Στην ιστορική εξέλιξη των λαών, όπως και στην προσωπική ζωή των ανθρώπων άλλωστε, υπάρχουν στιγμές όπου τίθεται ένα δύσκολο, ηθικό και ψυχολογικό δίλημμα. Να πουν το μεγάλο ΝΑΙ, να λυγίσουν και να συμβιβαστούν ή να πουν το μεγάλο ΟΧΙ, να αντισταθούν και να θυσιαστούν. Σήμερα λοιπόν τιμούμε το θάρρος και τη θυσία του λαού μας να αντισταθεί, να πει το μεγάλο ΟΧΙ, στη φασιστική απειλή, στην εθνικιστική πολιτική και στις επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας. Του ελληνικού λαού που έμαθε να ζει ή να παλεύει για να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Ενός λαού που δεν έμαθε να σκύβει το κεφάλι, αλλά να αγωνίζεται όταν καταπατούνται τα εθνικά του δικαιώματα. Και η απάντηση του λαού μας τον Οκτώβριο του 1940 ήταν ότι δεν θα περάσει ο ιταλικός φασισμός, οι Έλληνες δεν θα υποταχθούν, αλλά θα πολεμήσουν για να υπερασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας. Συνέχεια του έπους του 1940 ήταν η ηρωική αντίσταση και ο τριμέτωπος αγώνας του ελληνικού λαού κατά των Ιταλών, Γερμανών και Βουλγάρων φασιστών.
Η επίθεση των Ιταλών φασιστών κατά της Ελλάδας εντάσσεται στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής τους πολιτικής που είχε στόχο τον έλεγχο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Με δεδομένη την παρουσία τους στη Λιβύη και στα Δωδεκάνησα και μετά την κατάκτηση της Αλβανίας το 1939, η Ελλάδα, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, τέθηκε στο στόχαστρο του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι για να υλοποιηθεί το εθνικιστικό του σχέδιο που απέβλεπε στην αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι προκλήσεις των Ιταλών φασιστών εντάθηκαν με τον τορπιλισμό της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Δυόμισι μήνες αργότερα ακολούθησε η ιταλική αξίωση εισόδου και παραμονής στρατευμάτων τους στην Ελλάδα και η παρεπόμενη καταστρατήγηση των εθνικών μας δικαιωμάτων. Το ιταλικό τελεσίγραφο δεν έγινε δεκτό. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος αν και συγγένευε ιδεολογικά με τον Μπενίτο Μουσολίνι αλλά και τον Αδόλφο Χίτλερ, καθώς από την 4η Αυγούστου 1936 είχε εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα ένα δικτατορικό καθεστώς εθνικιστικού και φασιστικού χαρακτήρα, γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία και τα ιδανικά των Ελλήνων, αναγκάστηκε να μην κάνει δεκτή αυτή την ιταλική αξίωση.
Η Ελλάδα βρισκόταν πλέον στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 σύσσωμος ο ελληνικός λαός με ενθουσιασμό και πίστη στην Υπέρμαχο Στρατηγό, την Παναγία μας, και στη νίκη άρχισε τον δικό του αγώνα. Οι στρατιώτες και οι επιστρατευμένοι τον ένοπλο αγώνα στο πολεμικό μέτωπο, στα βουνά της Ηπείρου, μέσα στα χιόνια και στο κρύο. Οι άμαχοι και οι γυναίκες τον αγώνα για την επιβίωση και την ηθική και υλική υποστήριξη των οικογενειών τους στα μετόπισθεν, στις πόλεις και στα χωριά.
Μέχρι τα μέσα του Νοεμβρίου οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν κατορθώσει να απωθήσουν τους Ιταλούς από το εθνικό μας έδαφος και μέχρι το τέλος του έτους έχοντας εξαπολύσει μεγάλη αντεπίθεση διείσδυσαν στο αλβανικό έδαφος και κατέλαβαν τις μεγαλύτερες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. Η Κορυτσά, η Μοσχόπολη, το Πόγραδετς, οι Άγιοι Σαράντα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο και η Χειμάρα, πόλεις με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, απελευθερώθηκαν από τον φασιστικό ζυγό και οι κάτοικοί τους υποδέχτηκαν τους Έλληνες στρατιώτες με ενθουσιασμό. Τον Μάρτιο του 1941 ο ελληνικός στρατός απέκρουσε την εαρινή αντεπίθεση των Ιταλών φέρνοντας σε αμηχανία όχι μόνον τους Ιταλούς αλλά και τους συμμάχους τους Γερμανούς.
