Σχόλιο για τη «Φόνισσα»

12
4853

του Χρίστου Π. Φαράκλα

Είδα τις προάλλες τη «Φόνισσα» στα Ολύμπια. Ήταν ένα έργο συναρπαστικό, καλογυρισμένο, καλοπαιγμένο και από κάθε άποψη προσεγμένο αλλά… Παπαδιαμάντης ΔΕΝ ήταν. Το είχα καταλάβει αυτό και από τα διαφημιστικά τρέιλερ του έργου που είχα ήδη δει στην τηλεόραση και ήμουν περίπου προετοιμασμένος για το τι θα έβλεπα στην οθόνη. Γι’ αυτό δεν ξαφνιάστηκα και πολύ. Δεν θα ήθελα να καταπιαστώ εδώ με «βαθυστόχαστες αναλύσεις» και «διεισδυτικές κριτικές» αλλά να επισημάνω απλώς –ΟΧΙ απλά!– ότι η αναμέτρηση των παραγόντων του έργου με τον κολοσσό που λέγεται Παπαδιαμάντης δεν ήταν απλώς άνιση αλλά και καταδικασμένη εξαρχής, αν όχι σε παταγώδη αποτυχία, τουλάχιστον σε απόλυτη αστοχία. Και εξηγούμαι:
Αστοχία –και μάλιστα τύπου βολής στον… γάμο του Καραγκιόζη!– είναι να δημιουργείται στον θεατή η εντύπωση ότι πρόθεση του Παπαδιαμάντη στη «Φόνισσα» είναι να καταδικάσει την πατριαρχία και τις συνέπειές της. Ο Παπαδιαμάντης με τη «Φόνισσα» δεν κοινωνιολογεί. Ούτε γράφει ένα ψυχολογικό ή αστυνομικό θρίλερ. Το κοινωνικό πρόβλημα που θίγεται στο παπαδιαμαντικό έργο –και που αποτέλεσε, ως φαίνεται, τη μέγιστη τιμή της εμβέλειας την οποία θα μπορούσε να λάβει η αντιληπτική δυνατότητα των συντελεστών του κινηματογραφικού έργου– είναι μόνο η αφορμή για να θέσει ο Παπαδιαμάντης ένα πολύ καίριο ηθικο-θεολογικό ζήτημα, το οποίο αφορά τα όρια ανάμεσα στο αγαθό και το κακό, και να διατυπώσει επ’ αυτού μία άποψη, η οποία, υπερβαίνοντας την ιεροεξεταστική νομικίστικη αντίληψη ότι το αγαθό και το κακό είναι επιδεκτικά οριοθέτησης, τσακίζει με επαναστατική, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τόλμη τις αυτονόητες, και καθησυχαστικές ίσως, σχετικές παραδοχές και συμβάσεις.

Η εκδοχή του Παπαδιαμάντη είναι πολύ δύσκολο –ίσως, θα έλεγα, και αδύνατον!– να κατανοηθεί και, πολύ περισσότερο, να υιοθετηθεί από όσους –δηλαδή σχεδόν όλους!– διακατέχονται από απόλυτες απριορικές βεβαιότητες για τη φύση του αγαθού και του κακού και τα όρια ανάμεσά τους. Όμως ο θεολόγος Παπαδιαμάντης ορθοτομώντας τον «Λόγον τῆς Ἀληθείας» με πατερική ενορατικότητα και κατά τρόπο που κανένας επαγγελματίας θεολόγος ή συμβατικός ιερωμένος δεν θα τολμούσε να κάνει ποτέ συντρίβει στη «Φόνισσα» αυτές τις βεβαιότητες, όπως περίπου τις κονιορτοποιεί και ο Ντοστογιέφσκι στον περίφημο διάλογο ανάμεσα στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή και τον Χριστό στους «Αδελφούς Καραμάζοφ».
Φυσικά ο φόνος είναι μια πράξη φριχτή. Και φυσικά ο φόνος μικρού παιδιού είναι ασυζητητί έγκλημα ειδεχθές. Αυτό δεν τίθεται ούτε υπό αμφισβήτηση ούτε υπό διαπραγμάτευση. Αποτελεί κεκτημένη γνώση και θεσμοθετημένη αρχή από τις πιο θεμελιώδεις. Θα ήταν όμως δυνατόν κατά κανέναν τρόπο να εκληφθεί ακόμα και ο φόνος αθώων παιδιών ως πράξη καθαγιαστική; Ως πράξη που θα μπορούσε ακόμα και να δικαιώνεται, αν τα κίνητρά της είναι απολύτως αγαθά και αν ο δράστης αποδέχεται συνειδητά και αυτοθυσιαστικά να υποστεί και το μαρτύριο των ενοχών και των τύψεων και τη δοκιμασία της καταδίωξης του νόμου και, πολύ περισσότερο, τον φόβο της μεταθανάτιας τιμωρίας; Θέτω το ερώτημα ευθέως γνωρίζοντας πολύ καλά ότι πολλοί θα ανατριχιάσουν. Όμως, είτε μας εντυπωσιάζει είτε μας τρομάζει είτε μας απωθεί αυτό είναι το ερώτημα που θέτει κατά τη γνώμη μου στη «Φόνισσα» ο Παπαδιαμάντης και στο οποίο δίνει τη δική του μοναδική και τρομακτική απάντηση.

