Γράφει ο Βασίλης Γ. Χατζηθεοδωρίδης
Έχουν γραφεί για τις σφαγές της κατεχόμενης από τους Βουλγάρους Δράμας τη νύχτα 28-29 Σεπτεμβρίου 1941 και τον απόηχό τους στη συνέχεια, πάρα πολλά. Πολύ περισσότερα όμως έχουν ειπωθεί από εκείνους που είδαν τις θηριωδίες, τις έζησαν με οδύνες και σπαραγμούς, με τρόμο, μίσος, πόνο και απελπισία και ύστερα από εκείνους που άκουσαν για τα γεγονότα και τα διηγήθηκαν ή τα έγραψαν με θολά μάτια κατά τη διάρκεια των 70 και πλέον ετών τώρα.
Οι πριν από λίγο αυτόπτες μάρτυρες, σώοι ή τραυματίες δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή και τα μικρά παιδιά που είδαν ή άκουσαν εκείνους που τα είδαν είναι ελάχιστα. Απομένουν σιωπηλοί μάρτυρες οι τάφοι των θυμάτων.
Όλοι εμείς οι άλλοι που ασχοληθήκαμε ερασιτεχνικά ή συστηματικά με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου ανήκουμε σε δυο βασικές κατηγορίες:
α) σε κείνους που είχαν την τύχη να κυκλοφορήσουν τότε ανάμεσα στους ανθρώπους των θυμάτων και
β) σε εκείνους που στήριξαν τα κείμενά τους σε προφορικές μαρτυρίες από δεύτερο και τρίτο χέρι και κυρίως σε διάφορα γραπτά που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας.
Τα γεγονότα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το θέμα αυτό εξακολουθούν να προκαλούν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον για τους εξής κυρίως λόγους:
Πρώτον, σε όλους τους λαούς που έχουν χιλιάδων ετών εμπειρία σύγκρουσης της μορφής Δαυίδ – Γολιάθ, τα γεγονότα προκάλεσαν εκτός από έκπληξη και θαυμασμό και μια αίσθηση μυστηρίου, γιατί καλύφθηκαν από αυστηρή «μυστικότητα» που επέβαλαν οι κατακτητές. Η μυστικότητα όμως έχασε τα εισαγωγικά της, όταν ο Σπ. Σφέτας[1] στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του για το κίνημα, μας διαβεβαίωσε ότι «οι βουλγαρικές αρχές, ακόμα και σε πρωθυπουργικό επίπεδο, γνώριζαν για τις προετοιμασίες των Ελλήνων για εξέγερση και τον χρόνο της εκδήλωσής της». Ως εκ τούτου ό,τι ακουγόταν για το «κίνημα» ήταν σκόπιμη διαρροή, που γινόταν όταν ήθελαν οι οργανωτές του και για όσον καιρό πίστευαν ότι τους εξυπηρετούσε. Και «δεν έλαβαν τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα», έτσι που για τους κατακτητές «η εξέγερση παρείχε τη δικαιολογία για την εφαρμογή μιας σκληρής κατοχικής πολιτικής[2]».
Το γεγονός ότι δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα αποκαλύπτει τη μεγάλη αλήθεια, ως ζητούμενο, δηλ. τον δόλο ή τη σκοπιμότητα, σύμφωνα με την οποία εκπληρωνόταν ο πάγιος σκοπός τους, της εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού της Αν. Μακεδονίας-Θράκης, για να μπορούν να τον παρουσιάζουν στα διεθνή φόρα ως μειονότητα στην περιοχή.
Από άποψη συσχετισμού των αριθμητικών δυνάμεων, με την πρώτη ματιά παρέπεμπε στη Μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), των Θερμοπυλών (480 π.Χ.), στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), στην πολιορκία του Μεσολογγίου και σε εκατοντάδες άλλες ανερμήνευτες περιπτώσεις πολεμικών αναμετρήσεων με την απλή λογική για την ελληνική ιστορία.
Δεύτερον, ήταν εγχείρημα πολύ πρώιμο, αφού, μόλις το χειμώνα του 1941 εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσει[3]ς του Κ.Κ.Ε. στην άλλη Ελλάδα και της Υ.Β.Ε. στη Θεσσαλονίκη.
Τρίτον, προκλήθηκαν, εν πολλοίς εξαιτίας του κινήματος αυτού, σφαγές και εκτελέσεις χιλιάδων ανθρώπων στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, αριθμού μεγαλύτερου εκείνων των κατοχικών περιόδων 1912-1913 και 1916-1917.
Τέταρτον, αν είχε στεφθεί με επιτυχία η απόπειρα, το Κ.Κ.Ε. όχι μόνο θα αναλάμβανε την ευθύνη, αλλά θα γέμιζε τις βιβλιοθήκες του κόσμου με θριαμβολογίες.
Πέμπτον, παρόλο που –λόγω της αποτυχίας της- εξοντώθηκαν χωρίς εξαίρεση όλα τα στελέχη της εξέγερσης, από τη στιγμή που δεν υπήρχε δυνατότητα να περάσει η άποψη ότι δεν ήταν κομμουνιστές οι αντιστασιακοί, το Κ.Κ.Ε., διέθεσε τόνους μελάνης, μέχρι πρόσφατα (1990), με εκδοχές δολιοφθοράς.
Προσπάθησε να εξαλείψει τα ίχνη του εγχειρήματος χωρίς βέβαια σοβαρή επιτυχία, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της κατοχής. Όταν όμως βρέθηκαν μετά τον εμφύλιο άνθρωποι της «εξέγερσης» στις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης, έπρεπε με κάθε τρόπο να δοθεί προς τα έξω μια εικόνα «πρώτης πράξης αντίστασης κατά των κατακτητών», «γνήσιας λαϊκής εξέγερσης», «ηρωικής επαναστατικής ενέργειας[4]» κλπ.
Έπρεπε να συσκοτιστούν τα γεγονότα, να καταστραφούν τα τεκμήρια και να τοποθετηθούν στη θέση τους μαρτυρίες και εκθέσεις που εξυπηρετούσαν τους ισχυρισμούς του Κ.Κ.Ε.
Ήρθαν όμως τα –κατά τη γνώμη μου- επιλεκτικά ανακοινώσιμα βουλγαρικά στρατιωτικά έγγραφα του Σπ. Σφέτα να αποκλείσουν την περίπτωση της προβοκάτσιας «αν και τα σχετικά με την οργάνωση, εξέλιξη και κατάπνιξη της εξέγερσης ζητήματα έχουν επαρκώς μελετηθεί, δεν έχει αποσαφηνιστεί ο ρόλος των βουλγαρικών αρχών στην υποκίνηση της εξέγερσης». Στα έγγραφα αυτά ομολογείται η εξέγερση:
α) επί Φίλοφ από:
– βουλγαρική έκθεση της 5.10.1941 και 5.2.1942,
– ελληνική προκήρυξη της 22.12.1941,
– προκηρύξεις και τηλεγραφήματα (με επιφύλαξη) χωρίς χρονολογία, μαρτυρικές καταθέσεις Ελλήνων το 1942 και πρακτικά συνεδριάσεων του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της βουλγαρικής Μητροπόλεως Στρωμνίτσης το 1943,
β) επί κομμουνιστικού καθεστώτος από:
-την έκθεση του Σιράκοφ και ανώνυμου αξιωματικού το 1946,
– διώξεις Βουλγάρων αξιωματικών του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1949 και 1953 και
– καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων της Βουλγαρίας το 1949.
Έκτον, σε επιστολή της 15.9.1941 αξιωματικού συνδέσμου στο αρχηγείο Θεσσαλονίκης, αναφέρονται δυο προκηρύξεις «στις οποίες γίνεται λόγος για την προετοιμασία επιθέσεων εναντίον του βουλγαρικού πληθυσμού στην Αν. Μακεδονία και Δυτική Θράκη[5]».
Ως προς τη μορφή ή το είδος του, το εγχείρημα σε καμιά περίπτωση δεν ήταν «επανάσταση», αφού δεν ήταν«εξέγερση ή απόπειρα για βίαιη ανατροπή του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος» ή «απόπειρα για αιφνίδια, ριζική μεταβολή με ξεσήκωμα του λαού».
Αντίθετα ήταν μια περιορισμένη σε στενό[6] τοπικό επίπεδο απόπειρα με τα χαρακτηριστικά συνωμοτικού κινήματος, το οποίο διόγκωσε ο κατακτητής για να διευκολυνθεί στην πάγια απόφαση βουλγαροποίησης[7] της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης.
Το είδος της αντίδρασης του ευρύτερου αριστερού ευρωπαϊκού χώρου, μπορεί ως ένα βαθμό να εξιχνιαστεί και μέσα από τη γενικότερη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας απέναντι στο αντίστοιχο της Ελλάδας και γενικότερα από τις προοπτικές που καλλιεργούσε το Κρεμλίνο στους συνοδοιπόρους του για επέκτασή στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Επίσης, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι το Κ.Κ.Ε. συνεργαζόταν για το σκοπό αυτό με όλα τα νόμιμα ή παράνομα κομμουνιστικά κόμματα των βαλκανικών χωρών, είτε αυτά προσποιούνταν ουδετερότητα είτε «έβλεπαν» στη Δύση ή την Ανατολή. Εξάλλου είναι γνωστή και έξω από κάθε αμφιβολία η συνεργασία[8] του με τη Μόσχα και τους δορυφόρους της, όχι μόνο κατά την κατοχική περίοδο, αλλά και από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30.
