† 29-09-1941: Μνήμη και πρόσληψη (1945-1981) των σφαγών της Δράμας

0
4513

Της Γεωργίας Μπακάλη

Μέσα από τα επετειακά αφιερώματα της ιστορικής εφημερίδας “Θάρρος” για το εμβληματικό γεγονός των σφαγών του 1941, παρουσιάζονται οι μνημονικές πρακτικές της τοπικής κοινωνίας και ο δημόσιος μνημονικός λόγος της εφημερίδας.

 

«Μαύρη κι άραχνη επέτειος για τον Ελληνισμό, μα πιο πολύ για τον πληθυσμό της Δράμας! Ημερομηνία, που η θύμησή της, χωρίς να το θέλωμε, φέρνει ανατριχίλα προπαντός σε όσους έζησαν τόσο έντονα τα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής, ώστε η γνωστή φράση “είδαν τον Χάρο με τα μάτια τους”, να μην είνε [sic] δυνατόν να αποδώση την πραγματικότητα σε όλη της την έκταση!… […]

“Η νύξ του Αγίου Bαρθολομαίου”, γνωστή από την Ιστορία ως νύκτα φρίκης έγινε για τον δυστυχισμένο ελληνικό πληθυσμό ατέλειωτα εικοσιτετράωρα και μερόνυκτα γεμάτα εφιάλτες και καρδιοχτύπια είτε είχες την ατυχία να είσαι μαντρωμένος είτε είχες την τύχη να βρίσκεσαι σε κανένα υπόγειο καταχωνιασμένος!»

Στεφάνου Π. Εμμανουήλ, «Αι σφαγαί, 29 Σεπτεμβρίου 1941!»,
εφ. Θάρρος [Δράμα], 27.09.1960.

 

Κατά τη Βουλγαρική Κατοχή (1941-1944) ο δραμινός πληθυσμός βίωσε μια πρωτοφανή σε σκληρότητα βία από τις δυνάμεις κατοχής. Τα εκτεταμένα, απηνέστατα βουλγαρικά αντίποινα συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και χαράχτηκαν στη δημόσια μνήμη ως «η σφαγή της Δράμας». Αυτό όμως που απασχόλησε, κατά κύριο λόγο, την ιστορική έρευνα ήταν η εξακρίβωση του χαρακτήρα της προηγηθείσας εξέγερσης. Το μνημειώδες σύγγραμμα των Δημήτρη Πασχαλίδη – Τάσου Χατζηαναστασίου (με την εποπτεία-επιμέλεια του Χρίστου Π. Φαράκλα), Τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1941). Εξέγερση ή προβοκάτσια; (Δράμα 2003), προϊόν συστηματικής όσο και εξαντλητικής έρευνας, αποτελεί σημείο αναφοράς για τα γεγονότα της εξέγερσης και των αντιποίνων του ’41, τα οποία οι συγγραφείς ακτινογραφούν και ερμηνεύουν με ευμέθοδο τρόπο. Η ιστορική μελέτη του Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Βιώματα του Μακεδονικού Ζητήματος. Δοξάτο Δράμας 1912-1946 (Αθήνα 2014), εξετάζει τα γεγονότα μέσα από μια ευρύτερη, εθνική ιστορική προοπτική, διερευνά το πλαίσιο της πρόσληψης των γεγονότων μέχρι το 1945, ανασυνθέτοντας την ιδιάζουσα χροιά που έλαβε το Μακεδονικό Ζήτημα, την ιδιάζουσα περίπτωση του τοπικού που διέπλασε το ιστορικό πεπρωμένο της περιοχής. Πιο πρόσφατη (2017), η έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Η ατυχής εξέγερση της Δράμας – 1941 – Κατά τα Βουλγαρικά Στρατιωτικά Αρχεία. Από την έρευνα των αρχείων αυτών ο καθηγητής του ΑΠΘ Σπυρίδων Σφέτας φωτίζει τον ρόλο των βουλγαρικών αρχών κατοχής στην εκδήλωση της εξέγερσης και διαπιστώνει ότι δεν υπήρξε υποκίνηση από την πλευρά τους, αλλά την άφησαν σκόπιμα να εκδηλωθεί, για να προωθήσουν τον αφελληνισμό της περιοχής.

Την περίοδο 1941-1944, ο παράνομος αντιστασιακός αθηναϊκός Τύπος ανέδειξε τα βουλγαρικά αντίποινα, αντλώντας πληροφορίες από την καταγραφή της Επιτροπής Μακεδόνων και Θρακών.1 Την περίοδο 1941-1942, οι εκθέσεις του Αθανασίου Χρυσοχόου (επιθεωρητής νομαρχιών Μακεδονίας), το 1945 η έκθεση των καθηγητών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης («Η Μαύρη Βίβλος») και το βιβλίο «Η τραγωδία της Δράμας»,2 του λογοτέχνη Κωνσταντίνου Σνωκ εκτιμούσαν ότι υπήρξε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνεργασία μεταξύ Βουλγάρων και κομμουνιστών για την εκδήλωση της εξέγερσης. Οι παραπάνω απόψεις, ενταγμένες στο ευρύτερο αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, διαμόρφωσαν τις προσλήψεις στα μετακατοχικά-μετεμφυλιακά χρόνια. Ο αντιβουλγαρισμός, τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής, ήταν μεταπολεμικά μία όψη του αντικομμουνισμού, και στην περίπτωση της ερμηνείας των γεγονότων του ’41 επιχειρήθηκε ο συσχετισμός Βουλγάρων και κομμουνιστών, συσχετισμός που επέτεινε τη δαιμονοποίηση των κομμουνιστών.3 Επομένως, στη φάση αυτή δεν υπήρξε κάποια ιστορική έρευνα για τα γεγονότα του ’41. Οι σχετικές αναπαραστάσεις εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πολιτικοποίησης και όχι ιστορικοποίησης των γεγονότων.

Ο εορτασμός της επετείου στην πόλη της Δράμας, το Δοξάτο και τα υπόλοιπα χωριά έθεσε το πλαίσιο, για να συγκροτηθεί η δημόσια εικόνα των γεγονότων στα σχετικά πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα-αφιερώματα της εφημερίδας Θάρρος από το 1946-1981. Το χρονικό αυτό όριο επιλέγεται με κριτήριο ότι το Θάρρος κυκλοφορούσε αδιάλειπτα το διάστημα αυτό και, καθώς αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο αρχείο τοπικής εφημερίδας, επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση του θέματος, και μάλιστα μέσω του Ψηφιακού Αρχείου του Θάρρους (προσβάσιμο στο tharrosdrama.com). Το αχαρτογράφητο υλικό των σχετικών με την επέτειο δημοσιευμάτων αποτέλεσε κίνητρο για να αναζητήσουμε τα εξής: Ποιες μνημονικές πρακτικές θεσμοποιήθηκαν, για να τιμηθεί από την κοινότητα η μνήμη των θυμάτων; Ποια πρόσληψη διαμόρφωσε μεταπολεμικά, μέσω της διαμεσολάβησης του τοπικού εντύπου, ο λόγος της δημόσιας μνήμης του 1941;