Η απάντηση που δίνει δεν είναι απόλυτη ως προς τον τρόπο που διατυπώνεται, ούτε αμετάκλητη ως προς τον τρόπο που τεκμηριώνεται, ούτε τελεσίδικη ως προς την ετυμηγορία στην οποία καταλήγει. Είναι όμως εκκωφαντικά ορθόδοξη και είναι απορίας άξιο πώς αυτό δεν εκτιμήθηκε ποτέ θεολογικά και πώς έχει αφεθεί ένα τέτοιο αποκαλυπτικό, διαχρονικά επίκαιρο και βαθυστόχαστο κείμενο υψηλής θεολογίας να προσλαμβάνεται ως κοινωνικό ηθογράφημα ή ως ψυχολογικό θρίλερ ή ως αστυνομική ιστοριούλα (serial killer, κτλ.). Όποιος διαβάσει προσεκτικά τη «Φόνισσα» είναι μάλλον εύκολο να αντιληφθεί δύο πράγματα: το πρώτο είναι ότι ο συγγραφέας αγαπά την ηρωίδα του και ότι συμπάσχει σιωπηρά μ’ αυτήν από την πρώτη μέχρι την ύστατη στιγμή των παθών της. Το δεύτερο είναι ότι δεν την καταδικάζει ρητά σε κανένα σημείο του έργου του, ενώ αντίθετα σε ουκ ολίγα σημεία της αφήγησής του επιχειρεί –έστω και υποδορίως– να της εξασφαλίσει ηθικά, θεολογικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά ερείσματα για τα «εγκλήματά» της, τα οποία διαπράττονται στο πλαίσιο μιας άδικης, ανάλγητης και απάνθρωπης κοινωνίας, όπως ήταν η κοινωνία της εποχής της και όπως είναι τελικά τηρουμένων των αναλογιών οι κοινωνίες όλων των τύπων και όλων των εποχών από την αρχή της ιστορίας μέχρι σήμερα.

Για τον Παπαδιαμάντη η «Φόνισσα» είναι μια γυναίκα πολύπαθη, που την έχει καταστήσει σοφή η επώδυνη εμπειρία του μαρτυρικού της βίου, μαθημένη να δίνει πάντα περισσότερα από όσα παίρνει ή όσα διεκδικεί, να φυτοζωεί κυριολεκτικά και να επιβιώνει μέσα σε καθεστώς ακραίας πενίας, να υποφέρει με καρτερία ιώβεια τα πάνδεινα χωρίς να προσδοκά καμιά βελτίωση, να κακοποιείται και να προδίδεται και από τους γονείς και από τα ίδια της τα παιδιά και να βρίσκει τη δύναμη, ακόμα και από τα έγκατα του κοινωνικού φρέατος, να προβάλλει αντίσταση στην αθλιότητα και την αδικία που την περιβάλλει. Σίγουρα την αδικία και την αθλιότητα αυτή δεν την αντιπροσωπεύει στο παπαδιαμαντικό κείμενο η πατριαρχία. Και είναι απορίας άξιο πού εντόπισαν την πατριαρχία οι συντελεστές της κινηματογραφικής εκδοχής παραχαράσσοντας τόσο αφελώς τον Παπαδιαμάντη. Διότι πώς θα μπορούσαν να στηρίξουν τα περί πατριαρχίας οι δημιουργοί της ταινίας, όταν όλοι οι άντρες που εμφανίζονται στο έργο του Παπαδιαμάντη δεν είναι παρά εξαρτήματα των γυναικών τους ή πάντως όντα κατώτερα πνευματικά και φυσικά από την ηρωίδα, ανάμεσά τους και οι «τακτικοί» που την καταδιώκουν μέχρι θανάτου;