Ούτε η προβοκάτσια[9] ούτε και η προσπάθεια αποστασιοποίησης του Κ.Κ.Ε. από το γεγονός μπορούν να τεκμηριωθούν, όταν ομολογείται ότι: «Όταν στην αρχή της Κατοχής η τοπική οργάνωση του Κ.Κ.Ε. του πρότεινε να συμμετάσχει στην προετοιμαζόμενη εξέγερση με το τμήμα του, ο Λεοντιάδης δέχτηκε ανεπιφύλακτα και πήρε μέρος, συλλαμβάνοντας μια ομάδα Βουλγάρων[10]» ή «οι πληροφορίες για την επικείμενη εξέγερση στη Δράμα πρέπει σίγουρα να είχαν φτάσει στο Μακεδονικό Γραφείο στη Θεσσαλονίκη και στο κλιμάκιό του στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, που έδρευε στις Σέρρες[11]». Και ακόμη όταν «Οι βουλγαρικές αρχές έλαβαν επίσης μια έκθεση[12] για την επικείμενη εξέγερση από ένα Βούλγαρο πράκτορα στη Θεσσαλονίκη με τον κωδικό αριθμό 3699[13]».
Ισχυρισμοί για «υπερβολές» και «ελλιπείς πληροφορίες» που επικαλούνται ειδικοί για το θέμα, όπως ο Σπ. Κουζινόπουλος, προσκρούουν καίρια στην κοινή λογική και τη σχέση «αιτίας-αποτελέσματος» που διέπει κατά κανόνα τα ιστορικά γεγονότα.
Αλλά και η περίπτωση επίκλησης του αιφνίδιου και του αυθόρμητου, για τα ίδια τα γεγονότα, όταν αποστούν από τις εκθεσιακές ομολογίες που γράφηκαν μετά τη δεκαετία του 1960, αφορά τον τρόπο εφαρμογής του σχεδίου παρά τη μορφή οργάνωσης του κινήματος.
Δεν είναι εξάλλου εύκολο να αποδεχθούν όλοι οι ασχολούμενοι με την έρευνα και μελέτη του κινήματος, ότι «έκλεισε» τελεσίδικα το θέμα της προβοκάτσιας μόνο με όσα επιλεκτικά μας παραδόθηκαν από τα στρατιωτικά Αρχεία της Βουλγαρίας, για τον απλούστατο λόγο ότι πέρα από αυτά μένει ανεπαρκώς ερευνημένος ο πολιτικό-ιδεολογικός χώρος του θέματος, δεδομένου ότι ο στρατός συνιστά εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας.
Επ’ αυτού ο Σφέτας είναι ξεκάθαρος λέγοντας ότι ο σκοπός συγγραφής του βιβλίου του ήταν: «Να διαφανεί από τα στρατιωτικά βουλγαρικά Αρχεία, αν επρόκειτο για προβοκάτσια ή όχι». Το σκέλος του πολιτικού σχεδιασμού, του στόχου, της οργάνωσης και της εκτέλεσης του εγχειρήματος από τη βουλγαρική πλευρά πάσχει από ανεπάρκεια.
Αξίζει εδώ να σκεφτεί κανείς ότι σε πολυτελή βίλλα έξω από τη Μόσχα βρίσκεται από τη Μεταξική περίοδο (1934) ο Δημητρόφ, το δεξί χέρι του Στάλιν και Γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ειδικά αυτή την περίοδο (χειμώνας 1941-42) συζητιόταν στη Μόσχα θέματα βαλκανικής συνεργασίας, όπως μας πληροφορεί ο Μίλοβαν Τζίλας στις «Συνομιλίες με τον Στάλιν», (μετάφρ. Γ .Μανιατάκος), εκδ. Κ. Χ. Μαρινόπουλος, Αθήνα 1962, σελ. 144-147 και οι Βούλγαροι κομμουνιστές διέθεταν το ραδιοφωνικό σταθμό «Χρήστο Μπότεφ» στη Σ. Ένωση.
Είναι γνωστό ότι αφορμές μπορούν να αποδοθούν αυθαίρετα και με ευκολία από τους ισχυρούς προς τους εκάστοτε ανίσχυρους, από τους κυρίους προς τους δούλους. Με τον τρόπο αυτό οι κατακτητές είχαν κάθε άνεση να επικαλούνται αυθαιρεσίες των Ελλήνων, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη σκληρότητά τους σε μέτρα καταδυνάστευσης. Είναι οι μόνοι που δεν έχουν ή σχεδόν δεν έχουν να δώσουν λόγο, όσο κατέχουν τη θέση κατακτητή και μάλιστα θέση δοτή και χαριστική προς το βασιλιά Βόρι από τον ίδιο το Χίτλερ.
Από το αυτονόητο μεταφερόμαστε στο αντίθετο που είναι προϊόν υπολογισμού και περίσκεψης. Επικράτησε και η καθιερωμένη βεβαιότητα ότι, η βιασύνη, η απροσεξία, η επιπολαιότητα κλπ. του κατακτημένου έχει κατά κανόνα οδυνηρές συνέπειες. Υπάρχουν άφθονα παραδείγματα στην ιστορία παρόμοιων κινημάτων που πνίγηκαν στο αίμα.
Από εκεί και πέρα η ηθική αυτουργία ή η άμεση συνέργεια παραπέμπει κατευθείαν και πολύ γενικευμένα στην πλευρά των κατακτημένων, οι οποίοι είναι πλέον υποχρεωμένοι να αποδώσουν την πράξη τους, αρχικά σε ιδεολογικό χώρο και στη συνέχεια σε συγκεκριμένα πρόσωπά του.
Όλοι, μέσα και έξω γνωρίζουν, πως η χώρα είναι διχασμένη ιδεολογικά σε δυο βασικά μέρη, την Δεξιά και την Αριστερά, όχι απλά από την μεταξική περίοδο, που την επικαλείται με τη μεγαλύτερη συχνότητα, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αριστερά (παρόλο που ο διχασμός έχει επίσημο όριο πιο πέρα, αλλά και από την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία τουλάχιστον από το 1917).
Όσο για τις φάσεις εκδήλωσης του διχασμού, μάρτυρες αδιάψευστοι είναι όλα σχεδόν τα μαζικά συλλαλητήρια και κινήματα των καπνεργατών και των λιμενεργατών στα μεγάλα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Καβάλας, της Δράμας και του Αγρινίου στην ενδοχώρα από το 1909 ως το 1934, όταν με κοινοβουλευτικά παιχνίδια των κομμάτων καλλιεργήθηκε το έδαφος για την άνοδο του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία.
Απομένει το δυσκολότερο κομμάτι του καταλογισμού σε μια από τις δυο πολιτικές ιδεολογικές συσπειρώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους είναι δεμένες σε αντίπαλες δυνάμεις του Εξωτερικού ανατολικές και δυτικές, χαρακτηριστικά που συνοδεύουν κατά κανόνα την κακή μοίρα των αδύναμων.
Παραδοσιακά, όταν πέφτει το βαρύ πέπλο της σκλαβιάς, το πυκνό και μόνιμο σκοτάδι, δεν το ανέχονται οι ελεύθεροι άνθρωποι. Αργά ή γρήγορα θα αναζητήσουν τρόπους απαλλαγής μέσα από συνασπισμούς, φανερές ή κρυφές συμπράξεις και συμφωνίες ή από εκπόνηση σχεδίων βίαιης ανατροπής.
Στην επιτυχία τα πράγματα είναι εύκολα. Όλοι προστρέχουν να οικειοποιηθούν ή να μοιραστούν το θρίαμβο.
Στην αποτυχία όμως, ο διχασμός που παραμονεύει πάντα σε περιόδους κρίσης, τρέφεται και διογκώνεται από τις δυο πλευρές που την προκαλούν και όχι μόνο.
Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στην κοινή προσπάθεια όλων των Ελλήνων να απαλλαγούν από το φασισμό του Άξονα. Αυτός όμως ο κοινός στόχος ήταν διαφοροποιημένος ως προς τα μέσα επιτυχίας.
Όλα τα κόμματα συμφωνούσαν ότι η απελευθέρωση θα έρθει με τη βοήθεια των δυτικών συμμάχων, εκτός από το Κ.Κ.Ε. το οποίο ήθελε η μεταπολεμική Ελλάδα να ενταχθεί στη Σοβιετική Ένωση, προσπάθεια για την πραγμάτωση της οποίας αγωνιζόταν –όπως αναφέρθηκε ήδη, αδιάλειπτα από τον καιρό της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917.
