«Επί τη καταλήψει της Κιουταχείας» (3 Ιουλίου 1921). Τελετή μνήμης και αναπαράσταση της μάχης του ηρωικού 26ου Συντάγματος Πεζικού από την ΙΧ Μεραρχία Δράμας (1928-1932)

0
2517
Διέλευση του ποταμού Σαγγαρίου. Μετά την πολύνεκρη και τελευταία μάχη του Σαγγαρίου (10-29 Αυγούστου 1921), ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να ανακόψει την προέλασή του προς ανατολάς και να υποχωρήσει. Νικολάου Ι. Μέρτζου, Η Μικρασιατική Εκστρατεία. Φωτογραφίες Θεόδωρου Νικολέρη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2008.

Της Γεωργίας Μπακάλη

Η συλλογική μνήμη των προσφύγων συνδέθηκε εξαρχής με τη Μικρασιατική μνημοσύνη. Στη Δράμα, κατεξοχήν προσφυγική πόλη, είχαν αναπτυχθεί πολλά σωματεία και οργανώσεις, είτε στη βάση του ιδιαίτερου τόπου καταγωγής («Αδριανουπολιτών», «40 Εκκλησιωτών», «Ελλήσποντος», «Ιωνία», «Σύνδεσμος Ποντίων» κ.ά.) είτε στη βάση συνέχισης παραδόσεων (π.χ. ο Σύλλογος Ποντίων Οπλαρχηγών «Αλύτρωτος Πόντος») είτε για την αντιμετώπιση πρακτικών ή φιλανθρωπικών αναγκών (π.χ. ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός «Κιουπλιά» ή η «Φιλόπτωχος Ένωσις Φλογητανών». Προσφυγικά σωματεία, οι τοπικές αρχές και σύσσωμη η κοινωνία της Δράμας (γηγενείς, Ηπειρώτες, αντιπροσωπεία της Ισραηλιτικής και Αρμενικής Κοινότητας) συμμετείχαν σε δημόσιες τελετές μνήμης (ομαδικά μνημόσυνα, επέτειοι κτλ.) που οργανώνονταν με ιδιαίτερη επισημότητα τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Το μνημόσυνο «των εν Πόντω κατά καιρούς σφαγιασθέντων και ποικιλοτρόπως μαρτυρησάντων Ποντίων Ελλήνων» και το μνημόσυνο υπέρ του εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου μητροπολίτη Σμύρνης ήταν πάνδημα, ιεροτελεστικά και μεγαλοπρεπή. Ανακαλούσαν τραυματικές μνήμες. Αποτελούσαν μια προσπάθεια διαχείρισης της μαρτυρικής μνήμης και του πολιτισμικού τραύματος που χάραξαν η Μικρασιατική Καταστροφή, ειδικότερα δε η καταστροφή της Σμύρνης, για τους καταγόμενους από την Ιωνία, και οι απηνέστατοι, συστηματικοί διωγμοί που υπέστησαν οι καταγόμενοι από τον Πόντο. Τελούνταν όμως, από το 1928, και ένα ξεχωριστό μνημόσυνο εις ανάμνησιν μιας εμβληματικής νίκης του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, της μάχης όπου το 26ο Σύνταγμα Πεζικού (της θρυλικής ΙΧ Μεραρχίας) «εσημείωσε εις την ιστορίαν του την λαμπροτέραν δόξαν του».1 Πρόκειται για τη νικηφόρα μάχη κατά την οποία κατελήφθη η Κιουτάχεια, στις 3 Ιουλίου 1921, κατάληψη που διήρκεσε μέχρι τα μέσα Αυγούστου του 1922.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η καθιέρωση της επετείου. Σύμφωνα με όσα αναφέρει στον λόγο του ο συνταγματάρχης Ι. Καλλέργης, η κατάληψη της Κιουτάχειας οφειλόταν κυρίως στη δράση του ΙΙ τάγματος του Συντάγματος, γι’ αυτό και η πολιτεία καθιέρωσε την ημέρα έναρξης της επίθεσης ως ημέρα πολεμικής εορτής του 26ου Συντάγματος Πεζικού, «ίνα συνεορτάζεται έκτοτε την αυτήν ημέραν καθ’ ήν το 1913 απεδόθη η ελευθερία εις την πόλιν της Δράμας».2 Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο συνεορτασμός αναδείκνυε τοπικά και χρονικά συνάφειες και συνδέσεις ιστορικών γεγονότων μιας εποποιίας (1913-1921) με άξονα την απελευθέρωση των δύο πόλεων. Συγχρόνως δε, ενοποιούσε πρόσφατες εμπειρίες για τα μέλη της τοπικής κοινότητας, γηγενείς και πρόσφυγες, ανακαλώντας κοινές εμπειρίες και αίροντας αντιθέσεις.