Οι αναζητήσεις του συγκεκριμένου μνημονικού λόγου και η ταυτόχρονη μελέτη των προαναφερθέντων ιστορικών έργων μπορούν να χρησιμεύσουν, για να κατανοηθεί η διάκριση μεταξύ μνήμης (μνημονικού λόγου) και ιστορίας (ιστορικού λόγου) με αφορμή τα γεγονότα του ΄41. Γενικά, η μνήμη δίνει μια ηθική διάσταση στα γεγονότα του παρελθόντος, επικεντρώνεται στο τραύμα, επιδιώκει την αναγκαστική, εντεταλμένη ενθύμηση και αίτημά της είναι η αναγνώριση του παρελθόντος. Αντίθετα, η ιστορία, που είναι σύμφυτη με τη μνήμη, επιδιώκει τη γνώση και κατανόηση του παρελθόντος, στόχος της να το αναπαραστήσει μέσω της αφήγησης, να το εντάξει σε ένα χωροχρονικό πλαίσιο και να το υποβάλει σε έλεγχο προκειμένου να το εξηγήσει. Η ιστορία θέτει ερωτήματα και προσπαθεί να τα απαντήσει. Ο μνημονικός λόγος είναι φορτισμένος συγκινησιακά, με παραδοχές, αποσιωπήσεις και αφαιρέσεις, εξιδανικεύσεις ή αφορισμούς, επιλεγμένες όψεις του παρελθόντος και στοχεύσεις. Μεταγγίζει παθοποιία, προσφέρει παραμυθία και λειτουργεί με τη δύναμη του συναισθήματος. Ο ιστορικός λόγος είναι διερευνητικός, διεισδυτικός, αποκαλυπτικός, αποδεικτικός, ερμηνευτικός, μη οριστικός (γι’ αυτό και η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται), συγκροτεί την κριτική ανάλυση και λειτουργεί με τη δύναμη της λογικής.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μνήμη του ’41 (ο έντυπος και ο εκφωνούμενος λόγος κατά τα ετήσια μνημόσυνα τεσσάρων περίπου δεκαετιών) λειτουργεί μέσα σε ένα βεβαρυμένο μνημονικά πλαίσιο. Παράγεται από δημοσιογράφους, εκπροσώπους των τοπικών πολιτικών ή εκπαιδευτικών αρχών ακόμη και πολίτες,4 που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βίωσαν είτε τη σκληρή εμπειρία των εκτελέσεων ή συναισθάνονταν τον τραυματικό απόηχό τους. Απευθύνεται σε επιζήσαντες, σε ανθρώπους που είχαν βιωματική σχέση με τις εκτελέσεις (ένα μέρος ήταν χήρες και ορφανά ή γονείς που έχασαν τα παιδιά τους) αλλά και σε μια γενιά ανθρώπων που είχε υποστεί τα κατά σειρά (από το 1912-13) δεινά από τις βουλγαρικές δυνάμεις. Συνεπώς η Βουλγαρική Κατοχή του 1941-1944 κορύφωνε την τραυματική εμπειρία τους. Η μνήμη περνούσε διαδοχικά μέσα από τον καλπάζοντα Εμφύλιο, που δεν την άφηνε ανεπηρέαστη, τη συνεχιζόμενη ελληνοβουλγαρική εχθρότητα, από τις μετεμφυλιακές αντικομμουνιστικές ψυχώσεις και την εθνικιστική έξαρση της επταετίας. Εντάσσεται γενικά μέσα στα αντικομμουνιστικά μεταπολεμικά συμφραζόμενα που είχαν ήδη διαμορφωθεί στον Μεσοπόλεμο. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο τοποθετείται το Θάρρος, ως αστική (βενιζελική στην πρώτη περίοδο κυκλοφορίας του 1923-1936), φιλελεύθερων αρχών εφημερίδα. Η ανασύσταση των γεγονότων για τρεις και πλέον δεκαετίες δεν παράγεται και δεν διαμεσολαβείται από ιστορικούς, αλλά συγκροτείται σε επίπεδο δημόσιων αναπαραστάσεων και χρήσεων από τον τοπικό Τύπο και τις τοπικές αρχές. Ο δημόσιος μνημονικός λόγος, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες των ανθρώπων της τοπικής κοινότητας και του θεσμού της επετείου, είχε σχεδόν την αποκλειστικότητα στη διαχείριση της μνήμης του ’41 και διαμόρφωνε τις προσλήψεις της κοινότητας. Υποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο την ιστορία, ήταν μια μορφή εκλαϊκευμένης προσέγγισης της ιστορίας.

 

«Οι νεκροί περιμένουν»
Ανακάλυψη τάφων, ανακομιδή οστών και αποκάλυψη μαρτυρίων

Η εκταφή των νεκρών στο Δοξάτο έγινε τον Σεπτέμβριο του 1945 μαζί με το πρώτο μνημόσυνο, εφόσον κατά την περίοδο της Κατοχής οι βουλγαρικές αρχές δεν επέτρεψαν στους Δοξατινούς να τιμήσουν τους εκτελεσθέντες. Παρόμοια απαγόρευση ίσχυε και για την πόλη της Δράμας, όπου όμως οι εκταφές δεν είχαν ολοκληρωθεί. Τον Σεπτέμβριο του 1946, τις ημέρες που πλησίαζε η επέτειος, ήταν σε εξέλιξη το έργο αυτό από συνεργείο του Δήμου με τη συνδρομή του Στρατού.5 Στη μνήμη των αθώων εκείνων θυμάτων, των οποίων οι τάφοι ανοίχτηκαν τότε, μετά από πέντε ακριβώς χρόνια, παρεμβάλλεται στο παρόν αφιέρωμα, ως οφειλόμενη τιμή, το χρονικό της εκταφής και ανακομιδής των οστών τους.

Οι δημοσιογραφικές περιγραφές λιτές, φορτισμένες όμως από τους γόους και τις κατάρες των παρευρισκομένων, αποκαλύπτουν την ανείπωτη τραγωδία –ανακαλούν τη σκηνή από τον θρήνο της Αντιγόνης του Σοφοκλή– και προσλαμβάνονται ως μια ηχηρή καταδίκη των εγκλημάτων πολέμου. Αρχικά στη θέση Πευκάκια (πάνω από τον Νέο Κόσμο), σε τρεις τάφους βρέθηκαν τα λείψανα και τα οστά τριάντα επτά (37) εκτελεσθέντων στις 29 Σεπτεμβρίου 1941. Από αυτά τα τριάντα (30) λείψανα ανακαλύφθηκαν σε ομαδικό τάφο δεμένοι με σύρμα αγκαθωτό και σχοινιά, μεταξύ αυτών βρέθηκαν και 6 πτώματα που δεν είχαν αποσυντεθεί (διατάχθηκε το κάψιμό τους), ένα δε από αυτά «λέγεται ότι ανήκει εις τον έμπορον ψιλικών της πόλης μας Καραλιώταν». Από τα τριάντα (30) λείψανα, τα 15 ανήκαν σε Σαρακατσάνους. Στον δεύτερο τάφο ανακαλύφθηκαν έξι-επτά (6-7) λείψανα τελείως αποσυντεθειμένα και στον τρίτο τάφο ένα λείψανο. Τα οστά μεταφέρθηκαν στον ναό της Αγίας Τριάδας. Το συνεργείο θα συνέχιζε την έρευνα στην ίδια περιοχή, διότι αυτόπτης μάρτυρας, που είχε σωθεί τότε ως εκ θαύματος διαφεύγοντας με τρεις σφαίρες στα πόδια, ισχυρίστηκε ότι θα πρέπει να υπήρχαν δύο ακόμη ομαδικοί τάφοι, εφόσον «εκεί υπήρχον δεμένοι έτοιμοι προς εκτέλεσιν και άλλοι 130 περίπου Έλληνες κάτοικοι Δράμας».6 Την επομένη ανακαλύφθηκε και τρίτος ομαδικός τάφος, κατά υπολογισμούς με εκατό (100) πτώματα, που δεν είχαν αποσυντεθεί, στοιβαγμένα «με τας ενδυμασίας των ανεπάφους και τας τρίχας επί της κεφαλής […] Εις το αντίκρισμα του φρικτού θεάματος ηκούοντο οι αναθεματισμοί, ύβρεις, φωναί αντεκδικήσεως εναντίον των Βουλγάρων βαρβάρων κατακτητών, οι οποίοι ασυνειδήτως εξετέλεσαν τα απάνθρωπα και κτηνώδη εγκλήματα». Την αντίδραση αυτή επέτεινε το θέαμα που αντίκριζαν: «Εις διαφόρους στάσεις ευρίσκοντο τα θύματα και τα άκρα των μελών των ευρίσκοντο εις διαφόρους τοποθεσίας». Την ημέρα εκείνη φωτορεπόρτερ δραμινών εφημερίδων, των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, Βρετανοί αξιωματικοί και ο Δραμινός φωτογράφος Σερβάνης φωτογράφιζαν τους τάφους.7

Την επομένη, έπειτα από υπόδειξη κατοίκου της Καλλιφύτου, ανακαλύφθηκαν οι εξής ομαδικοί τάφοι: σε θέση στο ρέμα της οδού από το λατομείο στον Αίμο, 60 μέτρα από στους στρατώνες του Πυροβολικού, ανασύρθηκαν δεκαεπτά (17) πτώματα. Κοντά στην τεχνητή λίμνη (γκιόλα), επί της οδού Καλλιφύτου και κοντά τους στρατώνες Πυροβολικού, ανακαλύφθηκαν δύο ομαδικοί τάφοι. Από τον πρώτο ανασύρθηκαν τριάντα ένα (31) πτώματα που είχαν τελείως αποσυντεθεί, «διότι τους είχον αφαιρεθή ως καινουργή τα ενδύματα». Στον δεύτερο βρέθηκαν 2 πτώματα αποσυντεθειμένα. Τα πτώματα ήταν πάλι δεμένα με αγκαθωτά σύρματα και σχοινιά εντός αβαθών λάκκων ενός μέτρου. Λαός και στρατός επισκέπτονταν τους τάφους και «ηκούετο καταρώμενος και υβρίζων εξ αγανακτήσεως τους κακούργους και βανδάλους Βουλγάρους κατακτητάς».8

