρχιεπίσκοπο και του είπε «μη με αφήσεις στους άλλους, εσύ θα με θάψεις». Ποιοι λοιπόν είναι οι άλλοι; Μήπως είμαστε όλοι άλλοι; Εγώ λοιπόν είμαι ο άλλος; Πώς να πω τώρα ποιος είμαι; Ψάχνομαι εδώ και χρόνια να βρω ένα κόμμα να πιστέψω και να ησυχάσω. Ακόμα ψάχνω.
Που να πάω, που να πάω, που…
Υ.Γ. Πιστεύω ότι μετά τον τρόμο που προκαλεί ο κοροναϊός, ο λαϊκισμός θα ηττηθεί. Φοβάμαι όμως ότι το τυφλό μίσος του διχασμού, ακόμη και σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, βρίσκει λόγο και χώρο να συντηρείται. Αλλιώς πως μπορεί να εξηγήσει κανείς την αποχή από το εθνικό προσκλητήριο προσφοράς όλων αυτών που με διάφορα προσχήματα λάμπουν με την απουσία τους, σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Ιδιαίτερα οι δήθεν προοδευτικοί πλούσιοι σαν τον Κόκκαλη, τον Κοντομηνά και κάποιοι άλλοι, πως μπορούν να δικαιολογήσουν την απουσία τους, όταν ακόμα και άποροι συνταξιούχοι δίνουν κάτι συμβολικά, σαν μια δήλωση καλής διάθεσης και συμβολής στον κοινό σκοπό.
Αυτοί πώς μπορούν να αισθάνονται ότι πλεονεκτούν ηθικά!
Δυστυχώς η ιδιοτέλεια από την μια και το μίσος από την άλλη κυριαρχούν.