Ιστορικό πλαίσιο
Προελαύνοντας προς την Άγκυρα το 1921, ο ελληνικός στρατός διεξήγε επιχειρήσεις για την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης στους κόμβους των πόλεων Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) και Αφιόν Καραχισάρ. Κατά τη διεξαγωγή αυτών των επιχειρήσεων, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε, δυτικότερα της γραμμής, την ενδιάμεση πόλη, την Κιουτάχεια (απέχουσα 120 χλμ. από την Προύσσα και 55 από το Εσκί Σεχίρ). Η Κιουτάχεια (αρχαία πόλη της Φρυγίας, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, με το όνομα «Κοτύαιον», ήταν έδρα αρχιεπισκόπου, επί Σελτζουκιδών πρωτεύουσα σουλτανάτου, σημαντική φρουριακή θέση επί Οσμανιδών), εκτεινόταν στους πρόποδες του όρους Ατζέμ Ντάγ όπου δέσποζε βυζαντινό φρούριο. Ήταν έδρα σαντζακίου, με πληθυσμό 40.000 κατοίκους, εκ των οποίων 5.000 ήταν Έλληνες και 2.000 Αρμένιοι. Οι εκεί τουρκόφωνοι Έλληνες κατοικούσαν σε συμπαγή συνοικισμό στο δυτικότερο και υψηλότερο σημείο της πόλης. Η συντεχνία τους, των γουναράδων, διατηρούσε παρθεναγωγείο. Η πόλη φημιζόταν για την εξαίρετη κεραμική τέχνη της, την οποία ασκούσαν με παραδοσιακό τρόπο οι Τούρκοι, παράγοντας μεγάλη ποικιλία πλακιδίων, χρηστικών και διακοσμητικών αγγείων.3 Τα προϊόντα τους, περιζήτητα, εξάγονταν και στην Ευρώπη. Έλληνες κεραμείς είχαν κι αυτοί τα δικά τους κεραμουργεία. Κυριότερος εκπρόσωπος ήταν ο Μηνάς Αβραμίδης. Στην Κιουτάχεια υπήρχε και εργοστάσιο κατασκευής θαυμάσιων φαγεντιανών αγγείων. Ήταν μια πόλη όπου επί αιώνες συνυπήρχαν τρεις κοινότητες με διαφορετικό πολιτισμό και παραδόσεις. Ο πόλεμος έθεσε οριστικό τέλος στη μακραίωνη πολυπολιτισμική συνύπαρξη.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ παρενθετικά ότι το Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 ετών από την κατάληψη της Κιουτάχειας, φιλοξενεί αυτό το διάστημα έκθεση αφιερωμένη στα κεραμικά της Κιουτάχειας. Στα κεραμικά αυτά αποτυπώνεται, με διάφορες αναφορές, αναμνηστικές κυρίως, η ελληνική κατοχή και ο απόηχος εκείνης της περιόδου. Μια πρόσληψη των ιστορικού αυτού γεγονότος μέσα από τη λαϊκή κεραμική τέχνη, που αποτελεί τεκμήριο του παρελθόντος.

Ελεύθερος Τύπος, 03.07.1921.