Αυτή η επιδίωξη οδήγησε και στη συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής ή της Γενικής Γραμματείας του Κ.Κ.Ε. της Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και με τις κατά τόπους Περιφερειακές Επιτροπές (Π.Ε.) της σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
Η καινούργια αρχή του Κ.Κ.Ε. για διεξαγωγή απελευθερωτικού πολέμου εναντίον της φασιστικής Γερμανίας εντοπίζεται στις 22.6.1941, όταν ο Στάλιν «έδωσε την κατευθυντήρια γραμμή στο Γκεόργκι Δημητρόφ» για συντριβή του φασισμού. Με στόχο «Η μεταπολεμική Ελλάς που θα προκύψη από τον σημερινόν εθνικοαπελευθερωτικόν αγώνα δεν θα ομοιάζη κατά τίποτα από κοινωνικοπολιτικήν άποψιν με την προπολεμικήν Ελλάδα[14]».
Στο εξής το Μακεδονικό Γραφείο με τους Βουλγάρους κατασκόπους που συνεργάζεται μυστικά στη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται συντονισμένο με το Κ.Κ.Β. Γνωρίζει ότι στις 13.7.1941 έπεσαν Σοβιετικοί αλεξιπτωτιστές στη Βουλγαρία, ότι σοβιετικά αεροπλάνα βομβάρδισαν μετά από λίγο το Ρούσε, την Πλέβνα και το Ντόμπριτς, ότι άρχισαν (23.7.1941) οι εκπομπές του ράδιο «Χρήστο Μπότσεφ» και ότι ο Νικόλα Παραπούνοφ συγκρότησε ανταρτική ομάδα κομμουνιστών στη Βουλγαρία. Αυτονόητα ήξερε το Μακεδονικό Γραφείο και για την άρνηση του Στάλιν να ενθαρρύνει τυχόν εξέγερση μπολσεβίκων κατά των Γερμανών, τουλάχιστο στην παρούσα φάση. Γι αυτό και αποφασίστηκε η πραγματοποίηση του κινήματος με τους κομμουνιστές της Βουλγαρίας και τη σιωπηλή συγκατάθεση της φασιστικής κυβέρνησής της.
Το ότι δε γνώριζε για το κίνημα το Κ.Κ.Ε. στην Αθήνα και ότι ο Χαμαλίδης αποφάσισε χωρίς την έγκριση του Μακεδονικού Γραφείου, κινούνται στα όρια του παράλογου για ένα τόσο αυστηρά συγκεντρωτικά δομημένο κόμμα. Λογικά είναι αδύνατο στέλεχος του Κ.Κ.Ε. όπως ο Χαμαλίδης, να ενεργήσει χωρίς προληπτικό έλεγχο τόσο εγκληματικά αντικομματικά. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να γνωρίσουμε την άποψη κομμουνιστών στελεχών της Καβάλας, κατά την ίδια χρονική περίοδο, της πόλης που διέθετε παραδοσιακά πολύ μεγαλύτερο εργατικό κίνημα και αξιότερα στελέχη.
Ούτε ο «πατριωτικός τόνος» και η «σοσιαλιστική χροιά» που επικαλείται ο Σφέτας για τους κινηματίες, μπορούν να δικαιολογήσουν παρόμοιο παραλογισμό. Και στο Ιάσιο φαίνεται εκ πρώτης όψεως από παράτολμο ως και ανόητο το κίνημα του Υψηλάντη, όπου θυσιάστηκε το μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο των Ελλήνων φοιτητών, αλλά στην προκήρυξή του αναφερόταν πως «μια κραταιά δύναμις» θα τον βοηθούσε.
Αφού ήταν ηρωικό κατόρθωμα, γιατί το καταδίκασε η Χρύσα Χατζηβασιλείου και διέλυσε τις ανταρτικές ομάδες του ΕΛΑΣ που εξαφανίστηκαν επί δυο χρόνια από την περιοχή;
Ο Μάρσαλ Μίλλερ, Αμερικανός επιτετραμμένος στη Σόφια κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναφέρει το 1975 στα απομνημονεύματά του ότι τα επεισόδια στη Δράμα και την περιοχή της «είχαν σκοπίμως υποκινηθεί από Βουλγάρους πράκτορες» που ήθελαν να δικαιολογήσουν διωγμούς και εξόντωση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής[15].
Ο μελετητής της εξέγερσης δεν είναι εύκολο να αγνοήσει τη σύμπραξη των Βουλγάρων στο εγχείρημα, ανεξαρτήτως ιδεολογικού και κομματικού προσανατολισμού, όταν βλέπει ότι συνδυάζεται ημερολογιακά και με την εθνική εορτή του Παΐσιου Χιλανδαρινού, ενός πρωτεργάτη της εθνικής αφύπνισης των Βουλγάρων.
Η ομολογημένη «έγκαιρη κινητοποίηση των αρχών[16]» δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η φασιστική Βουλγαρία γνώριζε για το κίνημα. Ζητούμενο παραμένει για τους ερευνητές όχι μόνο τι γνώριζε, αλλά τον βαθμό της συμμετοχής της στον σχεδιασμό και την πραγματοποίησή του, ως μέσου εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού ή την υποχρεωτική απομάκρυνσή του από την περιοχή την οποία είχε ενσωματώσει ήδη νομοθετικά, γεωγραφικά και διοικητικά τον Ιούνιο του 1941.
Μαρτυρίες μεταπολεμικές όπως του Θεόφιλου Μάλλιου, που θέλουν να είχε στασιάσει, από τις πρώτες ώρες των επεισοδίων, ο στρατός στο βουλγαρικό Σύνταγμα της Δράμας, είναι τόσο εκτός πραγματικότητας, ώστε να μη διευκολύνουν τους ερευνητές στην προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας για το είδος του κινήματος.
Παρόμοιες τακτικές συμβάλλουν περισσότερο στην επιδιωκόμενη συσκότιση των γεγονότων από εκείνους που τα προκάλεσαν, όταν το βάρος της ευθύνης μετριέται με χιλιάδες αθώα θύματα.
Κατά τα άλλα είναι γνωστό ότι και ο βουλγαρικός λαός (όπως όλοι σχεδόν οι λαοί), ήταν σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, αλλά και πριν και μετά από αυτήν χωρισμένος σε φιλοβασιλικούς και σοσιαλιστές, σε δεξιούς και αριστερούς. Η έκφραση «οι Βούλγαροι υποψιάστηκαν ότι κάτι συνέβαινε και ο Διοικητής Φρουράς Δράμας συνταγματάρχης Μ. Μιχαήλοφ έθεσε εγκαίρως δυνάμεις σε επιφυλακή[17] …» δεν είναι ούτε προϊδεασμός ούτε υποψία, αλλά ετοιμότητα προπαρασκευασμένη και σχεδιασμένη, από τον κατακτητή που επιδίωκε με κάθε τρόπο εξουδετέρωση των εμποδίων ενσωμάτωσης του χώρου, που ήταν στην καθολικότητα του ελληνικός.
Πρέπει να δοθεί ένας χώρος και στην άποψη, να σκέφτηκε το Κ.Κ.Β. ένα αντιφασιστικό αιματηρό επεισόδιο στα νώτα του βουλγάρικου κράτους, που θα μετακινούσε τις στρατιωτικές του δυνάμεις για την καταστολή του. Έτσι, τα θύματα του άμαχου πληθυσμού όχι μόνο δεν θα ήταν Βούλγαροι, αλλά εχθροί της Βουλγαρίας, Έλληνες που σχεδίασαν να καταφέρουν ένα βαρύ πλήγμα στο φασίστα κατακτητή τους.
Την εκδοχή αυτή ενισχύουν τα σχετικά με σχέδιο εξέγερσης από Βουλγάρους και Έλληνες[18] την άνοιξη και τον Ιούλιο 1941. Και φυσικά οι Βούλγαροι κατά τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία είναι παρτιζάνοι.
Εύκολα η εκδοχή οδηγεί την ελληνική Αριστερά, σαν δικαιολογία, στο συμπέρασμα ότι απλά «Από αυτά που γράφονται βγαίνει καθαρά το συμπέρασμα ότι οι αίτιοι για την τραγωδία της Δράμας είναι οι αρχές κατοχής. Με τη βία που ασκούν και τις αρπαγές τους, δημιούργησαν μεταξύ των Ελλήνων μια ανυπόφορη κατάσταση, που ήταν και η αιτία για να οδηγηθεί ο πληθυσμός στην εξέγερση[19]».
Αυτός όμως είναι ένας γενικευμένος αφορισμός που ισχύει για όλη την ελληνική επικράτεια, στην οποία δεν εμφανίστηκε -τουλάχιστον ως τότε- παρόμοια στάση. Και αυτό προσδιορίζει, κατά γενική ομολογία, την ιδιομορφία και την ιδιαιτερότητα των συγκεκριμένων γεγονότων της Δράμας.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το γεγονός ότι το Κ.Κ.Β. κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο 1942, δηλ. αμέσως μετά τα γεγονότα, προκήρυξη που έλεγε ότι για το κίνημα φταίνε οι φασίστες[20].
