(Επιμέλεια: Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης)
H απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία του Xαράλαμπου Ιορδανίδη (1912-2004) είναι αξιοσημείωτη: μοιάζει με ακραία κινηματογραφική περιπέτεια και σκιαγραφεί όλο το φάσμα των γενοκτονικών διώξεων σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτός και η οικογένειά του υπέστησαν όλες τις θηριωδίες που άσκησαν οι Τούρκοι. Στις πορείες θανάτου, όπου οδηγήθηκε με οκτώ μέλη της οικογένειάς του, επιβίωσε μόνο αυτός.
Έφθασε στη Δράμα το 1923, εντεκάχρονο παιδί και παρ’ όλο που δοκίμασε απίστευτη βαρβαρότητα σε τόσο τρυφερή ηλικία, διατήρησε πηγαίες ευαισθησίες. Έκανε με πολλές στερήσεις σπουδές βιολιού στο Ωδείο της Δράμας, και ως τα βαθιά γεράματα διατήρησε τη βιβλιοφιλία του και την ενασχόλησή του με τη μουσική.
Άνθρωπος χαμηλών τόνων, με ταπεινοφροσύνη και στωικότητα, διατηρούσε ζωντανές τις μνήμες από τα τραυματικά βιώματα των διώξεων που υπέστη ο ποντιακός ελληνισμός. Και πάντα, όταν μιλούσε για κείνα τα βιώματα, κατέληγε με την αποστροφή: «Αυτά που ζήσαμε εμείς να μην τα ζήσει άνθρωπος πάνω στη γη».

(Αρχείο Σταύρου Καψάλη)
(Τη μαγνητοφώνηση έκανε το 2002 ο Σταύρος Καψάλης, εγγονός του 90χρονου τότε Χαράλαμπου Ιορδανίδη, ο οποίος παρέμενε ακόμη ακμαίος. Η μαρτυρία απομαγνητοφωνήθηκε το 2023 από τον εγγονό και την κόρη του Ζωή Καψάλη. Ευχαριστώ θερμά όλη την οικογένεια Καψάλη, που μου εμπιστεύτηκαν τη μαρτυρία και μου την παρέδωσαν για επιμέλεια και δημοσίευση.
Σημειωτέον ότι στο κείμενο που ακολουθεί διατηρήθηκε η προφορικότητα της αφήγησης).
Η δραματική μεταστροφή της ζωής στον Πόντο
Γεννήθηκα στις 9 Φεβρουαρίου 1912 στο χωριό Yılanın Dere (Γιλανίν Ντερέ) που σημαίνει χαράδρα των φιδιών. Εκεί ζούσαμε μια μεγάλη οικογένεια, η γιαγιά μου, ο πατέρας, η μητριά μου (η βιολογική μου μητέρα είχε πεθάνει), τα αδέλφια μου, οι δυο παντρεμένοι θείοι μου με τα παιδιά τους, συνολικά 11 άτομα.
Ο πατέρας μου ήταν καπνομεσίτης, εξπέρ λεγόταν, και κάθε μέρα με το άλογο πήγαινε στη Σαμψούντα όπου ήταν οι δουλειές του. Κι ο θείος μου ο Γιώργης, και αυτός με τα καπνά ασχολούνταν.
Με τους Τούρκους είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Μας φερόταν πολύ φιλικά, όχι εχθρικά, και θυμάμαι που η γιαγιά έλεγε πως τα περασμένα χρόνια περνούσαν πολύ καλά. Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν ξέσπασε ο πόλεμος, και έγιναν χειρότερα το 1919. Οι διώξεις που κάνανε σπρώξανε πολλούς άνδρες να βγουν αντάρτες στα γύρω βουνά και οι Τούρκοι να τους κυνηγούν ασταμάτητα. Και επειδή τα ορεινά χωριά τροφοδοτούσαν τους αντάρτες, άρχισαν να στέλνουν αποσπάσματα στα χωριά, να κάνουν έρευνες και να συλλαμβάνουν κόσμο. Για το λόγο αυτό ο πατέρας μου προτίμησε να πάμε μέσα στη Σαμψούντα. Στη Σαμψούντα μεταφέρθηκε όλη μας η οικογένεια. Εκεί εγκατασταθήκαμε όλοι στο μεγάλο σπίτι του θείου του Γιώργη. Ώσπου μια μέρα ο τουρκικός στρατός μαζί με την αστυνομία πολιόρκησαν την πόλη. Η Σαμψούντα τότε είχε πληθυσμό 30.000 άτομα, η πλειοψηφία ήταν Έλληνες, ενώ λιγότεροι ήταν οι Τούρκοι, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι. Οι Τούρκοι έκαναν έφοδο στα σπίτια και πήραν άνδρες από 15 έως 60-65 χρονών και τους πήγαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για εξορία, μεταξύ αυτών πήραν και τον δικό μας το θείο, το Γιώργη. Μαζί με το θείο μου, έπιασαν και τους πλούσιους της Σαμψούντας.