Ομαδικός τάφος με σαράντα (40) σκελετούς δεμένους με αγκαθωτό σύρμα και καλώδιο βρέθηκε κοντά στο Ινστιτούτο Καπνού.9 Αναγνωρίστηκε το λείψανο του Βασιλείου Θεοδωρίδου, κατοίκου Δράμας. Σε άλλο δημοσίευμα αναφέρεται ότι «ανεγνωρίσθησαν οι σκελετοί των Λ. Λασκαρίδη κατοίκου Χωριστής, Θ. Δεβελέγκα, Ιω. και Δημ. Σπανοπούλου, Ανέστη, Ζήση και Κ/[ν]ου Παπαζήση, Θ. Νικολαΐδη και Γ. Καλαϊτζή κατοίκων Δράμας».10 Στη θέση Λατομείο Νικηφόρου βρέθηκε ομαδικός τάφος δεκαεννέα (19) σκελετών που εκτελέστηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου και ήταν κάτοικοι Νικηφόρου. Άλλος ένας ομαδικός τάφος με 5 σκελετούς βρέθηκε κοντά στους Στρατώνες και δύο μεμονωμένοι τάφοι κοντά στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Οι σκελετοί αυτοί βρέθηκαν δεμένοι με σύρμα ακιδωτό και καλώδιο και ανήκαν σε κατοίκους της Δράμας.11

 

 

Μια οφειλόμενη αποτίμηση

Το μαρτυρολόγιο του ’41, που παρατίθεται σε αναλυτικούς πίνακες από τους Πασχαλίδη – Χατζηαναστασίου, με τα ονόματα και άλλα στοιχεία των εκτελεσθέντων ηρώων, όπως χαρακτηρίστηκαν στον δημόσιο έντυπο λόγο και όπως τεκμηριώνει τον ηρωισμό τους ο Ε. Χατζηβασιλείου, προσφέρεται για μια αποτίμηση. Διακρίνεται το προσφυγικό στοιχείο πίσω από πολλά ονόματα εκτελεσθέντων. Όσοι ήταν πρόσφυγες του 1922 βρέθηκαν για δεύτερη φορά, μοιραία όμως τώρα, στη δίνη της ιστορίας αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες του Μακεδονικού Ζητήματος, έχοντας ήδη υποστεί εκείνες του Μικρασιατικού. Από την καταγραφή των επαγγελμάτων, εύκολα αναγνωρίζει κανείς (διαβάζοντας, για παράδειγμα, τον πίνακα των θυμάτων της Δράμας) ότι πολλοί ήταν μικροεπαγγελματίες, μικρέμποροι, τεχνίτες, μεταπράτες, χειρώνακτες, εργάτες, άνθρωποι του καθημερινού μόχθου (υποδηματοποιοί, παντοπώλες, καπνεργάτες κτλ.), επαγγέλματα που τα ασκούσαν κυρίως πρόσφυγες και αποτελούσαν μια βασική πτυχή της παραγωγικής-οικονομικής ζωής της πόλης.

Την προσοχή μας ελκύει η περίπτωση των εκτελεσθέντων από τον προσφυγικό συνοικισμό Νέα Στενήμαχος, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αμπελουργοί. Οι κάτοικοι του συνοικισμού ήρθαν πρόσφυγες από τη Στενήμαχο της Βουλγαρίας, όπου τον Οκτώβριο του 1921 οργανωμένα σώματα κομιτατζήδων είχαν εξαπολύσει διώξεις εις βάρος Ελλήνων, όπως και σε άλλες περιφέρειες (Αγχιάλου, Φιλιππουπόλεως), γεγονός που δείχνει τις συνέχειες της ανθελληνικής πολιτικής των Βουλγάρων. Στους Στενημαχίτες πρόσφυγες είχε παραχωρηθεί (από τον τότε υπουργό Προνοίας και συντοπίτη τους Απ. Δοξιάδη) η συγκεκριμένη έκταση, προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί, ιδρύοντας τον αστικογεωργικό συνοικισμό της Στενημάχου, και να συνεχίσουν να ασκούν την αμπελουργία που έφεραν από την πατρίδα τους. Οι απώλειες αυτές ήταν ένας παράγοντας που συνέτεινε στην παρακμή της αμπελοκομίας κατά τη μεταπολεμική εποχή. Τα θύματα από τα γύρω χωριά και κεφαλοχώρια ήταν στη συντριπτική πλειονότητα γεωργοί και καπνοπαραγωγοί. Τα ονόματα μαρτυρούν πως ήταν πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στην αγροτική περιφέρεια, αποκαταστάθηκαν ως αγρότες και καπνοπαραγωγοί, για να συμβάλουν στην τόνωση της αγροτικής παραγωγής και οικονομίας, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του κράτους και της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων. Μέσα από τη θεώρηση αυτή, τα ονόματα των εκτελεσθέντων δεν συνιστούν απλώς ονόματα θυμάτων. Ήταν άνθρωποι που συγκροτούσαν ένα ακμαίο μέρος της τοπικής κοινωνίας, άνθρωποι που με ισχυρή θέληση για επιβίωση και προκοπή έστησαν το νέο σπιτικό τους στις νέες πατρίδες και συνέβαλαν στην ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, εν ολίγοις στην αναδημιουργία της μεσοπολεμικής Δράμας, χαρίζοντάς της μια νέα κίνηση και ζωή.

Αν τώρα σ’ αυτή τη μείζονα ανθρωπιστική καταστροφή του ’41 συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι πολλοί Δραμινοί εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν πρόσφυγες σε γερμανοκρατούμενες περιοχές της Μακεδονίας την περίοδο της Κατοχής, τις εκτελέσεις του ’44 και τις καταστροφές χωριών στις περιοχές του Σιδηρόνερου και του Παρανεστίου και όσων επλήγησαν (των αποκαλούμενων «ανταρτόπληκτων») την περίοδο του Εμφυλίου –ως επί το πλείστον Πόντιοι πρόσφυγες, εγκαταστημένοι υπό αντίξοες συνθήκες στην ορεινή παραμεθόριο Δράμα τη δεκαετία του ’20–, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του σχεδόν ανεπανόρθωτου πλήγματος για τους ανθρώπους και τον τόπο. Έτσι, υπήρξε μια γενιά γηγενών που βίωσε τη βουλγαρική βία το 1912-1913 και την περίοδο 1916-1918. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, γηγενείς δοκιμάστηκαν από τις αναστατώσεις που προκαλούσε η εγκατάσταση προσφύγων (π.χ. το περιβόητο ζήτημα των οικοπέδων του Δοξάτου), ενώ οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι αναγκάστηκαν να πάρουν για δεύτερη φορά τον δρόμο της προσφυγιάς και να επανέλθουν μετά τον Εμφύλιο. Για μία ακόμη φορά μέσα σε σύντομο διάστημα αποδιαρθρώθηκε ο κοινωνικός ιστός, η καθημαγμένη Δράμα και η περιοχή της χρειάζονταν μια νέα επανεκκίνηση στη δύσκολη μετεμφυλιακή εποχή. Οι συλλογικές αυτές εμπειρίες καθόριζαν τις προσλήψεις του ’41.

 