Ο τοπικός Τύπος για την τελετή μνήμης
Με την Καταστροφή του 1922, οι Έλληνες της Κιουτάχειας ήρθαν πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, σε πόλεις της Μακεδονίας και στη Δράμα. Η τελετή μνήμης δεν απευθυνόταν μόνο στην πολυμελή κοινότητα των Κιουταχιαλήδων, νέων τώρα Δραμινών, αλλά και στους συγγενείς των πεσόντων κατά τους πολέμους του 1912-1922. Παράλληλα, και ο Σύλλογος Κιουτάχειας «Η Μεγάλη Φρυγία» προσκαλούσε τα μέλη του να προσέλθουν στη γιορτή.4 Μέσω του Τύπου καλούνταν όλη η τοπική κοινότητα. Η 3η Ιουλίου είχε κηρυχτεί αργία και όλα τα καταστήματα ήταν κλειστά, γεγονός που διευκόλυνε την προσέλευση. Ο Τύπος προέβαλλε με έμφαση την «εθνική, πατριωτική» τελετή, με πρωτοσέλιδες ανακοινώσεις και αφιερώματα. Μάλιστα, ήταν τόση η -μεγαλοϊδεατικών διαστάσεων- εθνική έξαρση του Τύπου, ώστε να γράφεται ότι κατά την τελετή οι νέοι στρατιώτες του 26ου Συντάγματος επρόκειτο να δώσουν «τον όρκον της ανακαταλήψεως της Κιουταχείας και της εκδικήσεως των φονευθέντων».5 Για την ενημέρωση του κοινού, ο συνεργάτης του Θάρρους Πελοπίδας Πινάτσης -πρόσφυγας, καταγόμενος από την Κίο- υπέγραφε σύντομο ιστορικό της κατάληψης.6 Στο κείμενό του, περιγράφεται η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Κιουτάχεια (3 Ιουλίου 1921) και η υποδοχή του από τους Έλληνες κατοίκους· περιγραφή που παραπέμπει στον ακράτητο, φρενήρη ενθουσιασμό των Ελλήνων Σμυρναίων, όταν αποβιβάστηκαν στο λιμάνι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις τον Μάιο του 1919. Τους στρατιώτες ασπάζονταν ως ελευθερωτές, ενώ «αι οικίαι του Ελληνικού πληθυσμού […] μετετράπησαν εις ξενώνας των Ελλήνων στρατιωτών». Το αφιέρωμα κλείνει με την ευχή, «όπως το Σύνταγμα τούτο ευρεθή λίαν συντόμως εις την ευχάριστον θέσιν να εορτάση και την ανακατάληψιν της Κιουταχείας, ής την πρώτην κατάληψιν σήμερον εορτάζει». Είναι οι προσλήψεις, τα βιώματα και οι ελπίδες του Μικρασιάτη Π. Πινάτση, η πόλη του οποίου, η Κίος, παρέμεινε από τον Ιούλιο του 1920 μέχρι τον Αύγουστο του 1922 υπό ελληνικό έλεγχο, ενώ ο ίδιος και η οικογένειά του γλίτωσαν από τον γενικό χαλασμό και εγκαταστάθηκαν στη Δράμα.
Όμως, μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης, οι εθνικοί στόχοι αναπροσανατολίστηκαν. Βρισκόμαστε ήδη σε μια περίοδο εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων. Αποκορύφωμα των θαρραλέων προσπαθειών επαναπροσέγγισης ήταν η περίοδος 1928-1932, ενώ η ελληνοτουρκική συνεννόηση συνεχίστηκε και επί Π. Τσαλδάρη (1933-1934).7 Οι όποιοι μεγαλοϊδεατισμοί ηχούσαν παράφωνα, αφού η Μεγάλη Ιδέα, καταβαραθρωμένη πλέον οριστικά, ήταν μετά το 1922 όχι μόνο ξεπερασμένη αλλά και επικίνδυνος παραλογισμός. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1930 η ελληνοτουρκική συνεννόηση-προσέγγιση βασίστηκε στην εκατέρωθεν αποδοχή των υφιστάμενων συνόρων. Ένας νέος ορίζοντας, φιλίας και συνεργασίας, στο πλαίσιο του δόγματος Βενιζέλου-Κεμάλ, χαράχτηκε στις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία.

