της Χαράς Κεφαλίδου*
Η μεγάλη συζήτηση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια κατέληξε –ως συνήθως– στο διχασμό συνταγματολόγων και συνταγματολογούντων.
Όσοι αντιπολιτεύονται το νομοσχέδιο επιχειρηματολογούν ότι η αναθεώρηση του άρθρου 16, που απαγορεύει την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, αποτελεί ιστορικό αίτημα της Δεξιάς.
Η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο. Η συνταγματική εξασφάλιση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση (άρθρο 16) θεσπίστηκε με το μετεμφυλιακό Σύνταγμα του 1952, από την πιο σκληρή Δεξιά, προκειμένου να αποκλείσει κομμουνιστές από το να διδάσκουν στα πανεπιστήμια. Συνεχίστηκε για τους ίδιους λόγους στο χουντικό Σύνταγμα του 1968.
Το κρατικό μονοπώλιο επιβίωσε και στο μεταπολιτευτικό Σύνταγμα του 1975.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, καθώς προτάχθηκε η εθνική συμφιλίωση, όλο και περισσότεροι προοδευτικοί πανεπιστημιακοί δάσκαλοι μπορούσαν πλέον να διοριστούν και να διδάξουν στα ΑΕΙ. Σε αυτό το κλίμα, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα για να αντιστρέψουν την κατάσταση, ευνοώντας την εγκαθίδρυση στα ΑΕΙ δραστήριων κομματικών νεολαιών, που εξασφάλιζαν κομματικό έλεγχο και ψήφους, με τίμημα βεβαίως τη ραγδαία υποβάθμιση του εκπαιδευτικού και ακαδημαϊκού έργου.
Κατά τη μεταπολίτευση τα ΑΕΙ παραδόθηκαν σταδιακά σε ομάδες και στοιχεία που λειτουργούσαν με γνώμονα την αύξηση της δικής τους επιρροής, σε βάρος του εκπαιδευτικού και ακαδημαϊκού έργου (απώλεια διδακτικών ωρών, εξεταστικών περιόδων, εκφοβισμοί αντιφρονούντων). Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η θεσμισμένη ανομία του ακαδημαϊκού ασύλου προσείλκυσε και νέους ενδιαφερόμενους, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός ισχυρού πλέγματος αλληλεξαρτήσεων και αμοιβαίων εξυπηρετήσεων μεταξύ κομμάτων, περιθωρίου και υποκόσμου.
Η συζήτηση για το νομοσχέδιο που θα παρακάμπτει το άρθρο 16 μέσω της ευρωπαϊκής τεθλασμένης, είναι προκλητικά προσχηματική. Όλοι υπερθεματίζουν για την δημόσια εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, αλλά χωρίς καμία εξαίρεση, έχουν τη μεγάλη ευθύνη για την υποβάθμισή της και την καθυστέρηση να μπει στην νέα εποχή και να συμβαδίσει με όλον τον προηγμένο κόσμο. Το ΠΑΣΟΚ, που μετά την ομόφωνη ψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου δεν αντιστάθηκε στην υπονόμευσή του και τελικά στην έμπρακτη κατάργησή του. Η Αριστερά, που στο όνομα της διακίνησης ιδεών, ανέχθηκε και υπέθαλψε ενέργειες που υπονομεύουν την ίδια τη λειτουργία των πανεπιστημίων. Και, τέλος, η κυβέρνηση, που παγιδευμένη στο ρόλο του θηρευτή μιας αριστείας αποκλεισμών, δεν έχει καταφέρει να υλοποιήσει όσα η ίδια νομοθέτησε.
Υπεύθυνοι μεν, αλλά με διαφορετικές επιδιώξεις. Άλλοι θέλουν καλοπληρωμένες μόνιμες θέσεις χωρίς αξιολογήσεις, έλεγχο πρόσβασης και άλλα «εμπόδια». Άλλοι θέλουν να γίνουν δεύτερο κόμμα, με ένα γενικό «ναι μεν αλλά», εγκρίνοντας κατ’ αρχήν και μη συμφωνώντας ποτέ στο τέλος, εξαντλώντας σε αυτό τις πολιτικές τους προσδοκίες.