Συλλογικές μνημονικές πρακτικές

Το 1945 πραγματοποιήθηκαν στην πόλη της Δράμας οι πρώτες επιμνημόσυνες τελετές για τους εκτελεσθέντες. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο τίμησε ιδιαιτέρως τη μνήμη των νεκρών, αποστέλλοντας ως εκπρόσωπό του τον καθηγητή Φρίξο Θεοδωρίδη, μια τιμητική πρωτοβουλία του Πολυτεχνείου άγνωστη μέχρι σήμερα.12 Στις 29 Σεπτεμβρίου έγινε η τελετή των αποκαλυπτηρίων του ανεγερθέντος κενοταφίου «των υπό των Βουλγάρων τω 1941 αγρίως σφαγιασθέντων 16.000 Ελλήνων της ηρωικής περιφερείας Δράμας». Σε αυτό ο Φ. Θεοδωρίδης κατέθεσε το στεφάνι του ΕΜΠ, ενώ προηγουμένως είχε καταθέσει στεφάνι στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου της Δράμας. Μετά τα αποκαλυπτήρια, ο Φ. Θεοδωρίδης εκφώνησε λόγο, εκ μέρους των ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων της χώρας, τονίζοντας τη μαρτυρικότητα των νεκρών και του τόπου: «Ιεραί Σκιαί Εθνομαρτύρων, επί τη επετείω του θυσιασμού σας εις το ολοκαύτωμα της σφαγιασθείσης το ΄41 Ελληνικής Πατρίδος […] κλίνω και εγώ το γόνυ ως ευλαβής προσκυνητής εις τον τόπον του μαρτυρίου σας, Εθνομάρτυρες Δράμας, Δοξάτου, Προσωτσάνης και περιχώρων»). Με φορτισμένο λόγο («Έχομεν να υπομνήσωμεν εις τα Ηνωμένα Έθνη τα βδελυρά προμελετημένα κακουργήματα, τα οποία εσχεδίασε και εξετέλεσεν εν τη περιφερεία Δράμας η βουλγαρική ύαινα εις βάρος μυρίων αθώων Ελλήνων…») στρεφόταν κυρίως στα Ηνωμένα Έθνη, εκφράζοντας την αντίθεσή του ενάντια σε απόπειρες λήθης και παραγραφής «τόσων επαράτων εγκλημάτων», στην μη εισέτι καταβολή των επανορθώσεων, προβάλλοντας παράλληλα το αίτημα για δίκαιη χάραξη των συνόρων. Μάλιστα για τον σκοπό αυτό είχε συνταχθεί, μετά το μνημόσυνο, τηλεγράφημα που στάλθηκε στους υπουργούς Εξωτερικών Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης, Γαλλίας, ΗΠΑ και Κίνας με αίτημα να μην παραβλεφθούν τα εδαφικά δίκαια της Ελλάδας και οι επανορθώσεις.13 Το θέμα ήταν επίκαιρο, καθώς η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν τότε στη διαδικασία υποβολής (Αύγουστος και Δεκέμβριος 1945) προς τη Διασυμμαχική Επιτροπή Ελέγχου των απαιτήσεών της για τις βουλγαρικές επανορθώσεις.14

Δύο εμβόλιμα, πάνδημα μνημόσυνα τελέστηκαν το 1946. Το πρώτο διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Γυμναστικού Συλλόγου «Ελπίς» (υπό την προεδρία του Δημ. Μελισσηνού) στη μνήμη «των εξαφανισθέντων και σφαγιασθέντων Αθλητών και Προσκόπων» του νομού.15 Ας σημειωθεί ότι οι απώλειες τόσων αθλητών ήταν καμπή στην αθλητική ιστορία του τόπου, καθώς αποτέλεσε πλήγμα για το δραμινό ποδόσφαιρο, που συγκροτούσε ο ανθός της νεολαίας και έπαιζε σημαντικό κοινωνικό ρόλο στις τοπικές κοινωνίες. Η «Ελπίς», θέλοντας να τιμήσει με τον πιο επίσημο τρόπο τη μνήμη των πεσόντων αθλητών, ζήτησε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης να συμμετάσχει στο μνημόσυνο. Στάλθηκε αντιπροσωπεία καθηγητών, ποδοσφαιριστές και αθλητές του πανεπιστημίου, ενώ ήρθαν και εκπρόσωποι γυμναστικών συλλόγων της Θεσσαλονίκης, πρόσκοποι, φοιτητές και φίλαθλοι. Οι εκδηλώσεις (28-29 Απριλίου) περιλάμβαναν επιμνημόσυνες τελετές, κατάθεση στεφάνων, ομιλίες και αθλητικούς αγώνες. Λίγες μέρες αργότερα η «Πανηπειρωτική Ένωσις» του νομού Δράμας διοργάνωσε (12 Μαΐου 1946) μνημόσυνο στη μνήμη των «αγρίως σφαγιασθέντων [sic] αδελφών»16 Σταματίας και Μαίρης Ζαχαροπούλου. Από το σημείο όπου εκτελέστηκαν («400 μέτρα άνωθεν του Ορφανοτροφείου»), τα οστά των δύο αδελφών μαζί και της Ελένης Μπρέζα μεταφέρθηκαν εν πομπή στη Μητρόπολη, όπου τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση προτού ενταφιαστούν.17

Το μνημονικό κλίμα της τελετής του Σεπτεμβρίου 1946 ήταν εξαιρετικά βαρύ. Χαίνουσες ακόμη οι πληγές των τραυματικών παθημάτων για τους συγγενείς και την πόλη σύμπασα· το πένθος δεν είχε ακόμη εκτονωθεί. Μνησιπήμων πόνος. Τον αναζωπύρωναν οι μακάβριες εκταφές οστών και πτωμάτων. Στις 28 Σεπτεμβρίου έγινε μετακομιδή των οστών. Από τον ναό της Αγίας Τριάδας τελέστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Μέσα στην εκκλησία εκτυλίχθηκαν σκηνές αρχαίας τραγωδίας: «Εντός της εκκλησίας εξετυλίσσοντο συγκινητικαί σκηναί διότι οι συγγενείς των σφαγιασθέντων δεν ήτο δυνατόν να συγκρατηθούν και ηκούοντο κοπετοί και θρήνοι των γηρών μητέρων και αδελφών των θυμάτων».18 Έπειτα τα οστά μεταφέρθηκαν εν πομπή, «διά των οδών Κόδρου, Μεγάλου Αλεξάνδρου, της Κεντρικής Πλατείας και της οδού Τσώρτσιλ», στο μνημείο των «Σφαγιασθέντων παρά των Βουλγάρων», όπου έγινε ο ενταφιασμός σε ειδική κρύπτη του μνημείου. Την επομένη, στη Μητρόπολη, το ομαδικό μνημόσυνο ήταν πάνδημο, ιεροτελεστικό και κατανυκτικό. Συμμετείχαν σύσσωμες οι αρχές, οι τοπικοί φορείς, συλλογικότητες και πλήθος πολιτών. Ολοκληρώθηκε με ομιλίες του Μητροπολίτη και του διευθυντή του Γυμνασίου Θηλέων. Ακολούθησαν επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο, ανάγνωση προσκλητηρίου των εκτελεσθέντων, ομιλία του Δημάρχου, κατάθεση στεφάνων, παρέλαση, δεξίωση. Στο Δοξάτο και στα χωριά (Αδριανή, Κύργια κ.ά.) τελέστηκαν παρόμοια μνημόσυνα.

Το μνημόσυνο έλαβε την καθιερωμένη δημόσια μορφή του, με τις επίσημες και πάνδημες εκδηλώσεις του, που επαναλαμβάνονταν σταθερά, εθιμοτυπικά, τις επόμενες δεκαετίες.19 Καθιερώθηκε ως ημέρα πένθους στο τοπικό εορτολόγιο.20 Και ασφαλώς το μνημόσυνο δεν ήταν μια απλή θρησκευτική ακολουθία, αλλά εξαρχής έλαβε πολιτική διάσταση. Τελούνταν συντεταγμένα με πρωτοβουλία και συμμετοχή των τοπικών αρχών, ενώ και ο δημόσιος μνημονικός λόγος περιείχε πολιτικά μηνύματα σε συνδυασμό με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία. Το 1952 η τελετή μνήμης ήταν ξεχωριστή. Στον Δημοτικό Κήπο στήθηκε το άγαλμα της Ελευθερίας («πλησίον του μνημείου των σφαγιασθέντων»), δωρεά του Στρατού προς τη Δράμα και προς τιμήν των εκτελεσθέντων κατά τις ομαδικές σφαγές του 1941, «αι οποίαι θα μένουν εις τη ιστορίαν με το όνομα “σφαγαί της Δράμας”». Στις 29 Σεπτεμβρίου 1952, τελέστηκε πάνδημη, μεγαλοπρεπής τελετή κατά τα αποκαλυπτήρια του ηρώου της Ελευθερίας, παρουσία του υπουργού Εθνικής Αμύνης Γ. Μαύρου.21

Η μνήμη οργανώθηκε εστιάζοντας στο εμβληματικό αυτό γεγονός, στις ομαδικές εκτελέσεις του Σεπτεμβρίου, παρότι υπήρξαν απώλειες ανθρώπων και μέχρι το τέλος της Κατοχής. Το μαρτυρικό-ηρωικό στοιχείο των βιαιότατων εκτελέσεων χιλιάδων αθώων ανθρώπων, οι διάσπαρτοι τόποι μνήμης-σύμβολα μαρτυρίου («το αίμα […] που έβαψε το λιθόστρωτο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου, την άσφαλτο της Πλατείας Ελευθερίας και τις ανηφοριές του Κορυλόβου, την Γκιόλα της Χωριστής, το Λάκκο του Δοξάτου, το Μεσοχώρι των Κυργίων, τα χωράφια του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Αδριανής, τους δρόμους της Προσωτσάνης και τα κορμιά […] που κάηκαν στην αχυρώνα των Κουδουνιών»),22 συνθέτουν μια ιδιαιτερότητα, ώστε έγιναν το εμβληματικό σημείο αναφοράς της κατοχικής μνήμης. Οι εκτελέσεις των ημερών εκείνων αποτέλεσαν συλλογικό τραύμα. Περνώντας από γενιά σε γενιά, η 29η Σεπτεμβρίου συνθέτει την τοπική συλλογική μνήμη της πρόσφατης ιστορίας μας.