Η τελετή μνήμης και η αναπαράσταση της μάχης του 26ου Συντάγματος
Στους στρατώνες της ΙΧ Μεραρχίας Δράμας, τελέστηκε για πρώτη φορά, το 1928 (όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις καταγραφές στον Τύπο), ο εορτασμός της επετείου.8 Επίσημη, λαμπρή και πάνδημη η τελετή. Στο μέσον του χώρου είχε στηθεί κενοτάφιο, όπου με χρυσά γράμματα αναγραφόταν η φράση: «Διά τους ηρωικώς υπέρ Πατρίδος πεσόντας του 26ου Συν/τος Πεζικού». Πάνω στο κενοτάφιο στήθηκε η εικόνα του πεσόντα στις μάχες του Αλή Βεράν, διοικητή του Συντάγματος Δημητρίου Καλιαγκάκη. Στις τέσσερις γωνίες του μνημείου στήθηκαν ισάριθμα πολυβόλα «στίλβοντα». Γύρω από το κενοτάφιο, σε σχήμα Π, ήταν παραταγμένοι στρατιώτες καθώς και μαθητές του Ορφανοτροφείου Αρρένων, μαθήτριες της Βιοτεχνικής Σχολής και η μαθητιώσα νεολαία της πόλης. Χοροστάτησε ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Δράμας Λαυρέντιος. Κατόπιν αναγνώστηκαν τα ονόματα των «ηρωικώς πεσόντων» αξιωματικών και οπλιτών του 26ου Συντάγματος, που ανέρχονταν συνολικά σε 1.054 άνδρες. Την τελετή τίμησαν με κατάθεση στεφάνων εκπρόσωποι του συλλόγου Κιουταχιαλήδων.
Διαρκούσης της ιεροτελεστίας, έγινε αναπαράσταση της μάχης με πολυβόλα και πυροβόλα. Η τελετή συνεχίστηκε το απόγευμα στους στρατώνες με χορούς, απαγγελίες ποιημάτων, αθλητικές επιδείξεις των στρατιωτών, και ολοκληρώθηκε με δεξίωση στη Στρατιωτική Λέσχη. Το τυπικό αυτό της τελετουργίας ακολουθήθηκε και το 1929· το 1930 η τελετή της πολεμικής επετείου του 26ου Συντάγματος έγινε στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου· η λαμπρότητα κορυφώθηκε στην τελετή της 1η Ιουλίου 1932, οπότε έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου των Πεσόντων Ηρώων του 26ου Συντάγματος. Το μνημείο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Δημ. Γεντέκος, με δαπάνες του Δήμου και των Κοινοτήτων Δράμας, των αξιωματικών και οπλιτών της Μεραρχίας.9
Τους λόγους διοργάνωσης της τελετής εξηγεί στον πανηγυρικό λόγο του ο ταγματάρχης Γκίκας: «εις ανάμνησιν του ευφροσύνου τούτου γεγονότος […] ίνα αναπολήσωμεν παρωχημένων ημερών Εθνικά μεγαλεία [….]».10 Πρόκειται για μνημονική όχι της προσφυγιάς αλλά για εθνική μνημονική, προσανατολισμένη στην ηρωική-ένδοξη πλευρά του μικρασιατικού δράματος. Επρόκειτο για μια εμβληματική νίκη που επιλέγεται να αναπαρασταθεί προς τόνωση του εθνικού φρονήματος. Μια ένδοξη πτυχή συνδεδεμένη με το ηρωικό 26ο Σύνταγμα, για το οποίο, ας σημειωθεί, ότι συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1913 «από εφέδρους ως επί το πλείστον ελθόντας εξ Αμερικής» και τον Νοέμβριο του 1922 μετονομάστηκε σε 44ο Σύνταγμα Πεζικού.11 Το νήμα της ιστορικής δράσης του ξετυλίγει ο Γκίκας:

Συσταθέν τούτο το πρώτον εν Ηπείρω, εν έτει 1913, περιέφερε το έτος 1919, κατά την εποχήν εκείνην του Εθνικού αναπαλμού, υπερήφανον το Εθνικόν τούτο λάβαρον εις την Ξάνθην και την Αδριανούπολιν, εβαπτίσθη εις το πυρ εις ανά τα θρακικά πεδία, προσήγγισε τα παράλια του Βοσπόρου και της Προποντίδος, ητένισεν εκείθεν παρήγορον βλέμμα την Μεγάλιν Πόλιν των ονείρων της Ελληνικής φυλής […]
Το 1921 ακολουθεί την Μεραρχίαν εις την Σμύρνην, στήνει τρόπαια εις τον Μαίανδρον, εκδικείται και ανταποδίδει εις την Κιουτάχειαν. Είναι η πόλις ήτις εγέννησε και εξέθρεψε τον αιμοσταγή εκείνον Τούρκον Στρατηγόν, τον Ρεσίτ Μεχμέτ ή Κιουταχήν, όστις μετά φανατισμού επεδίωξε να ματαιώση το έργον της Εθνικής ημών Επαναστάσεως του 1821 […] Προ των πυλών της πατρίδος του Κιουταχή, αγωνίζονται τώρα Έλληνες στρατολογηθέντες εκ των αυτών Ηπειρωτικών πεδίων εξ ων ωρμήθη και εκείνος· είναι οι γενναίοι στρατιώται του 26ου Συν/τος, είναι οι πολεμισταί της ΙΧ Μεραρχίας […] Εκεί το ΙΙ Τάγμα του Συν/τος, παλλόμενον εξ ενθουσιασμού υπερμέτρου, κατελάμβανε αλληλοδιαδόχως τη μίαν μετά την άλλην τας οχυράς θέσεις του εχθρού [..] Εκ της Κιουταχείας σπεύδουσιν οι μαχηταί εκείνοι του Συν/τος προς το Εσκί Σεχίρ και αντεπεξέρχονται νικηφόρως κατά της τουρκικής εκεί αντεπιθέσεως.
Κατά την εκστρατείαν της Αγκύρας, το Σύνταγμα ακολουθεί την Μεραρχίαν και τίθεται επί τα ίχνη της προς το Γόρδιον πορείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσφέρει νέας θυσίας εις το Αζιζέ, δημιουργεί την εποποιίαν του τρομερού Καλέ Γκρότο, και τέλος αντιμετωπίζει το οχυρόν Μπαϊμπούρτ και το απρόσιτον Καμιτσίκ.
Εκεί, ατυχώς, υπήρξεν ο τελευταίος σταθμός του αρξαμένου απελευθερωτικού αγώνος· η μετέπειτα υπέροχος ανδρεία του Συν/τος εις το Καλετζίκ και Ουλουντζάκ, αι αναρίθμηται εκατόμβαι εις το Κιουτσούκ Ασλανάρ και Αλή Βερέν, μεταξύ των οποίων και ο ηρωικός διοικητής Καλιαγκάκης δεν ίσχυσαν ν’ ανακόψωσι την κατάρρευσιν του εθνικού οικοδομήματος […].12 Το Μοιραίον επήλθε! Η καταστροφή συνετελέσθη!

Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η πρώτη φάση της δράσης του 26ου Συντάγματος συνδέθηκε με τη Δράμα: από τη δυτική Μακεδονία, το 26ο Σύνταγμα μεταστάθμευσε αρχικά έξω από τη Δράμα, «εις Τσομπάν-Βρύσην εν καταυλισμώ» (από τις 17 – 24 Ιουλίου 1919), έπειτα στο Παρανέστι, μέχρι τον Οκτώβριο 1919, και μετά τη δράση του στην Ξάνθη επανήλθε τον Δεκέμβριο του 1919 στη Δράμα, όπου παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1920.13

Μετά την πύρρειο νίκη για την κατάληψη των υψωμάτων του Καλέ Γκρότο
(13-17 Αυγούστου 1921, π.ημ.), όπου οι Έλληνες είχαν πολλές απώλειες

Μια αποτίμηση
Ως γνωστόν, μετά τις πολύνεκρες μάχες του Σαγγαρίου (Αύγουστος 1921), η προέλαση του ελληνικού στρατού ανακόπηκε. Η Στρατιά, από τον Αύγουστο του 1921 μέχρι τον Αύγουστο του 1922, έχοντας απολέσει τη μισή μάχιμη δύναμή της, έχοντας παραμελήσει την άμυνά της, παραμένοντας σε απραξία, και μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού, αποσαθρωμένη από τον Διχασμό, τον κομματισμό και την κομουνιστική προπαγάνδα, βρέθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε τραγικά δύσκολη θέση, όταν το πρωί στις 13 Αυγούστου 1922 δέχτηκε σφοδρή την επίθεση του κεμαλικού στρατού. Ο ελληνικός στρατός άρχισε να υποχωρεί διαλυμένος. Από το ρήγμα που προκλήθηκε διήλθαν τουρκικές δυνάμεις με κατεύθυνση τη Σμύρνη. Είναι γεγονός ότι ο Ελληνικός Στρατός ηττήθηκε στη Μικρά Ασία, ότι κατέρρευσε το μέτωπο και τράπηκε σε άτακτη υποχώρηση. Δεν συνετρίβη όμως. Τουλάχιστον όχι όλη Στρατιά· ας θυμηθούμε τη δράση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων και της Ανεξάρτητης Μεραρχίας.14 Ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία κέρδισε όλες τις μάχες που έδωσε, έχασε όμως την πιο κρίσιμη, την τελευταία.
Ασφαλώς και το «Μοιραίον» δεν επήλθε ως κάτι μεταφυσικό. Μοιραία ήταν μια σειρά από λάθη της στρατιωτικής ηγεσίας αλλά ευρύτερα και της πολιτικής και όχι μόνο της κυβέρνησης Γούναρη. Μεγάλες ήταν οι ευθύνες των βενιζελικών, και προσωπικά του Βενιζέλου, αλλά και των αντιβενιζελικών και των βασιλικών. Λάθη και ευθύνες που δεν ξεκινούσαν μόνο από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και την τότε αλλαγή της κυβερνητικής σκυτάλης. Και ασφαλώς δεν ήταν μόνοι υπεύθυνοι οι καταδικασθέντες από το Στρατοδικείο στη Δίκη των Έξι, εκτελεσθέντες κατόπιν. Όπως απροκατάληπτα υποστηρίχτηκε, στη θέση τού επί τρεις μήνες αρχιστράτηγου Γ. Χατζηανέστη, που εκτελέστηκε (στη δίκη των Έξι), θα έπρεπε να ήταν και ο Αν. Παπούλας, ο επί ενάμιση χρόνο επικεφαλής του ελληνικού στρατού στο μέτωπο ή ακόμη, στη θέση του Ξενοφώντα Στρατηγού θα έπρεπε να βρίσκεται ο συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης (μετέπειτα αρχηγός ΓΕΣ επί δικτατορίας Πάγκαλου, 1925-1926, κατόπιν στις τάξεις του ΕΛΑΣ και στο ΕΑΜ και, πριν από τα Δεκεμβριανά, για σύντομο διάστημα, υφυπουργός Στρατιωτικών επί Παπανδρέου).15 Γιατί, πώς έγινε και ηττήθηκε ένας στρατός που νικούσε επί δέκα έτη;