Αυτό που πολεμά η Χαδούλα με αυταπάρνηση και ηρωισμό πηγαίνοντας κόντρα σε κάθε ηθική και κάθε σύμβαση δεν είναι ούτε η πατριαρχία ούτε η οικονομική ανισότητα ούτε τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα αλλά η νοσηρότητα και η δυσαρμονία που διέπουν απ’ αρχής αιώνος τις ανθρώπινες σχέσεις ως αποτέλεσμα της έκπτωτης και παραβατικής ανθρώπινης φύσης, η οποία αποτελώντας χαοτική σύνθεση αγαθού και κακού υποθάλπει και συντηρεί την τραγικότητα του ανθρώπινου βίου. Τίποτα λιγότερο. Παρεμβαίνει αποφασιστικά ξεπουλώντας την ίδια της την ψυχή, για να απαλλάξει από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες τα μικρά κορίτσια, τα οποία είναι καταδικασμένα ως εκ της μειονεκτικής τους θέσης να υποστούν τις συνέπειες της συγγενούς τραγικότητας του βίου στον μέγιστο δυνατό βαθμό, όπως ακριβώς τις έχει και η ίδια υποστεί στην άχαρη ζωή της. Δεν σκοτώνει από μίσος ή από συμφέρον. Σκοτώνει –όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται αυτό– από έλεος και από αγάπη. Ένα έλεος και μια αγάπη τραβηγμένα στα απώτατα όριά τους, εκεί που το «ψήλωμα του νου», η έσχατη «ὕβρις», συναντά την υπέρτατη αγιότητα, διότι το διακύβευμα είναι σε τελευταία ανάλυση η ευτυχία των θυμάτων και το τίμημα τίποτα λιγότερο από την ίδια την ψυχή του θύτη. Φορτώνεται τη φοβερή αμαρτία του φόνου για να ευεργετήσει τα θύματά της, «τὴν ψυχὴν αὐτῆς τιθεμένη ὑπὲρ τῶν προβάτων» και αυθορμήτως «αἵρουσα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Άλλωστε για τον πραγματικό χριστιανό ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο κακό.

Για τον Παπαδιαμάντη συνεπώς η Χαδούλα είναι μία αγία, γιατί μέσα σε έναν κόσμο απαράδεκτο, που βασανίζεται προαιωνίως και αενάως από το κακό προσπαθεί να εξουδετερώσει το μέγιστο κακό διά του ελάσσονος κακού και να χαρίσει τη γαλήνη της αιώνιας ευδαιμονίας στα αθώα θύματά της. Μόνο στην ορθόδοξη μεγαλοφυΐα του Παπαδιαμάντη θα μπορούσε να υπάρξει μία «αγία Φόνισσα». Διότι μόνο η ορθοδοξία –ως διαρκής επανάσταση βέβαια και όχι ως «τετυρωμένο» καθεστώς– έχει το προνόμιο να αντιλαμβάνεται και να αποδέχεται την αγιότητα του ασώτου, της πόρνης, του ληστή –ακόμα και του «ἐξ εὐωνύμων»–, του τελώνη, της μοιχαλίδας και όλων των λουλουδιών του «κακού» και όλων όσων έχουν ζήσει βίο αβίωτο ή υποστεί θάνατο μαρτυρικό σ’ αυτό τον έκπτωτο κόσμο της υποκρισίας, της αδικίας, της εξαθλίωσης, της παραβατικότητας αλλά και της κατά κόσμον «έννομης» τάξης…

12 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Μπράβο σας!!!
    Υπέροχο…!! Καταπληκτικό άρθρο!!!Συμφωνώ απόλυτα διότι εχω δει την ταινία αλλά για να είμαι ειλικρινής αυτό που με προβλημάτισε ήταν αυτό ακριβώς και τίποτε άλλο..αν δλδ κάνοντας το ” κακό ” τελικά είναι το “σωστό”…Δίλημμα μεγάλο για “εσωτερική” συζήτηση ….