Τονίζεται πάλι ότι την εποχή εκείνη «Ήταν συχνές οι εκκλήσεις της Σ. Ένωσης προς όλα τα κομμουνιστικά κόμματα των Βαλκανίων, να χτυπήσουν με κάθε μέσο τα μετόπισθεν του χιτλερικού συνασπισμού. Οι εκκλήσεις αυτές αποτέλεσαν επιπρόσθετο κίνητρο για τους κομμουνιστές της Δράμας… Οι εκκλήσεις του Στάλιν, (όπως εκείνη της 3.7. 1941), ήταν το βασικότερο κίνητρο των Ελλήνων κομμουνιστών για να πραγματοποιήσουν την «εξέγερση» της Δράμας[21]».
Το ενδιαφέρον του Κ.Κ.Β. για τα γεγονότα εκφράστηκε με ανακοίνωση καταγγελία της τότε φασιστικής κυβέρνησης της χώρας του[22].
Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι κατά τη συγκεκριμένη εκείνη χρονική περίοδο (ως την άνοιξη του 1943) η διάκριση τουλάχιστο στον Νομό Δράμας, ανάμεσα στον κομμουνιστή και τον μη κομμουνιστή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Βρισκόταν μόνο στα κεφάλια ελάχιστων μυημένων στα συνωμοτικά σχέδια των κομμουνιστών και των πανσλαβιστών. Ο λαός αισθανόταν και ήταν σύσσωμα συσπειρωμένος εναντίων του φασίστα κατακτητή.
Τόσο η εξόριστη κυβέρνηση, όσο και η ελλαδική ασχολούνταν με τις δυνατότητες αντιμετώπισης του οδυνηρού ολοκληρωτισμού του Άξονα, που για την Ελλάδα ήταν Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι.
Θα ήταν χρήσιμες, εν προκειμένω, οι πληροφορίες των αποφάσεων των βουλγαρικών στρατοδικείων του πρώτου τριμήνου του 1942, που καταλόγιζαν ευθύνες σε αξιωματούχους, για μη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αποτροπή του κινήματος.
Η αναζήτηση ευθυνών για γεγονότα που έχουν συμβεί πριν από εβδομήντα και πλέον χρόνια, από πρώτη ματιά φαίνεται κάτι αδιάφορο. Πλην όμως, το ότι δεν αναλήφθηκε επίσημα από αυτούς που μετείχαν στα γεγονότα αυτά, τόσο ως φυσικά πρόσωπα, όσο και ως συντεταγμένες κοινωνικές ομάδες ή ιδεολογικές παρατάξεις, είναι υποχρέωση υπαγορευμένη από δεοντολογία που διέπει την ιστορία, δηλαδή την αλήθεια. Για την τελευταία οι αγώνες θεωρούνται -τουλάχιστον κατά παράδοση ηθική υποχρέωση- κυρίως των ανθρώπων που ασχολούνται με την ιστορία και την κοινωνιολογία, αλλά και των ίδιων των λαών, όταν πρόκειται για πράξεις οι συνέπειες των οποίων πλήττουν βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τον πολιτισμό, όπως είναι οι ομαδικές βιαιότητες, οι σφαγές, οι εκτελέσεις και οι εξανδραποδισμοί αθώων και αυτής της περιόδου, όπως είναι οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα. Και τούτο ανεξάρτητα από το κόστος και το χρόνο που απαιτούν παρόμοιες προσπάθειες, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την ευθύνη και την αναγνώριση από τους λαούς και τις ομάδες που διέπραξαν γενοκτονίες.
Οι ευθύνη ολοκληρώνεται σε τρεις φάσεις: την αναζήτηση, την τεκμηρίωση και τον καταλογισμό.
Η πραγματικότητα που εκτίθεται παραπάνω σχετικά με τη μορφή του κινήματος, στενεύει λογικά μέχρι αποκλεισμού από τα περιθώρια για συμπτωματική ή προβοκατόρικη ενέργεια. Τέτοια θεώρηση των γεγονότων θα μπορούσε να παρασύρει έρευνες εγκλωβισμένες στη στενότητα του χρόνου και του χώρου, που αναιρούνται από τη στιγμή που θα συνδεθούν με τους σκοπούς και τις προοπτικές του Κ.Κ.Ε. -από τότε που προέκυψε ως κόμμα – από τη μετονομασία του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.) το 1918.
Είναι γνωστό επίσης και στη χώρα μας πως οι διχασμένες πολιτικές προσήλωσης των ελληνικών κομμάτων, από τη μια προς τη Δύση και από την άλλη προς την Ανατολή, προκάλεσαν τις συγκρουσιακές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς και της Αριστεράς στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Οι λαϊκοί και οι φιλελεύθεροι υποχρεώθηκαν, πότε από τα ανάκτορα και πότε από τις φιλοδυτικές ηγεσίες τους, να περιχαρακώνουν τους κομμουνιστές, ώσπου, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο βασιλιάς παρέδωσε με νομιμοφανή κοινοβουλευτικά τρόπο την πολιτική εξουσία στον Ι. Μεταξά, ο οποίος καταδίωξε τα στελέχη της Αριστεράς και τα οδήγησε μαζικά στις φυλακές.
Από αυτούς οι δραπέτες των φυλακών απολάμβαναν τιμές ηρωοποίησης και ανάληψης ηγετικών θέσεων από τους ομοϊδεάτες τους σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος συσπείρωσε τον πρώτο καιρό το λαό εναντίον του εχθρού, αλλά δεν άργησαν δυνάμεις εκτός Ελλάδας να ευνοούν το γνωστό διχασμό του μαχόμενου λαού.
Οι άνθρωποι που πήραν την πρωτοβουλία να αφαιρεθεί με απάνθρωπο τρόπο η ζωή χιλιάδων αθώων ανθρώπων στη Δράμα, χωρίς την ελάχιστη πιθανότητα να αλλάξει προς το καλύτερο η μοίρα των επιζώντων, απαιτεί πολύ διαφορετικούς λόγους και προϋποθέσεις από αυτές που υπαγόρευσαν το συγκεκριμένο εγχείρημα της 28ης προς την 29η Σεπτεμβρίου 1941.
Το Κ.Κ.Ε. με τη στάση και την συμπεριφορά του απέναντι στα γεγονότα της Δράμας, μέχρι την αναγνώρισή του ως κοινοβουλευτικού κόμματος (30 περίπου χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), επέμενε να αποποιείται κάθε ενοχή, λόγω του σοβαρού πολιτικού της κόστους. Κάλυπτε με αχλή τα γεγονότα, όπως το έκανε και με την εξόντωση του συνταγματάρχη Ψαρού, του Άρη Βελουχιώτη, του Νίκου Ζαχαριάδη και εκατοντάδων μικρών και μεγάλων στελεχών του την ίδια περίοδο.
Αποδόθηκε κατά κόρον το «κίνημα» στον Χαμαλίδη, τον οποίο όμως ούτε συνέλαβαν ούτε εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες, όπως έκαναν μέσα στις επόμενες μέρες από το κίνημα για άλλους κομμουνιστές[23]. Ούτε ο Ιορδάνης Χασαρής[24], οπλαρχηγός του Πόντου από το Νικηφόρο, φαίνεται να είχε υποστεί συνέπειες.
Δεν αποτελεί κανόνα η αξιολόγηση των γεγονότων εκ του αποτελέσματος. Στην περίπτωση όμως της Δράμας το εγχείρημα αποδείχτηκε ουτοπικό ή το λιγότερο παγίδα για τους Έλληνες και επομένως η αποτυχία ήταν συστηματικά προσχεδιασμένη, αφού:
1) Η ομάδα ένοπλων του Τσαλ Νταγ που ήρθε στη Δράμα με σκοπό να καταλάβει τις αποθήκες Καναρά με το στρατιωτικό υλικό, επέστρεψε «άπρακτη»[25],
2) τα τρία άτομα που περίμεναν κάθοδο ανταρτικού τμήματος, έξω από το Δοξάτο, έπεσαν «νωρίς» πάνω σε ενέδρα και ξεσήκωσαν τις βουλγαρικές αρχές[26],
3) οι κινηματίες που θα ανατίναζαν τις αποθήκες Ανεφοδιασμού Πολέμου στο στρατόπεδο, έριξαν 3-4 χειροβομβίδες και αποχώρησαν[27],
4) απέτυχε η ανατίναξη της σιδηροδρομικής γέφυρας στο Φωτολίβος[28],
5) απέτυχε η ανατίναξη της σιδηροδρομικής γέφυρας τρία χιλιόμετρα έξω από το Νικηφόρο[29],
6) απέτυχε η κατάληψη του Σιδηρ. Σταθμού Δράμας[30],
7) απέτυχε η ανατίναξη του 2ου εργοστασίου ηλεκτρισμού, από την ομάδα Αργυριάδη[31],
8) απέτυχε ο εμπρησμός των αποθηκών του Σώματος Εφοδιασμού Πολέμου από το Δοξατιανό Κυριάκο Κυριακίδη[32],
9) δεν έγινε το χτύπημα των στρατώνων της Δράμας από τον Ιορδ. Χασαρή[33].
Ο Θεόκλητος Κρόκος (Μιχάλης), το μόνο από τα ηγετικά μέλη του Μακεδονικού Γραφείου, που βρισκόταν εδώ κατά το κίνημα και επέζησε, «Μετά την απελευθέρωση, με εκθέσεις του προς την ηγεσία του ΚΚΕ, προσπάθησε να επιρρίψει όλες τις ευθύνες για την εξέγερση στον Χαμαλίδη[34]».