 

“…τα οστά των δύο αδελφών Ζαχαροπούλου και της Ελένης Μπρέζα είχον τοποθετηθή εντός εστολισμένων δια σημαιών και ποικίλων ανθέων κιβωτίων. Νεάνιδες και θύματα Βουλγαρικής θηριωδίας εκράτουν τα σκηνώματα των θυμάτων, τα οποία μετέφερον εν πομπή εις την Ιεράν Μητρόπολιν…”. Θάρρος, 14.05.1946. (Φωτογραφία, Αρχείο Δ. Πασχαλίδη)

 

Ο δημόσιος μνημονικός λόγος

Στο πρωτοσέλιδο επετειακό άρθρο της 29ης Σεπτεμβρίου 1946, με τίτλο “Η τραγωδία των σφαγών”, διαμορφώθηκε ο ελεγειακός καμβάς πάνω στον οποίο θα υφανθεί εφεξής ο μνημονικός λόγος του Θάρρους. Ένα είδος επιτάφιου λόγου, μια θρηνωδία και έπαινος παράλληλα του ηρωισμού των αδικοχαμένων νεκρών. Οι όροι «σφαγαί», «ομαδικαί σφαγαί» και «αγρίως σφαγιασθέντες Εθνομάρτυρες» κυριαρχούν και εγγράφονται στη συλλογική συνείδηση. Ο λόγος της μνήμης ιεροποιεί την 29η Σεπτεμβρίου· χαρακτηρίζει τα θύματα ως «μάρτυρες» και «εθνομάρτυρες», που «ως πρόβατα ήχθησαν επί σφαγήν» και τα ανάγει σε σύμβολα «Αι ιεραί σκιαί των σφαγιασθέντων μαρτύρων και ηρώων θα μας καθοδηγούν πάντοτε προς τον δρόμον του καθήκοντος»· απλώνεται σε όλους τους τόπους, στο «ηρωικό Δοξάτο»,23 την «πολυπαθή Προσωτσάνη»· ανακαλεί όλες τις προγενέστερες διώξεις που υπέστη ο λαός της Δράμας αλλά και οι Έλληνες σε πόλεις της Βουλγαρίας· εκφράζει αποτροπιασμό για τους κατακτητές «οι Βούλγαροι, οι δαίμονες ούτοι του ολέθρου», «η αιμοδιψής κτηνωδία των Βουλγάρων κατά του ημετέρου γένους», «απαίσιοι και αιμοδιψείς κατακτηταί», οι «δήμιοι» που «δεν εδίστασαν εν πλήρει εικοστώ αιώνι να επαναλάβουν την ιστορίαν του Κρούμμου των»· διεκδικεί δικαιοσύνη και «την τιμωρία των δολοφόνων»· διατυπώνει ιδεολογικά σχήματα και στερεότυπες απεικονίσεις «Τα μνημεία των σφαγιασθέντων θα υψώνονται… δια να διαχωρίζουν της Ελευθερίαν από την δουλείαν, τον πολιτισμόν από την βαρβαρότητα…»· επικεντρώνεται στα αντίποινα και όχι στην εξέγερση, σημειώνοντας πολύ γενικά ότι οι Βούλγαροι «υπό το πρόσχημα μιας εντέχνου σκευωρίας» επιδόθηκαν στις εκτελέσεις, «εσχεδίασαν τας σφαγάς δια να αλλοιώσουν την σύνθεσιν του πληθυσμού», ενώ σε δύο επετειακά αφιερώματα παρατίθενται αποσπάσματα από το βιβλίο του Σνωκ.

Ο έντυπος λόγος μνήμης στο Θάρρος αποσιωπά οποιαδήποτε αναφορά σε συνεργάτες των Βουλγάρων (δωσίλογους), παρότι στα φύλλα του δημοσιεύονταν αλλεπάλληλα σύντομα ρεπορτάζ για δίκες δωσίλογων, καθώς από το 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δράμας εκδίκαζε τις σχετικές υποθέσεις. Αυτή η σιωπή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το θέμα των δωσίλογων ήταν διχαστικό για την τοπική κοινωνία και η συλλογική μνήμη που επιχειρείται να διαμορφωθεί τους θέλει όλους θύματα του κατακτητή, λειτουργώντας ενοποιητικά και προς κατασίγαση των παθών. Ωστόσο, είναι ζητούμενο ποια ήταν η πρόσληψη αυτής της αποσιώπησης από ανθρώπους που είχαν βιώσει ως θύματα το φαινόμενο του δωσολογισμού.

Η χρονική εγγύτητα (ιδίως τις δεκαετίες ’40, ’50) και η συναισθηματική βαρύτητα συνθέτουν μια εξόχως τεταμένη και όχι νηφάλια μνήμη που υπερβαίνει τα ιστορικά γεγονότα του ’41. Επιδιώκεται να διατηρηθεί άσβεστη τόσο η μνήμη των εκτελέσεων όσο και η αποστροφή κατά των Βουλγάρων. Λείπουν αναφορές σε ακριβή στοιχεία, κυρίως όσον αφορά τον αριθμό των νεκρών. Στον λόγο μνήμης του 1948 διαβάζουμε για το «μνημείο των 15.000 σφαγιασθέντων αθώων θυμάτων του 1941», αριθμός που σταθερά επαναλαμβάνεται και σε επόμενους λόγους μνήμης της εφημερίδας, όπως και ο αριθμός 350 για τα θύματα του Δοξάτου. Το 1962, το μνημόσυνο παρουσιάζεται ως απάντηση στους ισχυρισμούς των «Σλαύων προπαγανδιστών περί “μακεδονικού ζητήματος” και “Σλαυικής μειονότητος” εις την Ελληνικήν Μακεδονίαν»,24 και το 1965, στη μνήμη της σχετικής επετείου, παρά την αναφορά στη βελτίωση των διμερών σχέσεων, ο λόγος είναι φορτισμένος («αποφράδες ημέρες», «θλιβερή επέτειος», «θυσία και ολοκαύτωμα», «ημέρες ομαδικών σφαγών από τους φασίστες Βουλγάρους»). Την περίοδο της επταετίας, με την εθνικιστική έξαρση και την αντικομμουνιστική ψύχωση σε κορύφωση, ο συντάκτης της εφημερίδας Π. Πινάτσης25 επαναλαμβάνει την άποψη ότι οι Βούλγαροι ετοίμασαν και σκηνοθέτησαν το «ψευτοκίνημα». Γενικά η μνημονική του δημόσιου λόγου αναπτύχθηκε με άξονα το έθνος, τις συνέχειες της βουλγαρικής πολιτικής αφελληνισμού και το μαρτυρικό-ηρωικό στοιχείο των θυμάτων.

Το αφιέρωμα του 1960 είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο. Δημοσιεύει μια σημαντική μαρτυρία που λάνθανε μέχρι τώρα. Με τον τίτλο «Αι σφαγαί», ο υπογράφων ως συνεργάτης του Θάρρους Στέφανος Π. Εμμανουήλ καταγράφει το χρονικό των ημερών.26 Ποια ήταν η πρόθεσή του, είκοσι περίπου χρόνια μετά; Εκτιμώντας ότι, μολονότι γράφτηκαν πολλά, τα αιματηρά γεγονότα της 29ης Σεπτεμβρίου 1941 δεν είχαν βρει ακόμη «τον Ιστορικό τους συγγραφέα, δηλ. τον αντικειμενικό τους κριτή», οριοθετεί εξαρχής την πρόθεσή του:

Μία όθεν συνοπτική όσον και αμερόληπτη ανάλυση και εξιστόρηση συγχρόνως των δραματικών γεγονότων εκείνης της εποχής, χάριν της ιστορικής αληθείας, είνε κατά την γνώμη μας επιβεβλημένη, εφ’ όσον άλλως τε είχαμε την τύχην ή το ατύχημα […] να ευρισκώμεθα τότε εδώ και να ζήσωμε από πολύ κοντά τα ίδια αυτά γεγονότα σε όλες τις φάσεις τους!

