Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
ΜΕΡΟΣ Β’
Πότε χορηγείται στατίνη στην πρωτογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου;
Ο κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου διαφέρει ανάμεσα σε υγιείς άνδρες και γυναίκες. Είναι μικρότερος ο κίνδυνος που διατρέχει μια γυναίκα 60 ετών με αυξημένη χοληστερόλη χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου σε σχέση με έναν άνδρα ίδιας ηλικίας και με παρόμοια επίπεδα χοληστερόλης ο οποίος καπνίζει και είναι υπερτασικός. Έτσι, με τα ίδια επίπεδα χοληστερόλης στη γυναίκα μπορεί να μην είναι ανάγκη να χορηγηθούν στατίνες, ενώ ο άνδρας ως ο ανωτέρω θα λάβει, αφού διατρέχει σχετικά μεγάλο κίνδυνο για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου.
Κατά συνέπεια, η αναγκαιότητα λήψης στατινών από τα «υγιή» πρόσωπα που δεν έχουν εκδηλώσει στεφανιαία νόσο ή κάποια άλλη αγγειοπάθεια ή δεν πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη εξαρτάται από δυο παράγοντες:
α) Από τις τιμές της LDL χοληστερόλης: Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι οι τιμές της ολικής χοληστερόλης, μολονότι συσχετίζονται με τις τιμές της LDL χοληστερόλης, δεν αποτελούν ασφαλές κριτήριο για να ληφθεί απόφαση για τη χορήγηση στατίνης. Για τη χορήγηση στατίνης θα λαμβάνονται υπόψη οι τιμές της κακής LDL χοληστερόλης.
β) Από τους συνυπάρχοντες παράγοντες κινδύνου
Είναι πολύ βασικό να σημειώσουμε ότι, πριν χορηγηθούν στατίνες στα «υγιή» πρόσωπα που έχουν αυξημένη κακή LDL χοληστερόλη, θα πρέπει να προηγηθεί για τουλάχιστον 3 μήνες η κατάλληλη υγιεινοδιαιτητική παρέμβαση. Αυτή περιλαμβάνει την ελάττωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπών (όπως κόκκινο κρέας, τυριά, πλήρες γάλα κλπ.), την αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών (όπως φρέσκα λαχανικά και φρούτα κλπ.) και την αύξηση της σωματικής άσκησης, π.χ. βάδισμα επί 30-60 λεπτά σε μέτρια ένταση, τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα. Με την παρέμβαση αυτή μπορεί να επιτευχθεί ελάττωση 20% της LDL χοληστερόλης. Όταν, όμως, τα επίπεδα της χοληστερόλης διατηρούνται υψηλά παρά την υγιειοδιαιτητική αυτή παρέμβαση, τότε χορηγούνται στατίνες και συγκεκριμένα στις εξής περιπτώσεις:
1) Εάν δεν παρουσιάζουν κανένα ή έχουν μόνο έναν παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο και τα επίπεδα κακής LDL χοληστερόλης στο αίμα είναι υψηλά, πάνω από 190 mg/dl (αντιστοιχούν περίπου σε 250 mg/dl ολικής χοληστερόλης). Μια τέτοια γυναίκα ηλικίας 60 ετών με τιμές κακής LDL χοληστερόλης 150 mg/dl δεν θα πάρει αγωγή, ενώ με τιμές 200 mg/dl θα πάρει.
2) Εάν παρουσιάζουν δυο ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο και έχουν επίπεδα κακής LDL χοληστερόλης πάνω 130 mg/dl (αντιστοιχούν περίπου σε 200 mg/dl ολικής χοληστερόλης). Δηλαδή, αν ένας άνδρας ηλικίας 60 ετών είναι υπερτασικός και έχει επίπεδα LDL χοληστερόλης 150 mg/dl, θα λάβει στατίνη, όμως δεν έχει τόση ανάγκη ο υπερτασικός με τιμές κακής LDL χοληστερόλης 110 mg/dl.
Η ταξινόμηση που προαναφέρεται έχει διάφορες εξαιρέσεις όσον αφορά τις ενδείξεις χορήγησης στατίνης. Για να αποφευχθεί, όμως, η σύγχυση στον αναγνώστη, δεν θα αναφερθούν. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι οι παρεμβάσεις για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων, για να είναι αποτελεσματικές, θα πρέπει να συνδυάζουν τη στοχευμένη αντιμετώπιση όλων των παραγόντων κινδύνου.
Η λήψη υπολιπιδαιμικής αγωγής δεν θα πρέπει να αποτελεί το άλλοθι για να συνεχίζει ο ασθενής το κάπνισμα ή να έχει κακή διατροφή. Για να ελαττώσει ένα πρόσωπο τον κίνδυνο μελλοντικών καρδιακών επεισοδίων, δεν αρκεί να πάρει στατίνη για τη χοληστερόλη. Θα πρέπει, επίσης, να μην καπνίζει, να ρυθμίζει σωστά την πίεση του, αν είναι υπερτασικός, να προσέχει τη διατροφή, να χάσει τα περιττά κιλά και να περπατάει σε καθημερινή βάση 30 λεπτά τουλάχιστον.
Κατά συνέπεια, στατίνες στους υγιείς θα χορηγηθούν μόνο όταν αυτοί πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις υπό υγιεινοδιαιτητική αγωγή, δηλαδή διατροφή και άσκηση.
Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία στη χώρα μας, το ποσοστό των ενηλίκων του γενικού πληθυσμού που είναι υποψήφιοι να λάβουν στατίνες, δεν πρέπει να ξεπερνά το 10-20%.
Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν θα πρέπει να γενικεύεται τυφλά και αδιακρίτως η λήψη των φαρμάκων αυτών και πάντα θα πρέπει η χορήγηση τους να αποτελεί απόφαση του θεράποντος ιατρού.