Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
Η οικονομική ύφεση, κυρίως όταν έχει αιφνίδιο και έντονο χαρακτήρα επηρεάζει την υγεία μας. Σημαντικές αλλαγές στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και η μακρόχρονη ανεργία έχουν σημαντική επίπτωση, όπως δείχνουν πολλές επιστημονικές μελέτες, σε μια σειρά νόσων στις οποίες κυρίαρχη θέση έχουν η ισχαιμική καρδιοπάθεια και η κατάθλιψη.
Στην Ευρώπη το mobbing, δηλαδή η ψυχολογική πίεση που υφίσταται ο εργαζόμενος από τους εργοδότες ή τους προϊσταμένους τους με πράξεις ή με λόγια , έχει λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε να συμπεριλαμβάνεται πλέον στον κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών. Το εργασιακό στρές, συνεχώς μεγαλώνει με την υπερεντατικοποίηση της εργασίας , λόγω της μείωσης του προσωπικού, την ανασφάλεια της αυξανόμενης ανεργίας, τη μερική ή τη διπλή απασχόληση λόγω των χαμηλών μισθών και την κακή οργάνωση της εργασίας. Αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών, είναι η ανάπτυξη έντονων ψυχικών και ψυχοσωματικών προβλημάτων. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες περίπου τα μισά εμφράγματα οφείλονται σε εργασιακό στρες, το οποίο σχετίζεται και με την εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Ο στρεσαρισμένος οργανισμός είναι ευάλωτος και είναι δεκάδες οι ασθένειες που τον απειλούν. Διάφοροι καρκίνοι αποδίδονται πλέον ευθέως στο άγχος και τις ψυχικές πιέσεις.
Ενδεικτικά είναι αποτελέσματα της Eurostat στην Ευρώπη των δεκαπέντε: καταγράφηκαν 2.475.329 περιστατικά μυοσκελετικών παθήσεων, 846.310 εκδηλώσεις άγχους, στρες και κατάθλιψης, 354.954 περιπτώσεις αναπνευστικών διαταραχών και 193.124 καρδιαγγειακά συμβάντα, που αποδίδονται σε επαγγελματικές αιτίες.
Το mobbing, η ψυχολογική πίεση δηλαδή που αισθάνονται οι εργαζόμενοι , θεωρείται πλέον η δεύτερη πιο διαδεδομένη ασθένεια μετά τις μυοσκελετικές παθήσεις. Σήμερα στην Ευρώπη το 60-90% των εργαζομένων θα αντιμετωπίσει κάποια στιγμή της ζωής του προβλήματα στο κάτω μέρος της πλάτης, περισσότερο από εξήντα εκατομμύρια είναι εκτεθειμένα σε υψηλά επίπεδα θορύβου, πάνω από ένας στους τέσσερις υποφέρει από εργασιακό άγχος, ενώ έως και το ένα τρίτο των ετήσιων θανάτων από επαγγελματικές ασθένειες αποδίδεται σε επικίνδυνες ουσίες στο χώρο της εργασίας.
Το πρόβλημα των επαγγελματικών ασθενειών, που λαμβάνει συνεχώς μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω της οικονομικής κρίσης, αφορά άμεσα στη δημόσια υγεία επιβαρύνοντας παράλληλα με σοβαρά οικονομικά φορτία το κράτος. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες γίνονται συστηματικές προσπάθειες για να καταγραφεί και να περιοριστεί το πρόβλημα που στοιχίζει τη ζωή σε 142.000 Ευρωπαίους το χρόνο. Στην Ελλάδα τα κενά δεν βρίσκονται στη νομοθεσία, που είναι επαρκής, αλλά στην εφαρμογή της. Είναι στην υλοποίηση των νομοθετικών διατάξεων που αφορούν στην πρόληψη, ως προς την οποία κατέχουμε την τελευταία θέση στον σχετικό ευρωπαϊκό κατάλογο. Δεν είναι περίεργο αυτό, αφού στην Ελλάδα, μέχρι πριν λίγο καιρό τουλάχιστον, υπήρχαν μόνο πενήντα γιατροί της εργασίας. Ελλειπέστατη είναι και η στελέχωση του Κέντρου Διάγνωσης Ιατρικής της εργασίας του ΕΦΚΑ, που είναι καθ’ ύλην αρμόδιο για την πρόληψη και αντιμετώπιση των επαγγελματικών ασθενειών.
Αντίθετα, το θέμα απασχολεί επιστήμονες και επιχειρηματίες στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια τα αυξημένα ψυχολογικά προβλήματα και το στρες στους εργασιακούς χώρους, εκτός των άμεσων συνεπειών, ενοχοποιούνται και για μελλοντικές βλάβες στην υγεία, κυρίως εγκεφαλικά και καρδιακά επεισόδια. Τα περισσότερα προβλήματα, όπως αναφέρεται, διαπιστώνονται σε 19 εκατομμύρια μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν περί τα 75 εκατομμύρια εργαζόμενους και αυτό διότι οι μεγάλες επιχειρήσεις λαμβάνουν κάποια μέτρα έχοντας συνειδητοποιήσει ότι το κόστος αποκατάστασης είναι δυσανάλογα υψηλότερο από το κόστος πρόληψης των ασθενειών.