Το προσχεδιασμένο του εγχειρήματος καταμαρτυρείται και από τις μυστικές συσκέψεις[35] που προηγήθηκαν.
Εκείνο που δυσκολεύει τους ερευνητές στην τεκμηρίωση των γεγονότων είναι η αποκωδικοποίηση του μυστικού κώδικα στόχων του Κ.Κ.Ε., Κ.Κ.Β. και της Ε.Σ.Σ.Δ., ο οποίος τηρείται επτασφράγιστος για τα μεσαία και κατώτερα στελέχη, όπως ήταν αυτά της Ανατολικής Μακεδονίας –Θράκης (δες περιπτώσεις Άρη Βελουχιώτη, Νίκου Ζαχαριάδη και δεκάδες άλλες). Από αυτές τις συσκέψεις για το κίνημα, ομολογημένες από το Κ.Κ.Ε. είναι:
Πρώτη, τέλη Ιουλίου-αρχές Αυγούστου 1941 στις Αμπέλους Σερρών, σελ. 82.
Δεύτερη, 15.9.1941 ή 14 προς 15 (σελ.111) στην Ηλιοκώμη Σερρών με τη συμμετοχή του γραμματέα του κλιμακίου Ανατολικής Μακεδονίας του Μακεδονικού Γραφείου, Παρασκευά Δράκου (Μπάρμπα)…, «να ενταθεί ακόμη περισσότερο η οργάνωση ένοπλων ομάδων, και να γίνουν σαμποτάζ…αλλά φυσικά όχι οργάνωση εξέγερσης» , σελ.101.
Τρίτη, 20.9.1941 έξω από το Δοξάτο, κατά εξιστόρηση του Γ. Ζήκου το 1975, σελ. 110.
Τέταρτη, 26.9.1941 στη Δράμα, όπου αποφασίστηκε και ορίστηκε η ημερομηνία του κινήματος, σελ. 119
Πέμπτη, 28.9.1941 στη Μυρίνη Σερρών με το Τζανή και τον Πασχαλίδη από το Μακεδονικό Γραφείο Θεσσαλονίκης και 33 στελέχη, σελ. 207.
Μετά τον πόλεμο έγιναν ανακρίσεις από το Κ.Κ.Ε. Η ευθύνη του φαίνεται από την κατάθεση του Θεόκλητου Κρόκου, μέλους του Μακεδονικού Γραφείου που βρισκόταν στην Αν. Μακεδονία. Η αγωνία του να φορτώσει τις σφαγές στον Χαμαλίδη, για ν’ απαλλαγή το κόμμα από την ευθύνη διατυπώνεται απερίφραστα στα λόγια του: «Όταν του έκανα κριτική ότι σφάχτηκαν χιλιάδες άνθρωποι, τι λόγο θα δώσουμε κλπ., τότε αυτός μου είπε δεν αξίζεις ούτε μια σφαίρα…», σελ. 102. Τι πιθανότητες είχε πλέον να ζήσει ο Χαμαλίδης μετά από αυτό; Πόσο εύκολο είναι να κάνει κάποιος του κεφαλιού του στο Κ.Κ.Ε. από τον τελευταίο πληροφοριοδότη ως τον Άρη Βελουχιώτη!.. Αμφισβητείται η συμμετοχή των Απόστολου Τζανή και Μωυσή Πασχαλίδη, γιατί λέγεται ότι πήραν μέρος στη μεγάλη σύσκεψη της Θεσσαλονίκης.
* «Η πεποίθηση ότι κάτι γνώριζαν οι βουλγαρικές αρχές για τις προετοιμασίες των κομμουνιστών στη Δράμα ήταν διάχυτη… Εκείνο που δεν γνώριζαν ήταν το πού, πότε και πώς θα χτυπούσαν», σελ. 106.
«Η προπαρασκευαστική δραστηριότητα του γραμματέα της Π.Ε. Δράμας του Κ.Κ.Ε. Παντελή Χαμαλίδη για την οργάνωση της εξέγερσης εντάθηκε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη 1941 με επισκέψεις του σε πολλά χωριά όπου υπήρχαν κομμουνιστικές οργανώσεις…Οι βουλγαρικές αρχές έλαβαν επίσης μια έκθεση για την επικείμενη εξέγερση από έναν Βούλγαρο πράκτορα στη Θεσσαλονίκη με τον κωδικό αριθμό 3699. Υποβλήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου, έφτασε στη Σόφια στις 15 του ίδιου μήνα και διαβιβάστηκε στις κατοχικές αρχές στην Ανατολική Μακεδονία μόλις στις 23 Σεπτεμβρίου 1941», σελ. 107.
Στις αρχές 1942 καταλογίστηκαν σοβαρές ευθύνες σε Βούλγαρους αξιωματούχους από τον εισαγγελέα της Ξάνθης, γιατί ήξεραν για το κίνημα και δεν έλαβαν μέτρα.
Αυτά έρχονται το λιγότερο σε δυσαρμονία με την άποψη των Δημήτρη Πασχαλίδη και Τάσου Χατζηαναστασίου, σελ. 182: «Με βάση τις υπάρχουσες – προφορικές- πηγές, τείνουμε να δεχτούμε πως το Μακεδονικό Γραφείο δεν είχε αποφασίσει να προχωρήσει στις μαζικές ένοπλες επιθέσεις της 28ηςΣεπτεμβρίου, και πως αυτό φαίνεται ως πρωτοβουλία της ΠΕ Δράμας»), σελ. 109. Σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι «τα γραπτά που αναφέρει ο Καφταντζής δεν σώθηκαν κλπ.», η προσπάθεια αποστασιοποίησης του Κ.Κ.Ε. από το κίνημα, χάνει την αξιοπιστία της.
Ούτε η απορία του Στέργιου Βαλιούλη για τον Χαμαλίδη «Πήρε ή δεν πήρε εντολή από το κόμμα του να ξεσηκώσει τον σκλαβωμένο πληθυσμό και να κηρύξει «επανάσταση», κανείς δεν ξέρει ή δεν θέλει να ειπεί…» συμβάλλει στην αποδεικτική διαδικασία. Αντίθετα τη δυσχεραίνει.
Μάλιστα και ο Θ. Χατζής, μετά την απελευθέρωση, δεν έκανε τίποτε περισσότερο, ως στέλεχος του Ε.Α.Μ. (Γραμματέας), από το να ευθυγραμμιστεί με την απόφαση του κόμματος να μη φανεί η ευθύνη του με το να δηλώνει ότι έπρεπε οι «Λαϊκοί εκδικητές» μόνο να ασχοληθούν με ανατινάξεις γεφυριών και ηλεκτρικούς σταθμούς της Δράμας, δηλαδή να επιβεβαιώσει ό,τι έγινε και όχι αποφασίστηκε να γίνει.., αλλά καλούσε «να βγάλουν τα κρυμμένα όπλα και να βοηθήσουν τους οργανωμένους αντάρτες παντού όπου εκδηλωθεί η εξέγερση», σελ. 112.
Επίσης ο Χαμαλίδης και ο Παστουρματζής «ήξεραν πολύ καλά την κατάσταση που επικρατούσε τόσο στη Δράμα όσο και στην περιφέρεια, και ακόμα τις διαθέσεις των Βουλγάρων φασιστών στρατιωτικών διοικητών…Ακόμη ήξεραν πως οι βουλγαρικές αρχές είχαν πλέρια γνώση του προετοιμαζόμενου πραξικοπήματος και παίρνανε μέτρα», σελ. 113.
«Οι Βούλγαροι είναι αποφασισμένοι να πνίξουν στο αίμα την εξέγερση», όπως έλεγε ο Αντωνίου κατά τον Χατζή, σελ. 113. Το απροκάλυπτο φόρτωμα του εγχειρήματος στον «μελοθάνατο πια» Χαμαλίδη αποκαλύπτει ο ισχυρισμός (μετά τον πόλεμο) πάλι του Χατζή για τον Αναγνώστου, ο οποίος του αποδίδει τα λόγια: «Το ξέρουν ή δεν το ξέρουν οι Βούλγαροι, η εξέγερση θα γίνει και θα καταπλήξουμε όχι μόνο την Ελλάδα, μα και τον κόσμο ολόκληρο». Μέχρι και κατασκόπους (τον Αντωνίου και μια γριά δασκάλα) έβαλε το Κ.Κ.Ε. να ψαρέψουν τις απόψεις των βουλγαρικών αρχών, σελ. 113.
Τεκμήριο αποτελεί και το «τετράδιο» του Χρυσόστομου Κουτουρούση[36], αντάρτη από το χωριό Μυρίνη Σερρών, σύμφωνα με το οποίο «Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, ώρα 12 το μεσημέρι, ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στο «στρατηγείο»[37] ο Κωστάκης [ψευδώνυμο του Απόστολου Τζανή]. Είχαν περάσει μαζί με τον Γρηγόρη [ψευδώνυμο του Μωυσή Πασχαλίδη] τον Στρυμόνα, ο Γρηγόρης τράβηξε για τα Σέρρας προς συνάντηση με τον Μπάρμπα, και το βράδυ της ίδιας μέρας θα γινόταν συνάντηση στο «στρατηγείο» Κωστάκη – Μπάρμπα. Ο Κωστάκης έφερε νέα από τη Θεσσαλονίκη και ήρθε να ενημερώσει τον Παρασκευά Δράκο».