Ο συντάκτης δίνει το ιστορικό πλαίσιο της εποχής αφηγούμενος τις εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό της Αν. Μακεδονίας (από τον Απρίλιο του 1941) όσο και στο σοβιετικό μέτωπο του πολέμου, εξηγώντας ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην προετοιμασία της εξέγερσης. Αφενός ήταν οι καταπιέσεις εις βάρος του πληθυσμού, οι οποίες οδήγησαν στο να συγκροτηθούν ανταρτικές ομάδες, των οποίων η σύνθεση αρχικώς ήταν «κατά 100% σχεδόν από Εθνικόφρονα στοιχεία». Αφετέρου ήταν οι εκκλήσεις από «Ρωσικού Ραδιοφώνου για εξέγερση», οι οποίες βρήκαν ευήκοα τα ώτα στελεχών του ΚΚΕ. Μάλιστα, όπως ανέφερε, «το Μακεδονικόν Γραφείον του Κ.Κ.Ε. το οποίο είχε αναλάβει την οργάνωση του ενόπλου αγώνος […] είχε καταληφθή από τόσην επαναστατικήν υστερίαν, ώστε κανένα λογικόν επιχείρημα δεν κατέστη δυνατόν “να τους φέρη σε θεογνωσίαν”». Και παρότι, όπως επισημαίνει, στις «αλλεπάλληλες συναντήσεις με το κλιμάκιο του Μ.Γ. [Μακεδονικού Γραφείου] έγινε εξονυχιστική ανάλυση των λόγων, οι οποίοι υπαγόρευαν την κατ’ ουδένα λόγον έναρξη της ενόπλου εξεγέρσεως», ωστόσο «οι εξημμένοι εγκέφαλοι ηγνόησαν την πραγματικότητα και έρριψαν τον πληθυσμό σε φοβερή δοκιμασία!…». Η εξέγερση αποφασίστηκε από το ΜΓ, ωστόσο, όπως εξηγεί, όχι μόνο δεν κρατήθηκε μυστική, αλλά ενθουσίασε τον πληθυσμό ακριβώς επειδή υφίστατο στυγνή καταπίεση από τους κατακτητές, γεγονός που ευνοούσε το υπό εκτέλεση σχέδιο. Στο ερώτημα, τι έκαναν αυτό το διάστημα οι Βούλγαροι, απαντά ότι παρακολουθούσαν τις κινήσεις προσποιούμενοι άγνοια: «Γιατί έτσι θα εξυπηρετούντο καλύτερα τα απάνθρωπα σχέδιά τους!… Ό, τι ζητούσαν στον Ουρανό, το βρήκαν κάτω στη γη», προσθέτει σχολιάζοντας δηκτικά, αποκαλύπτοντας συγχρόνως τα εξής:

Πού να εφαντάζοντο ότι το 1941 θα βρισκότανε άνθρωποι τόσο κοντόμυαλοι, που θα πίστευαν ότι μία τοπική εξέγερση μπορούσε να πετύχη και να έχη πρακτικά αποτελέσματα […] Και έτσι κατέστρωσαν και αυτοί το εξοντωτικό τους σχέδιο. Ο υπό στοιχ. «G» απόρρητος φάκελος σταλμένος από τη Σόφια περιείχε λεπτομερές σχέδιον ολοκληρωτικού αφανισμού του ελληνικού στοιχείου, όπως εξακριβώθηκε αργότερα. Και ανέμεναν την εκδήλωση σαν τα τσακάλια που παραμονεύουν το θύμα τους!… Μόνο που άργησε λιγάκι – ευτυχώς για την τύχη μας! Γιατί τόσον ο θηριώδης διοικητής της Χωροφυλακής Πέετσεφ, όσο και ο αιμοσταγής αρχικομιτατζής Γκετσέφ, εντεταλμένος για την οργάνωση σφαγών βρισκόταν από μέρες στη Σόφια, γιατί είχε αρχίσει ένα εξοντωτικό αλληλοφάγωμα μεταξύ τους.

Ωστόσο, ο συντάκτης υπογραμμίζει κάτι που μάλλον εκπλήσσει, ότι «ενώ το αρχικόν σχέδιον προέβλεπε καθαράν γενοκτονίαν εις βάρος του ελληνικού στοιχείου, η φορά των γεγονότων το ετροποποίησεν κάπως». Το ότι απουσίαζαν τις δύο κρίσιμες πρώτες ημέρες επιτελικά στελέχη των Βουλγάρων, συνέβαλε στη σωτηρία πολλών Ελλήνων,27 παρότι, όπως τονίζει, οι Βούλγαροι συνέχισαν τις εκτελέσεις στην πόλη και τα χωριά μέχρι τις 4 Οκτωβρίου. Ο συντάκτης υπολογίζει σε 3.750-4.000 τον αριθμό των εκτελεσθέντων, απώλειες που δείχνουν ότι:

εξ αιτίας της εγκληματικής μωρίας πέντε δέκα ανθρώπων, που θέλησαν να παίξουν ρόλον “ελευθερωτού”!… “Λευτέρης” ήτο και το ψευδώνυμο του εκπροσώπου του Μ.Γ. Χιλιάδες άνθρωποι πλήρωσαν με την ζωή τους και την περιουσίαν τους την επαναστατική διαστροφή μιας χούφτας ανθρώπων!… Για 2-3 “Κμετ” [δημάρχους] κι άλλους τόσους Βουλγάρους χωροφύλακες που σκοτώσανε οι Εξτρεμισταί, χύθηκε τόσο ελληνικό αίμα!…

Και καταλήγει:

Αυτό ήτο το οδυνηρόν τέλος της περίφημης εξεγέρσεως που προετοιμάσθηκε με τόσο θόρυβο! Και που εστερείτο αντικειμενικού σκοπού, μια και ο αρχικός που την υπεκίνησε δεν υφίστατο εκ των πραγμάτων! Αυτή είναι ατυχώς η αλήθεια!

Στην αδρομερή μαρτυρία-καταγραφή του Στεφάνου Εμμανουήλ, για πρώτη φορά επιρρίπτονται ευθύνες αποκλειστικά στην ενθουσιώδη, πλην επιπόλαιη, επαναστατικότητα λίγων στελεχών του ΜΓ, άποψη που επιβεβαιώνεται από τη μεταγενέστερη ιστορική έρευνα. Είναι η πρώτη δημόσια τοποθέτηση που δεν αποδίδει σε βουλγαρική υποκίνηση την εξέγερση, με ή χωρίς τη συνεργασία κομμουνιστών, χωρίς βέβαια να κατατίθενται ακριβέστερα στοιχεία. Ωστόσο, η μαρτυρία του δεν φαίνεται να είχε κάποιο αντίκτυπο στην ήδη παγιωμένη δημόσια εικόνα για τα γεγονότα, η οποία αναπαράγεται στα σχετικά δημοσιεύματα του Θάρρους. Ακόμη και το κύριο άρθρο μνήμης της εφημερίδας που δημοσιεύεται στο ίδιο φύλλο, δεν σχολιάζει ούτε καν αναφέρεται στη διαφορετική άποψη του Εμμανουήλ. Οι προσλήψεις δύο δεκαετιών παρέμεναν ακλόνητες.

Μετά το 1974 και μέχρι τη λήξη της κυκλοφορίας της (01.10.1981), η εφημερίδα περιορίστηκε στην εντελώς τυπική δημοσίευση ανακοινώσεων για το πρόγραμμα της καθιερωμένης επιμνημόσυνης τελετής και του σχετικού ρεπορτάζ, χωρίς κύριο άρθρο ή άλλα επετειακά αφιερώματα. Η επέτειος δεν αποτελούσε κύρια είδηση, αν κρίνουμε και από την τοποθέτηση στη σελιδοποίηση. Σταδιακά ο έντυπος λόγος μνήμης παρουσιάζεται να έχει ατροφήσει εντυπωσιακά, αλλά και η κοινωνική μνήμη φαίνεται να έχει τυποποιηθεί – αντί της καθιερωμένης ομιλίας προτιμήθηκε η ενός λεπτού σιγή. Άνθρωποι από τη γενιά που βίωσε την εμπειρία των εκτελέσεων δεν ζούσαν πια. Τα γεγονότα και η επίδρασή τους είχαν ωχριάσει. Η μνήμη είχε υποστεί την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου. Στο μεταξύ, ο οριστικός τερματισμός της προαιώνιας έχθρας επισφραγίστηκε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, κατά τις διμερείς επαφές στη Σόφια (Ιούλιος 1975), στο πλαίσιο μιας προωθημένης διαβαλκανικής συνεργασίας. Ήταν ένας ιστορικός σταθμός με σπουδαίους συμβολισμούς. Σηματοδοτούσε τη νέα εποχή στις σχέσεις των δύο λαών και την ανάγκη να υπάρξει ένα διαφορετικό παρόν και μέλλον, όπου οι σχετικές αναφορές θα ήταν απαλλαγμένες από τις στερεότυπες αναπαραστάσεις των γειτόνων που είχαν δημιουργηθεί και αποτυπωθεί στην κοινωνική-συλλογική μνήμη.

