(αναδημοσίευση του άρθρου του κ. Κωνσταντίνου Τούτουζα, αναπληρωτή καθηγητή καρδιολογίας, Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Γ.Ν.Α.).
Ευρωπαίοι ερευνητές κατέγραψαν την πορεία της θνητότητας των καρδιαγγειακών παθήσεων στην Ευρώπη και επίσης μελέτησαν τις μεθόδους που είχαν την καλύτερη αποτελεσματικότητα ως προς την ελάττωση των παραγόντων κινδύνου, όπως κάπνισμα και διατροφή.
Ως προς το πρώτο σκέλος διαπίστωσαν ότι κάθε έτος πάνω από 4.000.000 άνθρωποι πεθαίνουν από καρδιαγγειακά αίτια στην ήπειρό μας. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 47% των θανάτων στην Ευρώπη και το 40% στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις γυναίκες είναι η πρώτη αιτία θανάτου και στους άνδρες είναι η πρώτη αιτία σε όλες τις χώρες εκτός από έξι.
Ενώ όμως πολλοί παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η αρτηριακή υπέρταση και η υπερχοληστερολαιμία, αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα μέτρα που έχουν ληφθεί, οι κακές διατροφικές συνήθειες, ιδιαίτερα με σακχαρούχα σκευάσματα, δεν έχουν εξαλειφθεί. Αντίθετα η κατανάλωση τέτοιων ποτών αυξάνεται.
Μια νέα μελέτη επικεντρώνεται πάλι στα σακχαρώδη ποτά. Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2015 και οι συγγραφείς προτείνουν να αρχίσει ένα παγκόσμιο πρόγραμμα περιορισμού αυτών των ποτών. Η μελέτη έγινε από 3 πανεπιστήμια στις ΗΠΑ και ένα στην Αγγλία και συμπεριέλαβε πάνω από 600.000 ανθρώπους από 51 χώρες στην περίοδο 1980-2010. Από τα ερωτηματολόγια και την παρακολούθηση του πληθυσμού ανέπτυξαν ένα στατιστικό μοντέλο βασισμένο στα αποτελέσματα της παρακολούθησης αυτού του πληθυσμού. Βάση του μοντέλου που ανέπτυξαν προβλέπουν 184.000 θανάτους κάθε έτος που οφείλονται στην κατανάλωση των σακχαρούχων ποτών: 133.000 από σακχαρώδη διαβήτη, 45.000 από καρδιαγγειακά αίτια και 6.400 από καρκίνο. Το πρόβλημα μάλιστα είναι ιδιαίτερο σε χώρες με μέτριο εισόδημα στις οποίες αποδίδεται το 70,9 % των θανάτων, στη συνέχεια στις χώρες με υψηλό εισόδημα με 24,1% και ακολουθούν οι χαμηλού εισοδήματος χώρες με 5% των θανάτων. Στις πρώτες 20 χώρες ήταν από τη Λατινική Αμερική με το Μεξικό να λαμβάνει πρώτη θέση. Οι ΗΠΑ ήταν στη δεύτερη θέση και ακολουθούν η Ινδονησία και η Βραζιλία. Τελευταία ήταν η Ιαπωνία. Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι οι ερευνητές εστιάστηκαν στην κατανάλωση σόδας με ζάχαρη, φρουτώδη ποτά, αναψυκτικά με ζάχαρη, ενεργειακά ποτά ακόμη και σπιτικά αφεψήματα με ζάχαρη που είναι ιδιαίτερα αγαπητά στη Λατινική Αμερική, αλλά δεν συμπεριέλαβαν φυσικούς χυμούς.
Σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ έχουν ήδη αρχίσει μέτρα περιορισμού. Μάλιστα στην πόλη Berkeley στην Καλιφόρνια το 2014 τέθηκε επισήμως πρώτη φορά φόρος για σακχαρούχα αναψυκτικά. Όμως η Αμερικάνικη Διαβητική Ένωση προειδοποιεί ότι παρατηρούνται αυξήσεις στην κατανάλωση τέτοιων αναψυκτικών, παρά τις προσπάθειες ιατρικών συλλόγων.
Οι ιατροί πολλές φορές δεν διερευνούν κατά τη λήψη του ιστορικού από τους ασθενείς αυτές τις πληροφορίες. Έτσι πρέπει να αναζητούν οι ιατροί την ποσότητα κατανάλωσης των σακχαρούχων αφεψημάτων και να εφιστούν την προσοχή στους ασθενείς. Μεγάλη προσοχή και ενεργοποίηση χρειάζεται και από τους παιδιάτρους κατά την εξέταση των παιδιών να κατατοπίζουν τους γονείς αλλά και τα παιδιά για τους κινδύνους της κατανάλωσης αυτών των ποτών. Οι συζητήσεις αυτές μάλιστα πρέπει να έχουν την ίδια προτεραιότητα με τη σύσταση για φάρμακα και άλλα υγιεινοδιαιτητιτκά μέτρα.
Η καλύτερη προσέγγιση είναι μέσω της πληροφόρησης και ιδιαίτερα των νέων. Η στρατηγική αυτή ήταν επιτυχής σε μεγάλο βαθμό με την εκστρατεία κατά του καπνίσματος σε πολλές χώρες. Βέβαια οι διατροφικές συνήθειες είναι ακόμα πιο δύσκολο να αλλάξουν σε σύγκριση ακόμα με το κάπνισμα. Οι μεγάλες ιατρικές εταιρίες και οργανισμοί έχουν στόχο μέχρι το 2020 να έχουν δοθεί οδηγίες για την προστασία της διατροφής των ανθρώπων με διάφορα μέτρα. Ένας τρόπος θα είναι και η μείωση αφεψημάτων με ζάχαρη. Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητο να πλαισιωθεί από εθελοντική προσφορά προσώπων, συλλόγων και οργανώσεων για την ενημέρωση των συμπολιτών μας για τις βλαπτικές συνέπειες αυτών των ουσιών. Είναι επίσης απαραίτητο να αντιληφθούν και οι κυβερνήσεις ότι είναι πιο οικονομική λύση να επενδύουν στην πρωτογενή πρόληψη παρά στη θεραπεία των ασθενειών από κακή διατροφή.