  2. ΠΟΛΥ ΒΑΘΥ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΈΝΟ ΚΕΊΜΕΝΟ!
    ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΉ ΑΝΆΛΥΣΗ ΜΕ ΑΠΌΛΥΤΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΙΚΟΥ ΈΡΓΟΥ. ΘΕΡΜΆ ΣΥΓΧΑΡΗΤΉΡΙΑ!!

  3. Η ανάλυση για τη νουβέλα είναι έτσι όπως τη γράψατε.Αυτα που λέτε όμως είναι ήδη γνωστά. Τα έχουν πει και άλλοι πριν από εσάς. Η ταινία δεν τονίζει την πατριαρχία. Το σενάριο έχει ξεφύγει κατά πολύ από την υπόθεση της νουβέλας. Δεν είναι μεταφορά στο κινηματογράφο της νουβέλας “φόνισσα”.το λέει από την αρχή η σκηνοθέτις. Σενάριο είναι που πατάει πάνω στη νουβέλα.η κριτική σας αδικεί την ταινία.

  4. Και γιατί δεν προσπαθούν να αλλάξουν τα πράγματα αντί να υποτασσονται; Αν είναι δυνατόν να πρέπει να σκοτώνουν παιδιά γιατί θα είναι υποχρεωμενα να ακολουθήσουν αυτή τη ζωή?

    • Μερικές φορές, όταν προσπαθείς να αλλάξεις τα κακώς κείμενα, απλά σπας τα μούτρα σου σε τοίχο. Οπότε τότε ξεκινάνε μέσα σε ένα δυναμικό και ασυμβίβαστο άτομο, άλλες διεργασίες…

  5. Εύστοχη κριτική αλλά έστω κι έτσι η ταινία ήταν μια αφορμή να ασχοληθούμε με τον Παπαδιαμάντη.Ας σκεφτούμε ότι στις άλλες αίθουσες είχαμε ταυτόχρονα τις προβολές ταινιών όπως Barbie Oppenheimer Aquaman. Όχι ακριβώς τροφή για σκέψη έτσι?

  6. Το τοποθετήσατε εξαιρετικά..μπράβο σας..εάν πάρουμε την σύγκριση της νουβέλας του Παπαδιαμάντη με το έργο..που απλά πατούσε πάνω στα λεγόμενά της.. θέλοντας να δείξει όλη την πραγματικότητα που ζούσαν οι άνθρωποι..οι γυναίκες..τις εποχής..

    Έχετε δίκιο λοιπόν πως δεν είναι απόλυτα δοσμένο με την σύγκριση σας αυτή..που είναι εξαιρετικά αποτυπωμένη..και με παρέσυρε..ξανά μπράβο σας…

    Όμως μην αδικήσουμε το έργο, την ταινία..
    ..είναι συγκλονιστικη..αποκαλυπτικη για την νεότερη γενιά.. και άκρος ρεαλιστικη.. το παρακολούθησα με δέος βάζοντας με σε βαθύτερες σκέψεις και παρακίνωντας με να διαβάσω την νουβέλα..

  7. – Φόνισσα και 7η τέχνη, μια κριτική ματιά –

    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο κοσμοκαλόγερος της γλώσσας που ευλόγησε την ελληνική γραμματεία με μία πολυεπίπεδη, πολύτυπη, συχνά ιδιωματική γραφή, τα θυμιάματα της οποίας γλυκαίνουν, όπως μία δειλινή προσευχή, το απόδειπνο μας. Εάν ο Καζαντζάκης ήταν ο μητροπολιτικός ναός της μυθιστοριογραφίας, ο Παπαδιαμάντης στέκει σαν ξωκλήσι σε κάθε κορυφογραμμή, σε κάθε αυγή και δύση της ύπαρξης μας.