Όσον αφορά γενικότερα τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης, αξίζει να επισημανθεί ότι, χωρίς τα βιώματα του 1941-1944 ή τη συναισθηματική εμπλοκή σε αυτά, η τρίτη γενιά έχει μια πολύ γενική γνώση των γεγονότων ή τα γνωρίζει κατά περίπτωση και απέχει σταθερά από τις επίσημες τελετές, όπως αποδείχτηκε από σχετική έρευνα σε κατοίκους τριών γενεών στο Δοξάτο και τη Χωριστή.28 Για την τέταρτη γενιά, η Κατοχή, η εξέγερση και οι εκτελέσεις του ’41 είναι παντελώς άγνωστα, όχι μόνο ως συλλογική μνήμη αλλά και ως ιστορικά γεγονότα, όπως μου επιτρέπει να διαπιστώσω η διδακτική εμπειρία μου στο Λύκειο.

Διαβάζοντας αυτές τις μέρες την επιστολή του Μουσικοχορευτικού Συλλόγου Προσοτσάνης «Ο Μέγας Αλέξανδρος» προς τον Δήμο Προσοτσάνης με θέμα: «Μνημείο Ηρώων 29ης Σεπτεμβρίου 1941», Ηώς 117 (Μάιος-Ιούνιος 2020), 8-9, διαπιστώνουμε ότι η προγενέστερη ανέγερση μνημείων στην Προσοτσάνη και άλλες μνημονικές πρακτικές καθώς και το τωρινό ενδιαφέρον του Συλλόγου για την αποκατάσταση του παλαιού Μνημείου Ηρώων φανερώνουν την προσπάθεια της τοπικής κοινωνίας και των επιγενομένων να αντιταχθούν στην αφασική λήθη, να εκτελέσουν το χρέος της μνήμης τιμώντας τους νεκρούς τους, να κρατήσουν τη μνήμη ζωντανή. Σε περιπτώσεις τραυματικών και ηρωικών γεγονότων της εθνικής ιστορίας μας, από τις πρακτικές μνήμης περισσότερο χώρο χρειάζεται να διεκδικεί η γνώση του παρελθόντος μέσω της ιστορίας. Όχι μόνο για να μας εξασκεί, μέσα από τη συνολικότερη θεώρηση-ιστορικοποίηση των γεγονότων, σε κριτικές προσλήψεις και γόνιμους αναστοχασμούς, αλλά και για να μας καθιστά περισσότερο προστατευμένους απέναντι στην πολιτική εργαλειοποίηση του παρελθόντος και πιο υπεύθυνους για το μέλλον μας.

 

Υποσημειώσεις

1 Ε. Χατζηβασιλείου, Βιώματα του Μακεδονικού Ζητήματος. Δοξάτο Δράμας 1912-1946, Αθήνα 2014, σ. 275 κ.ε.

2 Πρόκειται για έκδοση του Δήμου Δράμας. Στον πρόλογο ο δήμαρχος Σταύρος Κισάγιζλης σημειώνει πως το βιβλίο γράφτηκε, για να αποδώσει φόρο τιμής στη μαρτυρική πόλη και να γνωστοποιήσει στο πανελλήνιο την ομαδική σφαγή των «15.000 αθώων ανθρώπων». Ο Στ. Κισάγιζλης ήταν γεωπόνος. Τοποθετήθηκε προϊστάμενος του Γεωργικού Γραφείου Δράμας της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων τη δεκαετία του ΄20. Εκλέχτηκε το 1934 δήμαρχος Δράμας.

3 Ο Αθ. Χρυσοχόου το 1942 οργάνωσε τις «Επιτροπές Λαϊκής Διαφωτίσεως» ορίζοντας συνεργάτες, μεταξύ άλλων, τον καθηγητή Στίλπωνα Κυριακίδη και τον Κωνσταντίνο Σνωκ. Το 1943 εξέδωσε εγκύκλιο περί δράσεως εθνικού φρονηματισμού και αντικομμουνισμού προς τους Νομάρχες και Επάρχους. Βλ. Βάιος Καλογριάς, «Αντίσταση και συνεργασία. Η περίπτωση του συνταγματάρχη Αθανασίου Χρυσοχόου 1941-1944», στο Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), «Εχθρός» εντός των τειχών. Όψεις του Δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, Αθήνα 2006, σ. 215 και Βασίλης Κ. Γούναρης, Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες όψεις του αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του Εμφυλίου Πολέμου (1945-1949), Θεσσαλονίκη 2002, σ. 154. Ο Χ. Φραγκίστας, μέλος της επιτροπής καθηγητών, συμμετείχε σε αντιπροσωπεία καθηγητών, η οποία, στις αρχές του 1948, περιόδευσε στη βόρειο Ελλάδα «προς τόνωσιν του φρονήματος» του λαού. Επισκεπτόμενος την Προσοτσάνη και τη Δράμα μίλησε από τον εξώστη των δημαρχείων. Αναφέρεται ότι στις ομιλίες του «εξήρε την σημασίαν του διεξαγομένου σήμερα αγώνος κατά της ανταρσίας…», τονίζονας ότι «ο Σλαβισμός χρησιμοποιεί δια την επιτυχίαν του σκοπού του τους συμμορίτας, οι οποίοι σφάζουν, καίουν και ερημώνουν την Ελλάδα». Θάρρος, 20. & 21.01.1948. Ο Στ. Κυριακίδης ήταν ομιλητής, το 1945 στη Θεσσαλονίκη, σε συνέδριο για τις εθνικές διεκδικήσεις, το οποίο εντασσόταν στο πλαίσιο του βορειοελλαδίτικου κινήματος για τις εδαφικές επανορθώσεις. Βλ. και Γούναρης, ό.π., σ. 83 και 94.

4 Το 1957, στο Δοξάτο, τον λόγο εκφώνησε ο γιατρός Σωτήρης Χατζηβασιλείου, πατέρας του Ευάνθη Χατζηβασιλείου. Θάρρος, 01.10.1957.

5 Με δεδομένο ότι στις 01.10.1946, η πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Εθνικής Ενώσεως Θυμάτων Πολέμου Αμάχου Πληθυσμού, Μαρία Μπέλωφ υπέγραφε ευχαριστήρια επιστολή για τις προσπάθειες των στρατιωτικών, πολιτικών και δημοτικών αρχών να συγκεντρωθούν από τους τάφους τα οστά των εκτελεσθέντων, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το έργο αυτό είχε περατωθεί. Βλ. Θάρρος, 03.10.1946.

6 Θάρρος, 25.09.1946.

7 Θάρρος, 26.09.1946.

8 Θάρρος, 27.09.1946.

9 Θάρρος, 01.10.1929.

10 Θάρρος, 28.09.1946. Για την ακρίβεια, πρόκειται για τους αδελφούς Αντώνιο, Ζήση και Λευτέρη Παπαζήση που διατηρούσαν ζαχαροπλαστείο. Μετά την Κατοχή, το ζαχαροπλαστείο πήρε την επωνυμία «Τρία αδέλφια», σε ανάμνηση του τραγικού γεγονότος. Μάλιστα, η επωνυμία αυτή αναφέρεται στο ποίημα «Μαθητικά χρόνια» του Π. Τσελίκη: Κάπου κάπου κανένα γλυκό//στα «Τρία αδέλφια» ή στον Λευκαδίτη. Βλ. Νίκος Α. Κωνσταντινίδης, Ο ποιητής Περικλής Τσελίκης και η Δράμα, βήματα στους δρόμους της πόλης, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 10.

11 Θάρρος, 01.10.1946.

12 ΕΜΠ/Αρχείο μελών ΔΕΠ ΕΜΠ/Προσωπικός Φάκελος 452, Φρίξος Θεοδωρίδης, Φρίξος Ι. Θεοδωρίδης προς την Πρυτανεία του Εθνικού Μ. Πολυτεχνείου, 09.10.1946, αρ. πρ. 5452. Ευχαριστώ θερμά τον επιστημονικό συνεργάτη του Αρχείου Ιστορίας των Επιστημών και της Φιλοσοφίας του ΕΑΠ, Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο που έθεσε σε γνώση μου τα σπάνια αρχειακά τεκμήρια.
Ο Φρίξος Θεοδωρίδης (1892-1982) καταγόταν από τις Σέρρες. Σπούδασε μηχανικός στη Ζυρίχη. Ο Κ. Καραθεοδωρή του ανέθεσε να οργανώσει το εργαστήριο Φυσικής του Ελληνικού Πανεπιστημίου Σμύρνης, όπου διορίστηκε καθηγητής το 1921. Υπήρξε καθηγητής στο ΕΜΠ (1923-1946), στο Harvard (1946-1951) και στο Maryland (1953-1958). Βλ. στον ιστότοπο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών, Λίλα Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, «Η διεθνής καριέρα του καθηγητή Φρίξου Ιω. Θεοδωρίδη».

