Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
Όλοι γνωρίζουμε ότι το πολύ αλάτι κάνει κακό στην υγεία, επειδή αυξάνει την αρτηριακή πίεση και, επομένως, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην καρδιά. Γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο, πολλοί γιατροί και διαιτολόγοι συστήνουν να μην αλατίζουμε κατά το μαγείρεμα, αλλά ούτε να βάζουμε αλάτι στο φαγητό μας, όταν καθόμαστε στο τραπέζι αν φάμε. Λύνεται, όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα; Μειώνοντας με το φαγητό την πρόσληψη αλατιού, μειώνεται και η συνολική του πρόσληψη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είμαστε ικανοποιημένοι; Δυστυχώς, η απάντηση είναι όχι. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Πριν από πολλά χρόνια, παρατηρήθηκε στους υπερτασικούς ασθενείς αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακών νοσημάτων και, κυρίως, εγκεφαλικών επεισοδίων. Από τότε η αντιμετώπιση της υπέρτασης έγινε επιτακτική. Στη χώρα μας τα στοιχεία λένε ότι περίπου το 1/3 του ενήλικου πληθυσμού έχει αυξημένη αρτηριακή πίεση. Είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των ανθρώπων δεν γνωρίζει το πρόβλημα υγείας που έχει, ενώ επίσης ένα άλλο μεγάλο ποσοστό είναι αρρύθμιστο, δηλαδή ενώ προσπαθεί να μειώσει την αρτηριακή πίεση δεν τα καταφέρνει για πολλούς και διαφόρους λόγους.
Από πλευράς διατροφής, ο κύριος στόχος για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης πρέπει να είναι η μείωση του σωματικού βάρους, αν υπάρχουν παραπανίσια κιλά. Ένας εύκολος τρόπος αξιολόγησης του βάρους είναι η χρησιμοποίηση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Ο τρόπος είναι απλός. Αρκεί να διαιρεθεί το βάρος σε κιλά διά του τετραγώνου του ύψους σε μέτρα. Έτσι, αν κάποιος έχει ύψος 2 μέτρα και ζυγίζει 100 κιλά, τότε διαιρεί το 100/2×2 και βρίσκει τον αριθμό 25. Φυσιολογικά το βάρος κυμαίνεται από 20-25. Υπέρβαρος θεωρείται κάποιος με βάρος μεταξύ 25-30, ενώ παχύσαρκος αν ο αριθμός που του αντιστοιχεί είναι πάνω από 30. Έτσι, αν κάποιος έχει παραπανίσια κιλά, τότε πρέπει να χάσει με έναν σταθερό ρυθμό, δηλαδή περίπου μισό με ένα κιλό την εβδομάδα, ώστε κατά το ανωτέρω παράδειγμα του υπέρβαρου, να χάσει περί τα 10 κιλά.
Ο δεύτερος σημαντικότατος στόχος για την ελάττωση της αρτηριακής πίεσης είναι η μείωση της πρόσληψης νατρίου. Το νάτριο είναι συστατικό του αλατιού, όπως και το χλώριο, και είναι αυτό που ενοχοποιείται για την αύξηση της αρτηριακή πίεσης. Έτσι, οι συστάσεις από τις επίσημες ιατρικές εταιρείες λένε ότι πρέπει να προσλαμβάνουμε κάτω από 5 γρ. αλατιού την ημέρα, που αντιστοιχούν σε 2300 mg νάτριο. Ένας άνθρωπος που κάνει μία διατροφή δυτικού τύπου, όπως δυστυχώς είναι η σύγχρονη ελληνική, προσλαμβάνει περίπου 8-12 γρ. αλάτι ημερησίως και έχει παρατηρηθεί ότι, αν μειωθεί η πρόσληψη κατά 5 γρ., τότε ο κίνδυνος θανάτου από αγγειακό εγκεφαλικό θα μειωθεί περίπου 14%. Το ερώτημα, επομένως, είναι αν κάποιος δεν ρίχνει αλάτι κατά το μαγείρεμα και δεν αλατίζει το φαγητό στο τραπέζι, μπορεί να μειώσει τόσο την πρόσληψη αλατιού και κατ’ επέκταση του νατρίου; Η απάντηση και σε αυτή την περίπτωση είναι, δυστυχώς, όχι.