Από την ίδια έκθεση όμως προκύπτει πως το Μακεδονικό Γραφείο της Θεσσαλονίκης ήξερε ότι «για την εξέγερση έγινε σύσκεψη της 26ης Σεπτεμβρίου στη Δράμα, …Εκεί ορίστηκε ότι η εξέγερση έπρεπε να εκδηλωθεί τη νύχτα της Κυριακής 28 προς τη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, καθώς θεωρήθηκε ότι τότε θα ήταν χαλαρότερη η προσοχή των βουλγαρικών αρχών».
Μετά από συσκέψεις[38] στελεχών του Κ.Κ.Ε. που λαμβάνουν χώρα μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο Σεπτεμβρίου 1941, ενός κόμματος αναμφισβήτητα αυστηρώς συγκεντρωτικά δομημένο από τη φύση του, είναι πολύ δύσκολη ως απίστευτη η άγνοια της Γραμματείας του στη Θεσσαλονίκη.
Αρχικά επιλέχθηκε για το κίνημα ο όρος «προβοκάτσια» μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας του ’60 και αργότερα, όταν άρχισαν να επαναπατρίζονται οι πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου, μεταξύ των οποίων και κινηματίες της Δράμας, προτιμήθηκε ο όρος «εξέγερση».
Και τέλος, με την είσοδο της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ήταν δυνατό να ανατραπούν οι ιστορικές καταγραφές των συγγραφέων[39] της χώρας. Έτσι προτιμήθηκε η περίπτωση της «ηρωικής λαϊκής εξέγερσης», με την οποία θα συμπορεύονταν αναντίρρητα η σοσιαλιστική πλέον Βουλγαρία.
Είναι αλήθεια ότι το 2002 στο βιβλίο μου «Η κατοχή στην Αν. Μακεδονία-Θράκη 1941-1945), έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας – Μια ιστορικο-ερμηνευτική και κοινωνική προσέγγιση της Αντίστασης του λαού της» 2002, που με απασχόλησε ερευνητικά κατά την περίοδο 1980-2001 (σελ. 610), είχα περιλάβει μόνο μια περίληψη των βουλγαρικών θηριωδιών (σελ. 53-61) της Δράμας στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη το πρώτο έτος της κατοχής, για τον λόγο ότι γνώριζα πως με αυτές ασχολήθηκαν εκτενώς και με ικανοποιητική επιτυχία οι Δημήτρης Πασχαλίδης και Τάσος Χατζηαναστασίου και ήταν έτοιμοι για την έκδοση βιβλίου με τίτλο «Τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1941) – εξέγερση ή προβοκάτσια;» Δ.Ε.Κ.ΠΟ.Τ.Α. Δράμα 2003.
Το 2002 κυκλοφόρησε και το βιβλίο «Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944» από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Ι.Μ.Χ.Α.) καθώς και το πρόσφατο βιβλίο του Κων/νου Μιχόπουλου, «Δοξάτο -Ηρωική και μαρτυρική πόλη –οι σφαγές του 1913 και 1941 από το βουλγαρικό στρατό», που έδωσαν σε μεγάλο βαθμό τις διαστάσεις που αναλογούν και στα γεγονότα της επίμαχης περιόδου.
Υπάρχει όμως, τόσο κατά τη γνώμη μου, όσο και κατά τη γνώμη πολλών άλλων ασχολούμενων με την ιστορία, ένα θέμα ευρύτερης θεώρησης της μεροληψίας κατά την παρουσίαση των γεγονότων, η οποία εδράζεται στο ιδεολογικό πεδίο του εκάστοτε συγγραφέα και εμφανίζεται με παραλήψεις, ασάφειες και μονομέρειες.
Στην περίπτωσή μας φορτώθηκαν συντονισμένα όλα στον Χαμαλίδη και δόθηκαν ερμηνείες ασφυκτικά ελεγχόμενες από το Κ.Κ.Ε., γιατί:
α) αυτός σκοτώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες μέχρι σήμερα συνθήκες στις 20.5.1942 στο Στρυμόνα και
β) ο μόνος που σώθηκε μαζί με τη Μ. Θωμοπούλου, ο Μ. Χαραλαμπίδης, το καταδικάζει το 1953 με έκθεσή[40] του.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι πηγές του Κ.Κ.Β. για τους ίδιους αυτονόητους λόγους μέχρι το 1990.
Γράφτηκαν για τα γεγονότα περίπου καθ’ υπαγόρευσιν εκθέσεις, οι οποίες επέτρεπαν στους συντάκτες τους την περαιτέρω επιβίωση μέσα στο κόμμα. Αυτό μπορεί να έχει γενικότερη εφαρμογή, αλλά είχε λάβει τη μορφή απαράβατου κανόνα στο απόλυτα συγκεντρωτικό και ελεγχόμενο Κ.Κ.Ε., που επικυρώνεται από τα δεκάδες στελέχη του και τα εκατοντάδες απλά μέλη που εκτελέστηκαν από το ίδιο το κόμμα.
Να σημειωθεί επίσης πως έχει τη δική του βαρύτητα και το γεγονός ότι από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα υπερτονίζεται στην πλούσια αριστερή βιβλιογραφία η εξάρτηση των αστικών κομμάτων της Ελλάδας από τους δυτικούς συμμάχους, ενώ η αντίστοιχη ιδεολογική προσήλωση του Κ.Κ.Ε. προς τη Σ. Ένωση παρουσιάζεται, σαν να μην είχε σοβαρή επίπτωση στην πρόσφατη ιστορική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική διαμόρφωση του τόπου.
Το πρόσχημα του «ψυχρού πολέμου» και του «παραπετάσματος» άφηνε εκτός της επίμαχης επικαιρότητας τις δεκάδες χιλιάδες χειμαζόμενες ψυχές που ακολούθησαν το δρόμο του χώρου της ιδεολογικής τους εξάρτησης επί μισό αιώνα, ενώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα καταγγέλλονταν καθημερινά οι λαοί της Δύσης που έσπασαν μαζί μας τα δεσμά του φασισμού.
Υπήρχε επ’ αυτού, ακόμη από το 1938, η διακηρυγμένη αντίδραση του Κ.Κ.Β. σε περίπτωση καθόδου των Γερμανών στα Βαλκάνια: «…η εισβολή των βουλγαρικών στρατευμάτων, μαζί με τα χιτλερικά, στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία και η βίαιη προσάρτηση εδαφών είχαν προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας[41]».
Τον καλόπιστο αναγνώστη δυσκολεύουν στο σχηματισμό ολοκληρωμένης άποψης για το θέμα και οι εξής επισημάνσεις:
1) Όσα κείμενα του αριστερού χώρου ασχολήθηκαν με το θέμα, αφήνουν αδιευκρίνιστο το πότε ο Τζανής και ο Πασχαλίδης έφτασαν από τη Θεσσαλονίκη, πότε πέρασαν το Στρυμόνα και πότε ήρθαν στο Παγγαίο (σελ. 114).
2) Όσα από τα μέλη και τα στελέχη ακόμη αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στο κίνημα εκτελέστηκαν από το Κ.Κ.Ε., μέσα στο πρώτο μήνα από τα γεγονότα, ενώ εξαιρέθηκε ο Χαμαλίδης.
3) Οι βουλγαρομαθείς δεν εκτελούνταν όταν συλλαμβάνονταν από τους κατακτητές[42], όπως π.χ. ο Α. Τζανής, ο Μ. Χαραλαμπίδης, η Μ. Θωμοπούλου
4) Τι έγραφε το σφραγισμένο γράμμα[43] που λέει ο Σ. Κανετίδης ότι έδωσε ο Χαμαλίδης στο Σπάρτακο, για να το ανοίξει σε περίπτωση που δεν θα επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη, όπου τον κάλεσε το Μακεδονικό Γραφείο;
5) Από τις μέχρι τώρα μαρτυρίες ανθρώπων του Κ.Κ.Ε. φαίνεται μάλλον αναιτιολόγητα περιορισμένο το ενδιαφέρον για τα αρχεία της Βουλγάρας Τίγκας Μιλούσεβα, πράκτορα του αντιφασιστικού αγώνα, που ήρθε με τον κατοχικό στρατό στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή, καθώς και για σχετικές έρευνες από άλλους ερευνητές[44].
6) Οι φερόμενες[45] ως δυνάμεις του Κ.Κ.Ε., σύμφωνα με τις πηγές που επικαλείται ο Σπ. Κουζινόπουλος, ήταν 140 ένοπλοι και 40 βοηθητικοί τις παραμονές των γεγονότων (σελ. 190). Αναφέρει και 100 ακόμη άλλους, οι οποίοι, κατά το Δασκάλοφ, διαλύθηκαν από το βουλγαρικό στρατό, όταν στις 5.10.1941 επιτέθηκαν στη φρουρά του Σιδηρ. Σταθμού Πλατανιάς. Στο βουνό έμειναν το Οκτώβριο 50 περίπου αντάρτες (σελ. 194). Τον Ιούνιο-Ιούλιο 1942 διαλύθηκαν και έμειναν 6-7 (σελ.196). Και στο Παγγαίο διαλύθηκαν τον Μάρτιο 1942 (σελ. 200).