    Αλήθεια όμως, αυτή η ιδιότυπη γλώσσα ήταν και η πιο ουσιαστική συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα; Ή μήπως κατω από το σοβά των λέξεων του κρύβεται μια βαθύτατα υπαρξιακή υγρασία;

    Η γλώσσα, για τον μεγάλο αυτό συγγραφέα, είναι το μέσο, το καρβουνάκι που θα πυρακτωθεί για να αναδύσει όλα τα θυμιάματα του ανθρώπου. Ο Παπαδιαμάντης γράφοντας προσπαθεί να υπάρξει και όχι το αντίθετο, ακριβώς όμως το ίδιο συμβαίνει και με τους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του. Οι λέξεις του δεν είναι αισθητικές λυδίες λίθοι, δεν μένουν δηλαδή στην επιφάνεια των χαρακτήρων ως ένα μακιγιάζ, αλλά καταβυθίζονται στις τάφρους της ψυχής, αναζητώντας τα βάραθρα και τις κορυφές της, τη τραχύτητα και τις κηρήθρες της. Ο Σκιαθίτης λογοτέχνης κινείται σε μια εξωφιλολογική θάλασσα, η τρικυμία της οποίας φέρει κύματα απλότητας, ταπεινότητας και ανενδοίαστης προσήλωσης στην πίστη εις το πεπρωμένο…

    …και κάπου εκεί έρχεται μια σκηνοθετική ματιά που προσπαθεί να ανέβει τον «Γολγοθά» της μεταφοράς της Φόνισσας, αυτού του παπαδιαμάντειου έργου που τελεί διαρκώς σε δεύτερο ενικό πρόσωπο.

    Είναι όμως η 7η τέχνη μια μορφή μυθιστοριογραφίας;

    Οφείλει δηλαδή το σινεμά να χρησιμοποιεί τα ίδια υλικά με τη λογοτεχνία ή μήπως ο προορισμός της εικονογραφίας είναι εντελώς διαφορετικός;

    Η σκηνοθέτης Εύα Νάθενα δημιούργησε εν πρώτοις ένα απολύτως σκληρό σκηνικό, ένα βραχώδες τοπίο που προδιαθέτει τον θεατή για την επικείμενη σκληρότητα της πρωταγωνίστριας (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), της μάνας, χήρας, φόνισσας και αυτόχειρος. Το υποβλητικό τοπίο, η σκηνογραφία, μα πολύ παραπάνω το παχύ στρώμα του ικανότατου μακιγιάζ, δημιουργεί ως πρώτη εντύπωση όλες τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες μίας αρχαίας τραγωδίας. Η μιμική όμως έκφραση, μα πολύ παραπάνω η συναισθηματική κορύφωση, αυτή η υπαρξιακή υγρασία που θα έπρεπε να κρύβεται κάτω από τον σοβά της εικόνας, εν πολλοίς απουσίαζε. Ο θεατής γίνεται μέτοχος σε μία πλοκή που επαναλαμβάνεται κατά τρόπο στερεοτυπικό (παιδοκτονίες) και μοιάζει να τροχοδρομεί επάνω σε ένα οριζόντιο επίπεδο, δεν βαραθρώνεται στα άδυτα του ανθρώπου. Το ποθητό μπεργκμανικό gros plan στη ψυχογραφία των χαρακτήρων περνά σε δεύτερη μοίρα, η εικόνα γίνεται αυτοσκοπός και όχι οξυγόνο κατάδυσης στο άφατο της ψυχής. Ο φιλμικός χρόνος κυλά κατά τον συμβατικώς εννοούμενο τρόπο, δεν ρέει γνωσιακά, δεν περνά δηλαδή τον θεατή από την αγνωσία στη γνώση, από τη τραγωδία στη λύτρωση. Το τελευταίο πλάνο μόλις έχει τελειώσει, η ψυχή δεν τελεί όμως υπό τρικυμία, αλλά αναδύεται μέσα από τους χλωμούς προβολείς λήξης ακριβώς όπως μπήκε στην αίθουσα.

    Η κινηματογραφική «Φόνισσα» υπάρχει για να διηγηθεί και όχι το αντίθετο, όπως ίσως να επιθυμούσε ο Παπαδιαμάντης…

  8. Το έργο υπέροχο!!! Αφορμή ο Παπαδιαμάντη για περαιτέρω προβληματισμούς!!! Αναλύσεις υπάρχουν πολλες!! Αλλά είναι μια άλλη οπτική!!!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!