Το αμέσως επόμενο και εύλογο ερώτημα είναι: γιατί; Γιατί, θα ρωτούσε κάποιος, αν και είμαι προετοιμασμένος να τρώω ανάλατα συνέχεια, τελικά να κάνω, ενδεχομένως, μία «τρύπα στο νερό»; Επειδή, δυστυχώς, το νάτριο δεν βρίσκεται μόνο στο αλάτι, αλλά και σε πολλά άλλα τρόφιμα και έτσι μπορεί να το προσλαμβάνουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Επίσης, όσο πιο συχνά τρώμε έξω, τόσο περισσότερο νάτριο προσλαμβάνουμε, επειδή το νάτριο χρησιμοποιείται ως ενισχυτικό γεύσης αλλά και ως συντηρητικό.
Σε ποια, επομένως, τρόφιμα υπάρχει νάτριο; Σε πάρα πολλά… σε τρόφιμα όπου βρίσκεται από φυσικού, όπως φρούτα, λαχανικά, δημητριακά, σε κονσερβοποιημένα τρόφιμα, στις πίκλες, στην κέτσαπ, στη μαγιονέζα, στα αλλαντικά, σε μπισκότα, στις πίτσες, στα σουβλάκια, στα σφολιατοειδή, κ.α. Έτσι, αν πάρουμε σε ένα εστιατόριο μια σαλάτα του Καίσαρα με κοτόπουλο, μπορεί να πάρουμε περίπου 600 mg νατρίου, ενώ αν παραγγείλουμε μία πίτσα πεπερόνι, η πρόσληψη νατρίου μπορεί να φτάσει τα 6000 mg. Μπορεί, όμως, να θελήσουμε να πάρουμε μόνο μία πίτα γύρο, που θα μας δώσει όμως και αυτή 400 mg. Αν, τέλος, πεινάμε λίγο παραπάνω και, αντί για μια πίτα γύρο, πάρουμε 2, και μία πατάτες τηγανιτές και ένα αναψυκτικό (που να περιέχει βενζοϊκό νάτριο), τότε μπορούμε να αντιληφθούμε για τι ποσότητες νατρίου μιλάμε μέσα σε ένα φαγητό.
Κάποιος, όμως, μπορεί να ισχυριστεί ότι όλα αυτά τα τρόφιμα που προαναφέρθηκαν δεν είναι ευρείας κατανάλωσης και, επομένως, δεν βρίσκονται καθημερινά στο πιάτο μας. Ενδεχομένως αυτό να είναι σωστό για του περισσότερους από εμάς. Το πρόβλημα όμως δεν λύθηκε, γιατί υπάρχει και συνέχεια. Δύο τρόφιμα ευρείας κατανάλωσης στη χώρα μας είναι το ψωμί και το τυρί. Αναλύσεις που έχουν γίνει από διάφορα ψωμιά έδειξαν ότι η περιεκτικότητα σε νάτριο κυμαίνεται από 300 έως 500 mg στα 100 γρ. Όσον αφορά το τυρί, η περιεκτικότητα σε νάτριο αλλάζει ανάλογα με τον τύπο του τυριού. Για παράδειγμα, η κεφαλογραβιέρα περιέχει περίπου 1500 mg νάτριο, το κασέρι 900 mg και η φέτα 600-900 mg ανά 100 γρ. προϊόντος. Αν, επομένως, μαζί με τη χωριάτικη σαλάτα, τρώμε και πολύ ψωμί και τυρί, μάλλον θα έχουμε πάρει πολύ περισσότερο νάτριο από αυτό που χρειαζόμαστε για όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι αυτό το όριο των 5 γρ. αλατιού την ημέρα μπήκε επειδή θεωρείται ότι είναι ένας επιτεύξιμος στόχος για τον γενικό πληθυσμό και όχι επειδή ο οργανισμός έχει πραγματικά ανάγκη τα 5 γρ. αλάτι την ημέρα. Στην πραγματικότητα, ο οργανισμός μας έχει ανάγκη πολύ λιγότερα.
Τι πρέπει, επομένως, να κάνουμε; Να προσέχουμε! Να μην τρώμε συχνά έξω, να προσέχουμε τις κρυφές πηγές νατρίου, να διαβάζουμε τις ετικέτες όταν πάμε να αγοράσουμε τυποποιημένα τρόφιμα και να κάνουμε σωστές επιλογές. Ένα τρόφιμο θεωρείται ικανοποιητικό από πλευράς περιεκτικότητας και είναι μικρότερη από το 10% της συνιστώμενης πρόσληψης. Πρέπει να το πούμε και στον φούρναρη της γειτονιάς μας να προσέχει ως προς το πόσο αλάτι βάζει για να φτιάξει το ψωμί που αγοράζουμε. Αλλά πρέπει και οι επιστήμονες υγείας και, κυρίως, οι γιατροί να πιέσουν τόσο την πολιτεία όσο και τις εταιρείες τροφίμων να βελτιώσουν τα προϊόντα τους και να μειώσουν την περιεκτικότητα νατρίου σε αυτά.