Στις 15 Οκτωβρίου 1942, η Ακαδημία Αθηνών, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, το Πολυτεχνείο, ανώτατοι επαγγελματικοί οργανισμοί της Ελλάδας και εκπρόσωποι των προσφύγων της Α.Μ.-Θ. σε διαμαρτυρία τους προς τη Γερμανία, την Ιταλία και τους Ερυθρούς Σταυρούς της Δ. Ευρώπης μεταξύ άλλων έγραψαν: «…οι Βούλγαροι εσκηνοθέτησαν κατά το τέλος Σεπτεμβρίου 1941 μίαν πρόφασιν και διενήργησαν τας γνωστάς σφαγάς του Οκτωβρίου π.έ. καθ’ όλην την έκτασιν της Ανατολικής Μακεδονίας…τα θύματα γυναίκες, παιδιά, γέροντες, αδιακρίτως τάξεως ανήλθον εις άνω των 15.000. Άλλαι εκτιμήσεις αναβιβάζουν τον αριθμόν των θυμάτων εις 25.000…οι πρόσφυγες εκ των βουλγαροκρατουμένων περιφερειών έχουν υπερβή τας 130.000[46]».
Επικαλούμενος ο Κουζινόπουλος την έκθεση του Θεόφιλου Μάλλιου (από το 1953), «που μένει τώρα στην Τσεχοσλοβακία» (σελ.308), αναφέρει: «Στα τέλη της άνοιξης του 1942 στα βουνά της Δράμας είχαν απομείνει ελάχιστοι επαναστάτες, καθώς οι υπόλοιποι είχαν εξοντωθεί από τους κατακτητές ή είχαν λιποτακτήσει».
Κανείς δεν κάνει τελικά τον κόπο να ασχοληθεί με την καθολική αντίσταση του ελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης που άρχισε μετά από ένα χρόνο περίπου και διατηρήθηκε μέχρι τις 12 Μαρτίου 1945, όταν παρέδωσαν οι ένοπλοι αντάρτες τον οπλισμό τους βάσει της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
7) Στο συγκεκριμένο βιβλίο του Σπ. Κουζινόπουλου παρουσιάζονται βιογραφίες προσώπων, η ζωή και η δράση των οποίων δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση[47] με τον χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας και τα γεγονότα της Δράμας την εποχή εκείνη, ενώ από τους διακόσιους και πλέον καπετάνιους της Ένωσης Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα (Ε.Σ.Ε.Α.) και μια δύναμη πάνω από 5.000 ένοπλων αγωνιστών[48], αναφέρεται μόνο σε δέκα[49]. Ζητείται ερμηνεία…
Από την μετά το 1989 αριστερή βιβλιογραφία για το κίνημα της Δράμας, συνάγεται ανομολόγητα πως τελικά αυτό που του έλειπε – κατά το Κ.Κ.Ε. – ήταν η αποποίηση της ενοχής που το βαραίνει εδώ και επτά δεκαετίες, για το χαμό χιλιάδων αθώων ψυχών. Ενοχή που δεν κατορθώθηκε να απαλειφθεί ούτε με τον χαρακτηρισμό του κινήματος ως «προβοκάτσια» με ή χωρίς ερωτηματικά, ούτε και ως «γεγονότα» της Δράμας.
Πρόσφατη επιλογή φαίνεται πως είναι η υπαγορευμένη από ειδικούς να παρουσιαστεί προς τα έξω το γνωστό για τις τραγικές συνέπειες του κινήματος ως «…μια πρόωρη μεν, πλην όμως ηρωική επαναστατική ενέργεια», στην οποία δε συμμετείχε η κεντρική επιτροπή του Κ.Κ.Ε., ούτε το Μακεδονικό Γραφείο Θεσσαλονίκης. Και όλα αυτά, παρά την πασίγνωστη «σταλινική εξουσία» που ασκούσαν πάνω στα μέλη τους από την αρχή ως το τέλος του αγώνα.
Έτσι απλά μετακυλούσε η παντοδύναμη κεντρική εξουσία την ευθύνη στην Περιφερειακή Επιτροπή Ανατολικής Μακεδονίας και ειδικότερα στον Γραμματέα της Δυτικομακεδόνα Παντελή Χαμαλίδη (Πέτρο ή Αρμένη)!..
Τέλος, σε ό,τι αφορά τον ακριβή προσδιορισμό του αριθμού των αθώων θυμάτων της περιόδου, οι απόψεις μας συμπίπτουν απόλυτα με εκείνες του Κων. Μιχόπουλου, όπως αναφέρονται στη σελ. 89 του βιβλίου «Δοξάτο ηρωική και μαρτυρική πόλη», Δοξάτο 2007:
Στο υπ’ αριθ. 32-3-425.11.1946 απόρρητο έγγραφο του Κέντρου Αλλοδαπών της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής Δράμας, προς το Γ’ Κέντρο Αλλοδαπών Μακεδονίας-Θράκης στη Θεσσαλονίκη, με θέμα«Περί λαβούσης χώραν συσκέψεως των βουλγαρικών αρχών εν Δράμα προς δημιουργίαν εικονικής επαναστάσεως» μεταξύ άλλων γράφεται: «..αναφέρω ότι εκ της ενεργηθείσης υπό της υπηρεσίας μου ενόρκου προανακρίσεως κατά των Βουλγάρων εγκληματιών πολέμου της περιφερείας Δράμας, προέκυψαν τα κάτωθι εν σχέσει με την δημιουργηθείσαν υπό των βουλγαρικών αρχών κατοχής εικονικήν επανάστασιν του ελληνικού πληθυσμού Δράμας».-Ο Διοικητής του Κέντρου.
Τον τίτλο «Προς το ψευδοκίνημα» (σελ. 31-38), βρίσκουμε και στο βιβλίο του Κώστα Στολίγκα «Με αίμα και δάκρυ», εκδόσεις Κυριακίδη, β΄έκδοση 2006.
Σημείωση: Οι αριθμοί των σελίδων, που δεν παραπέμπουν σε πηγή, αναφέρονται στο βιβλίο του Σπ. Κουζινόπουλου, «Η ΔΡΑΜΑ 1941…».
Η βία είναι το τελευταίο καταφύγιο των αποτυχημένων
Ισαάκ Ασίμοφ, Αμερικανός συγγραφέας (1920-1972)
Στην τυραννία είναι πολύ ευκολότερη η δράση από τη σκέψη
Hannah Arend, Γερμανίδα φιλόσοφος(1906-1975)
Στον πόλεμο η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα
Αrthur Ponsonbυ (1825-1895)
Υποσημειώσεις
[1] . Σφέτας Σπ., Η ατυχής εξέγερση της Δράμας 1941 κατά τα βουλγαρικά στρατιωτικά Αρχεία, εκδ. Κυριακίδη 2017.
[2] . ό.π. οπισθόφυλλο.
[3] . η οργάνωση του ΕΑΜ ιδρύθηκε στις 27 Σεπτ. 1941 στην Αθήνα.
[4] . Σπύρος Κουζινόπουλος, ΔΡΑΜΑ 1941 Μια παρεξηγημένη εξέγερση, εκδ. Καστανιώτη 2010, σελ. 15, 291, οπισθόφυλλο.
[5] . Σπ. Σφέτας, ό.π. σελ. 68.
[6] . Ούτε η Καβάλα, ούτε η Ξάνθη, ούτε οι Σέρρες κινήθηκαν. Από άγνοια ή από επίγνωση;
[7] . Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου του Βασιλείου της Βουλγαρίας αριθ. 31/5.6.1942-Φ.Ε.Κ. 124/10.6.1924 περί ιθαγένειας. Είχαν διατεθεί για την εφαρμογή του μέτρου και έντυπες υπεύθυνες δηλώσεις με τις οποίες καλούσαν οι αρχές προσωπικά τους Έλληνες να συμπληρώσουν και να υπογράψουν με τη βοήθεια βουλγαρομαθών. (δες Θεοφ. Χατζηθεοδωρίδη, Το Πέρασμα, Αθήνα 1997, σελ. 170).
[8] . Υπηρέτησαν το Κ.Κ.Ε. από τη Σοβ. Ένωση όπου είχαν σταλεί στη δεκαετία του ’20 και του ’30 και βρέθηκαν στο Γραφείο Κ.Κ.Ε. στη Θεσσαλονίκη και στην Ανατολική Μακεδονία την εποχή του κινήματος της Δράμας οι: Βαγγέλης Βασβανάς, Παρασκευάς Δράκος, Νίκος Ζαχαριάδης, Λεωνίδας Στρίγκος κ.ά.