Ανυπεράσπιστοι απέναντι σε όλες τις μορφές βίας
Μετά την πολιορκία όσους πιάνανε, τους πήγαιναν σε στρατόπεδα και από εκεί έγιναν καραβάνια, και τους έβαζαν στις πορείες θανάτου στα ενδότερα της Τουρκίας. Τους εξόρισαν στο Τοκάτ, στην Αμάσεια και στο Τσορούμ. Εκεί στο Τσορούμ σκότωσαν αρκετούς, μεταξύ αυτών και το θείο μου το Γιώργη. Ο θείος Γιώργης κρεμάστηκε, επειδή χρηματοδοτούσε τον αγώνα των ανταρτών που αντιστεκότανε στους Τούρκους.
Τον καιρό που πιάσανε και κρέμασαν το θείο Γιώργη βρισκόμασταν στο χωριό της γιαγιάς, Χατζή Μιχαήλ το λέγανε. Ο πατέρας μου όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε στο χωριό, γιατί τότε η Σαμψούντα ήταν από παντού αποκλεισμένη. Τα κοντινά στη Σαμψούντα χωριά, δεν τα είχαν εξοντώσει ακόμα. Τα μακρινά όμως, που ήταν κέντρα των ανταρτών, τα κάψανε και οι χωρικοί αναγκάστηκαν να φύγουν στα ενδότερα, μέσα στα δάση όπου έκαναν τσαντίρια και έμειναν εκεί. Οι Τούρκοι κάθε στιγμή, κάθε εποχή, έβγαζαν αποσπάσματα, διενεργούσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και ό,τι έβρισκαν το έκαιγαν. Οι πιο βάρβαροι ήταν οι τσέτες , που αλώνιζαν ανενόχλητοι και είχαν μεγάλο φανατισμό εναντίον μας. Όταν οι Τούρκοι έβρισκαν αντάρτες τους σκοτώνανε, δεν τους χαριζότανε.
Για αυτό το λόγο ο πατέρας μου δεν κατέβηκε ποτέ, έμεινε στο βουνό, όπου πήρε και μένα μαζί του. Στο βουνό ζούσαμε σαν τ’ αγρίμια, πότε εδώ πότε εκεί. Και εγώ δεν μπορούσα να φύγω από το βουνό, γιατί η Σαμψούντα ήταν αποκλεισμένη και αν πήγαινα θα με ρωτούσαν «εσύ που ήσουν;», θα ήμουν ύποπτος λοιπόν, κι ας ήμουν πιτσιρίκος. Στο βουνό παραμείναμε ενάμιση χρόνο περίπου. Μετά το διάστημα αυτό πήγα στη Σαμψούντα, αλλά σε άλλη γειτονιά, στο σπίτι της γιαγιάς μου. Με πήγαν ο θείος μου o Λεωνίδας και ο θείος μου Πέτρος, θείοι από το σόι της μάνας μου, ήταν αντάρτες και αυτοί. Οι αντάρτες έμπαιναν στη Σαμψούντα για να πάρουν τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαζόταν, έτσι με κατέβασαν και εμένα στη γιαγιά μου.
Στη γιαγιά μου έμεινα ως το Μάρτιο του 1921. Μια μέρα κατέβηκαν οι αντάρτες στην Σαμψούντα και ήρθαν στο σπίτι. Η γιαγιά μου τους φιλοξένησε κρυφά για μια μέρα. Όταν όμως έφευγαν, έπεσαν σε μια τούρκικη περίπολο και έδωσαν μάχη. Σε εκείνη τη μάχη πιάστηκε ο θείος μου, αδελφός της μητριάς μου. Τον πήγαν στην αστυνομία όπου τον ανακρίνανε, τον χτυπήσανε, και αυτός είπε ποιος τους φιλοξένησε. Έτσι, περικύκλωσαν το σπίτι μας, μας απέκλεισαν και το πρωί έκαναν εξονυχιστική έρευνα.
Τους αντάρτες που έπιασαν βγήκε εντολή να τους εξορίσουν. Ο θείος Πέτρος και ο θείος Λεωνίδας, αδερφοί της μητέρας μου που ήταν αντάρτες, έφυγαν με πλοίο για τη Ρωσία, αλλά πέτυχαν τουρκικό περιπολικό. Έδωσαν μάχη και στο τέλος οι Τούρκοι τους βούλιαξαν. Οι υπόλοιποι, εγώ μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά μας (η γιαγιά, η μητριά μου, αδέλφια, η θεία, τα ξαδέρφια μου), αφού πήραμε μια κουβέρτα και κάτι απαραίτητα πράγματα, μας πήγανε στο φρουραρχείο. Εκεί σχηματίστηκε η δικογραφία, η οποία έλεγε ότι ή η γιαγιά μου περιέθαλπε αντάρτες και ότι το σπίτι της ήταν κέντρο ανταρτών. Για το λόγο αυτό έπρεπε να εξοριστούμε. Έτσι με διαταγή του φρουράρχου μάς πήγανε στο στρατόπεδο κι εμάς τα παιδιά μας πήγανε σ’ ένα ορφανοτροφείο. Μας πέταξαν εκεί μέσα, μας κλείδωσαν και μας φρουρούσαν αυστηρά.