13 Το τηλεγράφημα υπέγραφαν: ο δήμαρχος Δράμας Σ. Κισάγιζλης, ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Γ. Μπαλής, εκπρόσωποι των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης οι Σ. Δόντας και Χρ. Φραγκίστας (συμμετείχε στην επιτροπή των καθηγητών που συνέταξε την έκθεση του 1945), ο Θεοδωρίδης ως εκπρόσωπος του ΕΜΠ, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ε. Καλαντζής και ο Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Β. Βουλτσιάδης.

14 Χατζηβασιλείου, ό.π. σ. 353.

15 Από την ομάδα «Ελπίς» θύματα ήταν οι: Θ. Σταμπούλης, Θ. Πιτσιώρης, Δ. Χαραβίδης, Κ. Χατζόπουλος, Β. Σκόρδας. Από τη «Δόξα»: Αθ. Κουγιουμτζής, Απ. Αποστολίδης, Θ. Ταφλανίδης. Από τον «Άρη»: Γ. Βρασίδας, Μ. Σιδέρης. Από τον «Μέγα Αλέξανδρο Δοξάτου»: Αν. Τσιτσιμπάσης, Λ. Κουτσούλας, Θ. Παπαϊωάννου, Λ. Λουκάς, Στ. Κουνδουράς, Αν. Χατζηβασιλείου. Από τον «Ηρακλή Προσοτσάνης»: Γ. Λιαλιάρης, Γ. Βυζήλης, Αθ. Βυζίδης, Β. Ζαμπάς, Αρ. Βουλβουδής. Πρόσκοποι: Ε. Παπαδόπουλος, Γ. Νικηφορίδης, Ν. Πανουσιάδης. Από τον Ορειβατικό Σύλλογο: Γ. Χατζηαντωνίου, Ι. Κρητικός, Γ. Νικηφορίδης. Θάρρος, 27. και 28.04.1946.

16 Θάρρος, 11.05.1946. Αξιοπρόσεχτη η στερεοτυπική διατύπωση.
Ο πατέρας των αδελφών Ιωάννης Ζαχαρόπουλος, από τη Λάιστα της Ηπείρου, ήταν από τους παλαιότερους Ηπειρώτες της πόλης. Διατηρούσε κρεοπωλείο στην Ίωνος Δραγούμη. Έλαβε ενεργό μέρος στον Μακεδονικό αγώνα ως μέλος ένοπλων σωμάτων, δράση για την οποία τιμήθηκε. Δεν αποκλείεται η εκτέλεση των αδελφών Ζαχαροπούλου να αποτελεί εκδίκηση για τον Μακεδονομάχο πατέρα τους.

17 Ο δικηγόρος Ι. Εξάρχου, εκ μέρους της «Πανηπειρωτικής», εκφώνησε λόγο προς τιμήν των θυμάτων, με τον οποίο «εξήρε την αυτοθυσίαν υπέρ του έθνους των θυμάτων, υπογραμμίσας ιδιαιτέρως την ηπειρωτικήν προέλευσίν των». Θάρρος, 14.05.1947.
Ίσως θα άξιζε εδώ να σημειωθεί ότι ο πατέρας των αδελφών Ζαχαροπούλου, ο Ιωάννης Ζαχαρόπουλος, από τη Λάιστα της Ηπείρου, ήταν από τους παλαιότερους Ηπειρώτες της πόλης. Διατηρούσε κρεοπωλείο στην Ίωνος Δραγούμη. Έλαβε ενεργό μέρος στον Μακεδονικό αγώνα ως μέλος ένοπλων σωμάτων, δράση για την οποία τιμήθηκε. Παρόμοια τιμήθηκε και ο Μακεδονομάχος Δ. Μπρέζας, συγγενής (;) της Ελ. Μπρέζα. Δεν αποκλείεται η εκτέλεση των τριών νεαρών γυναικών να αποτελούσε πράξη εκδίκησης από τις βουλγαρικές δυνάμεις.

18 Θάρρος, 29.09.1946.

19 Η επιμνημόσυνη ομιλία άρχισε να λείπει από το τελετουργικό που οργάνωνε ο Δήμος Δράμας (σε αντίθεση με το Δοξάτο). Το Θάρρος (02.10.1960) σχολίαζε ότι η παράλειψη αυτή σήμαινε απουσία παρηγοριάς, επειδή οι λόγοι εξαίρουν τη θυσία των νεκρών για την πατρίδα, και έτσι ενσταλάζουν παραμυθία στους συγγενείς.

20 Το 1951, όταν το δημοτικό συμβούλιο μετέθεσε τον εορτασμό της επετείου, το Θάρρος υποστήριξε ότι η 29η Σεπτεμβρίου πρέπει να παραμείνει ιερή και απαραβίαστη, συνεπώς δεν επιδέχεται καμιά τροποποίηση το μνημόσυνο, γιατί η ημέρα «χάνει την ιστορική της αξία και την εθνικήν της σημασίαν». Θάρρος, 29.09.1951.

21 Θάρρος, 28. & 29.09.1952. Η κεντρική αυτή οδός της πόλης, από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό μέχρι την Πλατεία, άλλαζε συχνά ονόματα· Σιδηροδρομικού Σταθμού, Βασιλέως Κωνσταντίνου, Εθνικής Αμύνης, Τσώρτσιλ και πάλι σε Εθνικής Αμύνης. Η τελευταία αυτή μετονομασία (κατά πάσα πιθανότητα το 1957) ίσως να σχετίζεται με τη δωρεά του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης.

22 Οι τόποι αυτοί αναφέρονται σε λόγο που εκφωνήθηκε από εκπρόσωπο του Δήμου Δράμας. Θάρρος, 30.09.1954.

23 Το 1954, ο υπουργός Εσωτερικών απέρριψε το ψήφισμα του δημοτικού συμβουλίου του Δοξάτου να ανακηρυχθεί «ιερά των Ελλήνων Πόλις», με το επιχείρημα ότι άλλες 50 πόλεις της Ελλάδας ζητούσαν να ανακηρυχθούν ιερές για όσα υπέστησαν κατά την Κατοχή. Θάρρος, 29.09.1954.

24 Θάρρος, 29.09.1962.

25 Συντάκτης του Θάρρους κατά τις περιόδους 1927-1929 και 1967-1974. Τον Νοέμβριο του 1951 έγινε αρχισυντάκτης της νεοεμφανιζόμενης εφημερίδας Πρωινός Τύπος, εκδότης της οποίας ήταν ο πρώην διευθυντής του Θάρρους Νικόλαος Καραθάνος. Ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. Το 1929 ήταν υποψήφιος βουλευτής κατά τις γερουσιαστικές εκλογές. Το 1934 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό της φιλελεύθερης παράταξης του Στ. Κισάγισλη. Στην κεντρική πολιτική σκηνή ήταν υποψήφιος στις εκλογές του 1950 με το κόμμα του Γ. Παπανδρέου, εκλέχτηκε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό το 1952 και κατόπιν με την ΕΡΕ το 1956 και 1958.

26 Στεφάνου Π. Εμμανουήλ, «Αι Σφαγαί. 29 Σεπτεμβρίου 1941!», Θάρρος, 27, 28 και 29.09.1960. Σε διαφημιστική καταχώριση (Θάρρος, 19.07.1936) διαβάζουμε ότι ήταν τέως δημοδιδάσκαλος, μετεκπαιδευμένος στο Πανεπιστήμιο και διατηρούσε στην οδό Σίνα πρότυπο φροντιστήριο για μαθητές Γυμνασίου και υποψήφιους σε ανώτερες σχολές. Υπήρξε υπεύθυνος Παιδείας Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης την περίοδο της εαμοκρατίας (Οκτώβριος 1944-Μάρτιος 1945). Βλ. Νικόλαος Θ. Γεωργιάδης, Οι αγώνες της αριστεράς στην περιοχή της Δράμας (1941-1949), Δράμα 2006, σ. 99. Τις δεκαετίες ’60 και ’70 εμφανίζεται ως συνεργάτης στο Θάρρος.

27 Ο ίδιος, όπως γράφει, σώθηκε χάρη «σ’ ένα σφραγιστό μπουκάλι κονιάκ και σ’ ένα ζευγάρι γάντια γυναικεία φανταζί!…». Η δήλωση αυτή δείχνει ότι ο συντάκτης είχε άμεση αντίληψη των γεγονότων.

28 Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη και Τάσος Χατζηαναστασίου, «Προσωπική και συλλογική μνήμη από τις εμπειρίες της βουλγαρικής κατοχής στην ανατολική Μακεδονία (1941-1944)», στο Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, Αθήνα 22004, σ. 297-316.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