[9] . Ο Σπ. Σφέτας, ενώ ισχυρίζεται ότι το θέμα προβοκάτσια» έκλεισε», γράφει «δεν προκύπτει ότι η εξέγερση ήταν προβοκάτσια υπό την έννοια ότι οι Βούλγαροι πράκτορες, αυτοεμφανιζόμενοι ως κομμουνιστές, ήρθαν σε επαφή με Έλληνες και Βούλγαρους σε κοινό αδελφικό αγώνα κατά του φασισμού και διαδίδοντας ότι στη Βουλγαρία εκδηλώθηκε αντιφασιστική εξέγερση». Γεννιέται όμως το ερώτημα πώς συμβιβάζεται η τελική άποψη για προβοκάτσια, όταν ο ίδιος δέχεται ταυτόχρονα ότι «ο ρόλος των βουλγαρικών αρχών δεν έχει αποσαφηνιστεί στην υποκίνηση της εξέγερσης».
[10] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 376,
[11] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 106.
[12] . Που γράφηκε την 1η Σεπτ. 1941 και έφτασε στη Σόφια 15 μέρες πριν από το κίνημα, ό.π. σελ.107.
[13] . ό.π. σελ. 197.
[14] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 87.
[15] . Γ. Παπαβύζας, Αγώνες στον Ελληνικό Βορρά, εκδ. Συμμετρία 2007.
[16] . ό.π. σελ. σελ. 126.
[17] . ό.π. σελ. 127.
[18] . ό.π. σελ. 315.
[19] . ό.π. σελ. 314.
[20] . ό.π. σελ.315.
[21] . G. Daskalov, Dramaskoto Vastanie 1941, Sofia 1992, s. 107-108.
[22] . Ριζοσπάστης 7.10.2008.
[23] . ό.π., σαν το Λιθοξόπουλο, σελ. 123, το Γερμανίδη, σελ. 14, τους Βογιατζή Σοκόπουλο και
Αρβανιτίδη, σελ. 129.
[24] . ό.π., ο οποίος φέρεται «πρωτεργάτης της εξέγερσης» (σελ. 402) και «δεν πήρε μέρος στο κίνημα»
(σελ. 193).
[25] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 124.
[26] . Μαρτυρία Θεόφιλου Μάλλιου (Σπ. Κουζινόπουλου, σελ. 125).
[27] . Σύμφωνα με αφήγηση του Σωτ. Παλιάγκα στους Δ. Πασχαλίδη και Τ. Χατζηαναστασίου, σελ.136-137.
[28] . Σπ. Κουζινόπουλος,σελ. 101.
[29] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 136, περιοδ. Γιατί, τ. 158-159, σελ. 103, Δ. Πασχαλίδης-Τ. Χατηαναστασίου, σελ. 155.
[30] . G. Daskalov, σελ. 125.
[31] . Σπ. Κουζινόπουλου, σελ. 124.
[32] . Δ. Πασχαλίδης – Τ. Χατζηαναστασίου σελ. 137.
[33] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 136.
[34] . ό.π. σελ. σελ. 374. Διωκόμενος, πέρασε το Στρυμόνα και κατέληξε στα ένοπλα τμήματα του Κισά Μπατζάκ και σκοτώθηκε στον Κούκο της Κατερίνης.
[35] . Οι σελίδες χωρίς υποσημείωση παραπέμπουν στο βιβλίο του Σπ. Κουζινόπουλου, Δράμα 1941, εκδ. Καστανιώτη 2011.
[36] . Ιδιοκτήτη της γιάφκας του Μακεδονικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε. από το 1938 ως το 1941με «τυπογραφείο» στο υπόγειο, σε μικρή απόσταση από το Φωτολίβος
[37] . Τη γιάφκα της Μυρίνης.
[38] . Σπύρος Κουζινόπουλος, Δράμα 1941, εκδ. Καστανιώτη 2010: α) στις 15 στην Ηλιοκώμη, σελ. 100, β) στις 20 στο Δοξάτο, σελ. 110, γ) στις 26 στη Δράμα, σελ. 108 και δ) στις 28.9.1941 στη Μυρίνη Σερρών.
[39] . Daskalov Georgi, α) «Demografski procesi v Iztocna Makedonija I Zapadna Trakija (Januari 1942-25 Okromvri 1944 g.)» 1992, β) Daskalov Georgi, Ustanoviavane I ukrepvane na narodnodemokratichna vlast vBelomorieto (9 septemvri -25 oktomvri 1944 g.), γ) Daskalov, Georgi-Inan Koev, «Ustanoviavane I izgraz hdane na balgarska –ta voenna vlast v Belomorieto (April-Juli 1941 g.), δ) Daskalov Georgi, «Demografskiprocesi v Iztocna Makedonija I Zapadna Trakija (April-Dekmvri 1941 g.)
[40] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 211-212.
[41] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 232.
[42] . Δ. Πασχαλίδης-Τ. Χατζηαναστασίου, σ. 268.
[43] . Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 207.
[44] . ό.π. όπως του ακαδημαϊκού Παντελέι Σέρεφ, σελ. 14.
[45] . Ο όρος οφείλεται στο γεγονός ότι τουλάχιστο στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή, η αντίσταση του ελληνικού λαού κατά του κατακτητή, ήταν ενιαία και ενωτική, χωρίς ιδεολογικές διακρίσεις. Οι σκοποί των στελεχών του ΚΚΕ ήταν απόλυτα καλυμμένοι με αυστηρή μυστικότητα για ευνόητους λόγους. Αργότερα μονοπώλησε αυθαίρετα τον κατοχικό αντιστασιακό αγώνα της Ανατολικής Μακεδονίας. Κυρίως το 1944, όταν έφερε στην περιοχή δυνάμεις της από τον Έβρο και σχημάτισε κυβέρνηση ως την άνοιξη του 1945.
[46] . Αρχεία ΓΕΣ, ΔΙΣ, έκδ. Το Βήμα Ιστορία 2014, τόμος 5ος, σελ. 96.
[47] . Όπως, φον Άλτενμεργκ Γκίντερ (σελ. 355), Αναγνωστόπουλος Τάσος (σελ. 356), Βελουχιώτης Άρης (358), Γκρόζος Απόστολος (σελ. 361), Δεληβέρης Νίκος (σελ. 362), Ζαχαριάδης Νίκος (σελ. 366), Λάσκαρης Μιχάλης (σελ. 375), Μανιαδάκης Κων. (σελ. 378), Μεταξάς Ιωάννης (σελ. 380), Μήτσου Κων. (σελ. 380), Μόσχος Χρήστος (σελ. 382), Μπογατσόπουλος Μιχ. (σελ. 383), Νικολαΐδης Αβραάμ (σελ. 384), Πασαλίδης Γιάννης (σελ.387), Ρίπεντροπ Γιόχαν (σελ. 389), Ρούσος Πέτρος (σελ. 390), Τζαμαλούκας Αίας (σελ. 393), Τσολάκογλου Γεώργιος (σελ. 398), Ψαρρός Δημ. (σελ. 404). Τέτοια πρόσωπα συναντούμε στο βιβλίο του Ι.Μ.Χ.Α., Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 286-303, το οποίο όμως ασχολείται με την κατοχή στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο από το Στρυμόνα ως τον Έβρο.
[48] . Το συνολικό αριθμό των επίσημα αναγνωρισμένων αγωνιστών της Ε.Σ.Ε.Α. (ένοπλων, συνδέσμων, τροφοδοτών), σύμφωνα με τα σχετικά έγγραφα του Υπουργείου Εθν. Άμυνας και τα Μητρώα Αγωνιστών του Γενικού Αρχηγείου και των Αρχηγείων Μπόζ Νταγ, Καρά Ντερέ, Μπαϊράμ Τεπέ, Παγγαίου, Τσάλ Νταγ και Κοτζά Ορμάν αποτελούσαν: 18 του Γενικού Αρχηγείου του Αντωνίου Φωστηρίδη, 56 του Στρατού και της Χωροφυλακής, 217 οπλαρχηγοί – καπετάνιοι, 10.144 αγωνιστές άλλων βαθμών και ιδιοτήτων και 1309 νεκροί και τραυματίες (Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη, Οι Ανυπότακτοι, Αγωνιστές της εθελοθυσίας στην Αν. Μακεδονία-Θράκη 1941-1945, Δράμα 2010).
[49] . Βασιλειάδης Κων. (σελ. 357), Κάπας Νίκος (σελ. 369), Καρανάσιος Βαγγέλης (σελ. 370), Μακρίδης Οδησσέας (σελ. 377), Παπαδάκης Παντελής (σελ. 385), Πεχλιβανίδης Θωμάς (σελ. 389), Σελαλματζίδης Ηλίας (σελ. 390), Τοπούζογλου Αναστάσιος (σελ.394), Τσακιρίδης Θεόδ. (σελ. 395), Μικρόπουλος Θεόδωρος (σελ. 381). Για το θάνατο μάλιστα του τελευταίου, παρασυρμένος ο συγγραφέας από τους Πασχαλίδη Δ. και Χατζηαναστασίου Τ., αναφέρει ως τόπο θανάτου εκείνον του Αβραμίδη Αναστάση (Σουφλί το1948), ενώ είναι γνωστό ότι πέθανε στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο χωριό του Πρινόλοφο Δράμας, στις 31.1.1981. Μάλιστα η κάλυψη των εξόδων μεταφοράς της σωρού του έγινε με έρανο μεταξύ των συγγενών και των συμπολεμιστών του.