Ο λόγος του ταγματάρχη Γκίκα αποτυπώνει τις προσλήψεις ενός στρατιωτικού, με τις δικές του παραδοχές, σφυρηλατημένες μέσα από συγκεκριμένα εθνικά οράματα και μέσα από μια εμπειρία νικηφόρων μαχών. Στον λόγο του εξαρχής συνδέει, ως ιστορική-στρατιωτική συνέχεια, την εορταστική τελετή με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, μια συνέχεια στον άξονα της «Εθνικής Ιδέας», δηλαδή της Μεγάλης Ιδέας. Η ορμή του αλυτρωτισμού είναι εμφανής: «απελευθερώθησαν υπόδουλοι αδελφοί, ανεκτήθησαν Εθνικώ δικαιώματι κληρονομικά εδάφη και απηλλάγησαν τέλος ακμάζουσαι Ελληνικαί πόλεις του εφιάλτου τυράννου. Η Κιουτάχεια, το σέμνωμα της περιλάμπρου Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το προπύργιον του τότε ακμάζοντος Ελληνισμού εναντίον των εξ Ασίας βαρβάρων κατακτητών […] κατελήφθη υπό τμημάτων του Συντάγματός μας […]». Μέσα στο νεφέλωμα των εμμονών που εξέθρεψαν οι υποστηρικτές της Μεγάλης Ιδέας, ως προς τα ακριβή όρια του αλυτρωτισμού, φάνηκε ότι οι αλύτρωτες περιοχές έφταναν στα ενδότερα της Μικράς Ασίας και σε περιοχές όπου ήταν ισχνή η παρουσία του ελληνικού στοιχείου, όπως στην Κιουτάχεια. Κατά πόσο έβρισκε ερείσματα η ανάκτησή τους «Εθνικώ δικαιώματι», η οποία μάλιστα σήμαινε σύγκρουση με τις καλά οργανωμένες κεμαλικές δυνάμεις;
Κλείνοντας την εξιστόρηση της εκστρατείας με την αναφορά στην ήττα, ο Γκίκας απευθύνεται στους πολίτες της Δράμας, λέγοντας: «Ας αντιπαρέλθωμεν εν σιγή την μελανήν εκείνη σελίδα της ιστορίας και ας προσπαθήσωμεν μόνον να παραδειγματισθώμεν εκ ταύτης να σωφρονήσωμεν, ν’ αντλήσωμεν τέλος δύναμιν διά το προσεχές μέλλον». Στην πραγματικότητα αντιπαρέρχεται -ως στρατιωτικός και αυτός- την όποια αναφορά σε ευθύνες των στρατιωτικών. Άλλωστε, για αυτές τις ευθύνες υπήρξε συγκάλυψη, η οποία «παραμένει μέχρι σήμερα η κρυμμένη αλλά και απεχθέστερη όψη της Μικρασιατικής Καταστροφής».16 Έτσι, τη μόνη ευθύνη που επιλέγει να αναφέρει είναι εκείνη του Διχασμού, δηλαδή την ευθύνη των πολιτικών. Ωστόσο, χωρίς ψύχραιμη αποσαφήνιση των ευθυνών που αναλογούσαν σε όλες πλευρές (βενιζελικών, αντιβενιζελικών και βασιλικών), η εθνική-συλλογική αυτογνωσία δύσκολα επέρχεται. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν η δημοκρατική αστάθεια και οι κυβερνητικές κρίσεις κατά τον Μεσοπόλεμο.
Για τη Μεγάλη Ιδέα -που με την ευκαιρία της τελετής βλέπουμε να αναθερμαίνεται από πιστούς της στρατιωτικούς και όχι μόνο- αλλά και για τις ευθύνες της Καταστροφής μίλησε ο Βενιζέλος σε συγκέντρωση αξιωματικών, λίγο μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας τον Οκτώβριο του 1930 στην Άγκυρα.17 Γνωρίζοντας ότι υπήρχαν αξιωματικοί (και ανάμεσα στους τότε παρευρισκομένους) που απέστεργαν την ελληνοτουρκική προσέγγιση, την οποία, όπως είπε, επιδίωκε ήδη από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, θέτει ρητορικά το ερώτημα, αν πράγματι υπήρχαν αξιωματικοί που πίστευαν ότι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών μπορούσε η Ελλάδα να συνεχίσει την πολιτική της «ακεραίας πραγματοποιήσεως της Μεγάλης Ιδέας διά της εδαφικής επεκτάσεώς μας και επί της Δυτικής Μικράς Ασίας;». Αφού, όπως εξηγεί, δεν κατορθώθηκε τότε, με τους χιλιάδες ομογενείς που ζούσαν εκεί και τη συμμαχία των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων, πώς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί τώρα, μετά την εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου; Και συνεχίζει, αισθανόμενος πως για τη Μεγάλη Ιδέα ήταν σκόπιμο να δώσει κάποιες απαντήσεις που τον αφορούσαν άμεσα:

Επιτρέψατε ακόμη να ομιλήσω με κάποιον εγωισμόν. Καθ’ όλον τον βίον μου είχα εμπνευσθή από την Μεγάλην Ιδέαν και είχα πιστεύση εις αυτήν. Η πίστις μου δε ήτο τόσο βαθεία, ώστε επέτυχα να πραγματοποιήσω ό, τι προ ολίγων ακόμη ετών εθεωρείτο απ’ όλον τον κόσμον ως απολύτως απραγματοποίητον.
Διατί η ολοκλήρωσις της Μεγάλης Ιδέας διά της εδαφικής επεκτάσεώς μας εις την Μ. Ασίαν δεν εστερεώθη και τελικώς ανετράπη;
Δεν θέλω να είπω τίποτε που ημπορεί να θίξει τα αισθήματα εκείνων από υμάς, όσοι, ανήκοντες τότε εις τας βασιλικάς τάξεις, ήσθε εναντίον της εισόδου της Ελλάδος εις τον πόλεμον.
Πιστεύω όμως -και κανενός τα αισθήματα δεν ημπορώ να θίξω διακηρύττων την πίστην μου αυτήν- πιστεύω ότι η κατάρρευσις του έργου εκείνου οφείλεται αποκλειστικώς εις τον εμφύλιον σπαραγμόν μας.

Θεόδωρος Νικολέρης (1898, Σαμάκοβο Ανατολικής Ρωμυλίας-1994, Θεσσαλονίκη)
Από εθελοντής στη ΧΙΙ Μεραρχία και φωτογράφος της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1921-1922), καλλιτεχνικός φωτογράφος της Δράμας του Μεσοπολέμου· από φωτογράφος της Μικρασιατικής Καταστροφής, φωτογράφος της Δραμινής «belle époque».
«Με τον Νικολέρη, τον καλλιτέχνη φωτογράφο μας, μου φαίνεται πως βάλαμε κάτω τας Σέρρας με τον ξακουστό Πέννα και την Αλεξανδρούπολη με τον οπτασιακό Παναγιώτου. Αποκτήσαμε κι εμείς με τον Νικολέρη ένα συγχρονισμένο καλλιτεχνικό φωτογραφείο, κι έτσι ένα πετράδι πολύτιμο προστίθεται στο οικοδόμημα της Δραμηνής προόδου […] Και περισσότερο ευχάριστο είναι ότι ο Νικολέρης δημιουργεί και Σχολή. Ο νεαρός Μακρής, ο βοηθός του Θεόδωρος και κάνα δυο άλλοι νέοι αματέρ ανήκουν στη Σχολή του», έγραφε διθυραμβικά το Θάρρος, 18.11.1933.