Όσο για την κυβέρνηση, οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει, ακόμη και οι ασήμαντες, πρέπει να παρουσιάζονται ως μεταρρυθμίσεις και να γράφουν καλά σε κάμερες και πρωτοσέλιδα.
Το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια δεν είναι ασήμαντη πρωτοβουλία. Η κυβέρνηση σωστά λέει ότι καλύτερα να προσπαθήσουμε να βάλουμε κάποιους κανόνες αντί να αφήσουμε την κατάσταση με τα κολλέγια ανεξέλεγκτη. Επομένως, καλώς εισηγείται το νομοσχέδιο που επιτρέπει μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ. Όχι για κανέναν ειδικό λόγο, αλλά γιατί δεν έπρεπε να απαγορεύονται εξαρχής. Εξάλλου, η ιστορική αναδρομή έδειξε ότι στόχος της απαγόρευσης που έθεσε το άρθρο 16 ήταν να αφήσει κάποιους συγκεκριμένους απέξω και όχι να βελτιώσει την παρεχόμενη εκπαίδευση. Η διαιώνισή της βολεύει τους βολεμένους, αλλά δεν έχει κανέναν λόγο να συνεχίζεται.
Λέγεται ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν υπάρχουν μη κρατικά πανεπιστήμια. Λάθος. Τα Πανεπιστήμια Μποκόνι και Ναβάρα είναι δύο από τα καλύτερα στην Ιταλία και την Ισπανία αντίστοιχα. Οι καλύτερες Σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων στη Γαλλία (μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίως) είναι μη κρατικές.
Η κρατικομονοπωλιακή θέση της ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι νοητή σήμερα, όπως δεν θα ήταν και η υπεράσπιση κρατικού μονοπωλίου στις τηλεπικοινωνίες, τα ΜΜΕ, την υγεία ή τις χαμηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η αμφισβήτηση του κρατισμού δεν συνεπάγεται απόσυρση του κράτους. Ο κύριος όγκος ανώτατης εκπαίδευσης θα συνεχίσει να παρέχεται από δημόσια πανεπιστήμια. Η ανώτατη εκπαίδευση και η έρευνα κοστίζουν ακριβά και αυτούς τους πόρους δεν τους διαθέτουν τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Γι’ αυτό η ανώτατη εκπαίδευση θα παραμείνει –και σωστά– δημόσιο αγαθό που θα παρέχεται κυρίως από το κράτος. Το «κυρίως» όμως δεν σημαίνει «αποκλειστικώς».
Κανείς δεν ξέρει πόσο καλά θα είναι τα μη κρατικά ΑΕΙ, που δεν θα είναι δωρεάν. Εξάλλου, ούτε και τα κρατικά είναι, στην πράξη. Θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Το βέβαιο είναι ότι θα λειτουργούν με πολύ πιο προβλέψιμο τρόπο.
Φόβοι όπως ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια θα γίνουν οι κύριοι παίκτες στην ανώτατη εκπαίδευση, ότι τα κολλέγια θα αποκτήσουν καθεστώς πανεπιστημίου ή ότι η ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων είναι μόνον η αρχή, ακυρώνονται στην πράξη όταν υπάρχει στιβαρό ρυθμιστικό πλαίσιο. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, που δεν φοβάται τη σύγκριση και την αξιολόγηση, το κράτος δεν μονοπωλεί τη γνώση, αλλά θέτει τους κανόνες για το πώς αυτή παράγεται και μεταδίδεται.
Μέχρι την επιβεβλημένη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16, που θα ρυθμίσει ολοκληρωμένα την ανώτατη εκπαίδευση στην χώρα, το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να αποφύγει τις εκπτώσεις, το δε κράτος να επαναπροσδιορίσει την ρυθμιστική εποπτεία που ασκεί.
Και σ’ αυτά ακριβώς θα κριθεί και θα αξιολογηθεί η κυβέρνηση. Ας το θυμάται.
* Η Χαρά Κεφαλίδου είναι πρώην Βουλευτής Δράμας και πρώην Τομεάρχης Παιδείας του ΠΑΣΟΚ
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής στις 3 Μαρτίου