Οι πορείες θανάτου
Στο ορφανοτροφείο μάς φύλαγαν με τα όπλα οι Τούρκοι και παραμείναμε για μια εβδομάδα, όπου μας έδιναν μόνο ψωμί να φάμε. Μετά μας ξεκίνησαν για την εξορία, πάντα με τα πόδια. Ήταν οι καταραμένες πορείες θανάτου. Πήγαμε Τοκάτ, Αμάσεια, Κάβζα, με σκοπό να φτάσουμε στη Σεβάστεια. Περπατούσαμε συνεχώς για 10 μέρες και τα βράδια μέναμε σε αποθήκες όπου μας έκλειναν μέσα. Η γιαγιά μου η Χαμπίνα, η Χατζημάνα, όπως τη φώναζαν γιατί είχε πάει στα Ιεροσόλυμα, δεν άντεξε στις κακουχίες. Έτσι όπως βαδίζαμε πομπή και περνούσαμε μέσα από ένα χωριό κάθισε σε μια γωνιά και ξεψύχησε. Ήταν σπουδαία γυναίκα. Αυτή έκανε κουμάντο στο σπίτι.
Στο δρόμο χάσαμε και την εξαδέλφη μου τη Σταυρούλα. Τα παιδιά τα μικρά τα είχαν πάνω στα κάρα, πληρώναμε για να μην περπατήσουν τα μικρά παιδιά. Τη Σταυρούλα την πήρε ο καραγωγέας. Ήταν έξι χρονών, πολύ όμορφο κορίτσι. Ο καραγωγέας της έδωσε γλυκά και την πήρε. Την πήγε σπίτι του στην Αμάσεια, και το πρωί που φύγαμε το παιδί δεν υπήρχε. Κάναμε παράπονα στους αξιωματικούς, αλλά το παιδί δε βρέθηκε. Τη μητριά μου και τη θεία μου την Ανθή, τη γυναίκα του μακαρίτη του θείου Γιώργη, τις χάσαμε κι αυτές στην Αμάσεια, εξαφανίστηκαν. Άρχισα να ψάχνω γύρω, να τις φωνάζω, αλλά τίποτα. Μαζί με τη μητριά μου χάθηκαν και τα παιδιά της, τους πήρανε όλους οι Τούρκοι.
Συνεχίσαμε την πορεία και φτάσαμε τελικά στη Σεβάστεια. Μας έβαλαν στους στρατώνες που είχαν κάνει οι Ρώσοι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το 1918 κατέλαβαν την Τραπεζούντα και την Κερασούντα. Μας πήγαν εκεί και το επόμενο πρωί θα συνεχίζαμε για τη Μαλάτια, ακόμη πιο βαθιά μέσα στην Τουρκία. Τα στρατόπεδα στη Σεβάστεια ήταν γεμάτα, υπήρχαν κάπου στα 1000-1500 άτομα. Όσα παιδιά όμως ήταν μικρά και αδύνατα, δεν τα πήραν, τα άφησαν εκεί, περίπου 30 παιδιά. Εγώ με τον ξάδερφό μου το Γιάγκο μείναμε εκεί.
Το βράδυ κάποιοι επιτήδειοι Τούρκοι έπαιρναν δύο λίρες και άφηναν κυρίως τους ενήλικους να φύγουν, γι’ αυτό και αποφάσισε να φύγει η θεία μου η Σόνια, η αδερφή του πατέρα που ήταν ανύπαντρη. Η Σόνια κατέφυγε σε ένα γυναικείο άσυλο του Ερυθρού Σταυρού, όπου εκεί πέθανε. Τριάντα μία ημέρες αφού μπήκε στο άσυλο, πέθανε από εξανθηματικό τύφο.
Στους στρατώνες μείναμε 15 μέρες. Εμάς τα παιδιά μας είχαν σε ένα θάλαμο κάτω και από πάνω ήταν η φρουρά. Εκεί μας έδιναν ψωμί και καμιά φορά και κανονικό φαΐ. Μια μέρα μας έβγαλαν όλους έξω, ήλιο είχε, να λιαστούμε. Εν τω μεταξύ, όλα τα παιδιά έβγαιναν για τις ανάγκες τους σε κάτι απόμερα μέρη. Εκεί σε ένα τέτοιο μέρος ο ξάδερφος Γιάνκος δεν άντεξε τόσο εξασθενημένος που ήταν. Παρέδωσε το πνεύμα του, πέθανε. Ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου. Μάζεψαν όσους πέθαναν και τους έθαψαν όλους μαζί σ’ ένα λάκκο. Τώρα έμεινα μόνος μου.