Ευχαριστίες
Οφείλω θερμές ευχαριστίες τόσο στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού για την άμεση ανταπόκριση στην αποστολή των σχετικών με το 26ο Σύνταγμα Πεζικού αρχειακών τεκμηρίων όσο και στον Στυλιανό Μελισσινό, Υποστράτηγο ε.α (ΣΣΕ-1975), Αντιπρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Δ. Δράμας, για την πολύτιμη βοήθεια.

 

Υποσημειώσεις

  1. Θάρρος, 04.07.1930.
  2. Θάρρος, 04.07.1932.
  3. Ελεύθερος Τύπος, 01.07.1921.
  4. Θάρρος, 02.07.1928 & 02.07.1929. Την πρόσκληση του 1928 υπέγραφαν οι Μ. Σιδερίδης (πρόεδρος) και Ν. Παπαδόπουλος (γραμματέας), ενώ το 1929 οι Ν. Παπαδόπουλος και Ι. Καραγαβριηλίδης αντίστοιχα.
  5. Θάρρος, 03.07.1928.
  6. Θάρρος, 03.07.1928.
  7. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Συνεργασία και Βαλκανικό Σύμφωνο», Ιστορικά (Ελευθεροτυπία), 21 (3/2000) 34-37.
  8. Θάρρος, 04.01.1928.
  9. Θάρρος, 02. &03.07.1932.
  10. Θάρρος, 04.07.1928.
  11. Ιστορικό Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, (Φ. 242/ΙΕ/1), «Συνοπτική Ιστορία του Συν/τος από συστάσεώς του (Απρίλιος 1913) μέχρι της μετονομασίας του εις 44ο ΣΠ (Νοέμβριος 1922) μετά καταστάσεως απωλειών», Δράμα, 04.09.1925. Η ιστορία του Συντάγματος συντάχτηκε, κατόπιν σχετικών διαταγών του Υπουργείου Στρατιωτικών, βάσει πληροφοριών που κατέθεσαν διάφοροι αξιωματικοί.Στους Έλληνες ομογενείς, που «ενθουσιώντες εις την φωνήν της πατρίδος, έσπευσαν», αναφέρθηκε και ο συνταγματάρχης διοικητής του 26ου Συντάγματος Πεζικού Ι. Καλλέργης στον λόγο του (Θάρρος, 04.07.1932).
  12. «Την πρωίαν της 16ης Αυγούστου [1922] έλαβε μέρος εις την μάχην των υψωμάτων του Κιουτσάν-Κιοϊ. Την νύκτα της 17ης Αυγούστου λόγω του μεταπεπτωκότος ηθικού των ανδρών και της επιτευχθείσης κυκλώσεως υπό του εχθρού ήρξατο η διαρροή των τμημάτων της Μεραρχίας προς Δυσμάς», αναφέρεται στη Συνοπτική ιστορία του Συν/τος…, σ. 5.
  13. Συνοπτική Ιστορία του Συν/τος…, σ. 2.
  14. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, «Το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας», προσβάσιμο στο http://clioturbata.com/%ce%b1%cf%80%cf%8c%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82/karathanasis_asia-minor/
  15. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, «Για μία απροκατάληπτη προσέγγιση των πολιτικών και στρατιωτικών ευθυνών της Μικρασιατικής Καταστροφής», Πρακτικά 8ου Συμποσίου «Λίγο πριν την 100/ετία: Πώς και γιατί οι Έλληνες υπέστησαν τη μεγαλύτερη καταστροφή της Ιστορίας τους», 24, 25&26 Νοεμβρίου 2017, Χάρης Σαπουντζάκης, Λουκάς Χριστοδούλου (επιμ.), Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξης Μικρασιατικού Πολιτισμού (ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ), Δήμος Νέας Ιωνίας 2018, σ. 41-46· Θάνος Βερέμης, «Ποια τα αίτια της καταστροφής», στο ίδιο, σ. 55-60.
  16. Μαυρογορδάτος, ό.π., σ. 45-46. Αναλύοντας τις ευθύνες των στρατιωτικών σημειώνει: «Χάρη στη δίκη και την εκτέλεση των Έξι, οι Έλληνες στρατιωτικοί συνολικά -ως θεσμική ομάδα ή και ως επαγγελματική “συντεχνία”- κατάφεραν να αποτινάξουν την ευθύνη της επονείδιστης ήττας και να την επιρρίψουν αποκλειστικά σε πολιτικούς».
  17. Έθνος, 21.12.1930.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!