Η σημασία της ελληνικής νίκης κατά των Ιταλών δεν είχε μόνον εθνικό χαρακτήρα αλλά και διεθνή, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Για τους Γερμανούς η Ελλάδα έπρεπε να καταληφθεί για να ολοκληρωθεί η κατάκτηση και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης πριν ξεκινήσουν την πορεία τους προς τα ανατολικά, προς τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και για να αποτελέσει η χώρα μας το προγεφύρωμά τους στην επέκταση της στρατιωτικής τους ζώνης και στη Βόρεια Αφρική με στόχο την οικονομική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Μέσης Ανατολής. Η αντίσταση και η νίκη των Ελλήνων όμως οδήγησε σε χρονική καθυστέρηση την έναρξη της επίθεσής τους κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Παράλληλα, το αήττητο των δυνάμεων του Άξονα δέχτηκε ένα βαρύτατο πλήγμα από την αποτυχία της εισβολής των Ιταλών στην Ελλάδα αλλά και από την υποχώρησή τους στα αλβανικά εδάφη λόγω της ελληνικής χειμερινής αντεπίθεσης. Το αισιόδοξο μήνυμα της νίκης των Ελλήνων προς τους αγωνιζόμενους ή υποταγμένους στις δυνάμεις του Άξονα λαούς της Ευρώπης ήταν σαφές: η μικρή σε πληθυσμό και χωρίς επαρκή στρατιωτικά μέσα Ελλάδα κατάφερε να νικήσει την πανίσχυρη Ιταλία, ενώ η Γαλλία είχε ήδη υποταχθεί από τον Ιούνιο του 1940 στη Γερμανία και η Αγγλία δεχόταν βομβαρδισμούς στο έδαφός της από τη γερμανική Πολεμική Αεροπορία το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Επειδή οι Γερμανοί έπρεπε να εκκαθαρίσουν στρατιωτικά το συμμαχικό προς τους Άγγλους ελληνικό έδαφος για να προωθηθούν ανατολικά, αποφάσισαν να εισβάλουν στη χώρα μας από το συμμαχικό προς αυτούς έδαφος της Βουλγαρίας. Εδώ στην περιοχή μας από τις 6 μέχρι τις 9 Απριλίου 1941 δόθηκε η μεγάλη μάχη των Οχυρών, στα οποία καθηλώθηκαν οι μηχανοκίνητες δυνάμεις των Γερμανών. Ο διμέτωπος αγώνας του ελληνικού στρατού στην Αλβανία κατά των Ιταλών και στη Μακεδονία κατά των Γερμανών συνεχίστηκε για 15 μέρες, οπότε ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου υπέγραψε ανακωχή και προχώρησε στη διάλυση του ελληνικού στρατού για να καταστεί ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός της Ελλάδας με τη συγκατάθεση των Γερμανών. Δυστυχώς υπήρξαν και κάποιες εξαιρέσεις Ελλήνων που δεν είπαν το μεγάλο ΌΧΙ, αλλά το μεγάλο ΝΑΙ, που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, που έγιναν δοσίλογοι, ταγματασφαλίτες, γερμανοτσολιάδες και βουλγαρογραμμένοι, όπως και στην Επανάσταση του 1821 υπήρξαν προσκυνημένοι και νενέκοι. Τις ένδοξες σελίδες ηρωισμού όμως των Ελλήνων δεν τις έγραψαν όσοι κιότεψαν και πρόδωσαν αλλά όσοι τόλμησαν και μάτωσαν.
Ο λαός μας λοιπόν στη συντριπτική του πλειοψηφία συνέχισε να υψώνει το ηρωικό ΌΧΙ κατά του φασισμού, ιταλικού, γερμανικού και βουλγαρικού, καθώς το ΌΧΙ του 1940 απετέλεσε το πρότυπο αντίστασής του κατά την περίοδο της τριπλής κατοχής. Τον Μάιο του 1941 ο λαός της Κρήτης είπε ΌΧΙ στις επίλεκτες δυνάμεις των Γερμανών ναζιστών δίνοντας άνισο αγώνα με παλλαϊκά χαρακτηριστικά και δύο Έλληνες πατριώτες, ο Μανόλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, είπαν το δικό τους ΌΧΙ στον γερμανικό φασισμό κατεβάζοντας τη γερμανική σβάστικα από την Ακρόπολη. Λίγους μήνες αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, ο λαός της Δράμας και της περιοχής της έδωσε το δικό του ΌΧΙ στον βουλγαρικό φασισμό με την Εξέγερση της Δράμας, το πρώτο οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα κατά των Βουλγάρων κατακτητών, το δεύτερο σε ολόκληρη την Ευρώπη εναντίον των κατοχικών δυνάμεων του Άξονα. Τον χειμώνα του 1941-1942 ο λαός της Αθήνας είπε το δικό του ΌΧΙ πεθαίνοντας από πείνα. Ο λαός της Ελλάδας είπε ΌΧΙ στην τριπλή φασιστική κατοχή, ιταλική, γερμανική και βουλγαρική, με την ένοπλη αντίστασή του στις πόλεις, στα χωριά και στα βουνά αλλά και με την άοπλη αντίστασή του στις φυλακές, στα κρατητήρια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Και η πολυπόθητη απελευθέρωση ήρθε τον Οκτώβριο του 1944 όταν αποχώρησαν από την πατρίδα μας οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι φασίστες κατακτητές. Τότε δικαιώθηκε ο πολυετής, πολυαίμακτος και τριμέτωπος αγώνας του ελληνικού λαού κατά του φασισμού που άρχισε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, του λαού που πολέμησε γενναία στα βουνά της Αλβανίας, που άντεξε την πείνα και τη φτώχεια της Κατοχής, που έδειξε τον δρόμο της αντίστασης και της νίκης στους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου.
Το αντιφασιστικό ΟΧΙ
Του Νικόλαου Θ. Γεωργιάδη Δρ. Ιστορίας, Εκπαιδευτικού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Δράμας