– Γιώργος Καρυπίδης στα «Χ»: «Δεν βραβεύτηκε μόνο το μέλι αλλά και η βιοποικιλότητα της περιοχής μας»
– Δύο χρυσά και τέσσερα ασημένια μετάλλια για το δραμινό «Μέλι της Αρκούδας» σε διεθνή διαγωνισμό της Μπολόνια
Μαζί με το «Μέλι της Αρκούδας» που βραβεύτηκε με έξι βραβεία στον 13ο διαγωνισμό BIΟLMiEL, στις 3 Μαρτίου στην Μπολόνια της Ιταλίας, βραβεύτηκε και η πλούσια βιοποικιλότητα της Δράμας, χάρη στην οποία παράγονται τα εξαιρετικά βιολογικά προϊόντα από τη δραμινή μελισσοκομική επιχείρηση «Μέλι της Αρκούδας».
Πρόκειται για έναν διαγωνισμό που διεξάγεται τα τελευταία 13 χρόνια, εξηγεί στα «ΧΡΟΝΙΚΑ της Δράμας» ο ένας εκ των δυο συνιδιοκτητών της μελισσοκομικής επιχείρησης «Μέλι της Αρκούδας» κ. Γιώργος Καρυπίδης. Ο διαγωνισμός αφορά μόνο πιστοποιημένο βιολογικό μέλι και από την έναρξη του θεσμού μέχρι σήμερα έχουν συμμετάσχει επιχειρήσεις από πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης και ορισμένες της Αφρικής. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι συμμετοχές περιορίστηκαν σε τέσσερις χώρες, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Σλοβακία, καθώς αυτές είναι που διαθέτουν και τις ιδανικότερες κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες για την παραγωγή μελιού εξαιρετικής ποιότητας.
«Φέτος οι συμμετοχές ήταν σχετικά λιγότερες από πέρσι λόγω της πανδημίας. Κατατέθηκαν περίπου 148 δείγματα μελιού από τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες. Είχαμε συμμετοχή για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και αποσπάσαμε έξι βραβεία (δύο χρυσά και τέσσερα ασημένια) για έξι δείγματα μελιού τοπικής παραγωγής» εξηγεί στα «Χ» ο κ. Γ. Καρυπίδης. Η ίδια δραμινή επιχείρηση βραβεύτηκε για το βιολογικό μέλι της και τις προηγούμενες δύο χρονιές. Παράλληλα, το μέλι της διακρίθηκε με συμμετοχές της στον πολύ σημαντικό αυτό διαγωνισμό και το 2013 αλλά και το 2017.
Το «Μέλι της Αρκούδας» βραβεύτηκε φέτος για 6 είδη, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι μονοποικιλιακά. Τα είδη που βραβεύτηκαν είναι τα εξής:
-το μέλι της Καστανιάς, το οποίο προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή της Καλλιφύτου,
-το μέλι της Βελανιδιάς, που προέρχεται από την ορεινή περιοχή του Μαρυπλαγίου,
-το μέλι των Βοτάνων, που προέρχεται από την περιοχή του Παρανεστίου και οφείλεται σε φυτά όπως το φλαμούρι, η κοντορίγανη κλπ.
-το μέλι Δάσους, το οποίο προέρχεται από Βελανιδιά και λουλούδια,
-το μέλι Πεύκου, το οποίο είναι και το μοναδικό προϊόν της επιχείρησης που προέρχεται από τη Θάσο,
-το μέλι Ανθέων, που οφείλεται στο αγριοσούσαμο, το οποίο ευδοκιμεί κυρίως στα ξεροχώραφα μετά την περίοδο του θέρους και
-το μέλι Ερείκης (σουσούρα), που προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή του Παρανεστίου.
Η δραμινή επιχείρηση, που εδρεύει στον Πρινόλοφο του Δήμου Παρανεστίου και λειτουργεί από το 1953, απέσπασε τα περισσότερα βραβεία στον διαγωνισμό και αυτό οφείλεται κυρίως στο περιβάλλον και ειδικότερα στο είδος της χλωρίδας της περιοχής μας, η οποία έχει πολύ πλούσια βιοποικιλότητα, που δίνει τη δυνατότητα για εξαιρετικής ποιότητας μέλι, όπως εξηγεί ο κ. Καρυπίδης επισημαίνοντας: «Αυτό που βραβεύτηκε δεν είναι μόνο το μέλι το οποίο παράγουμε αλλά και η βιοποικιλότητα της περιοχής μας. Το μέλι δεν το κάνουμε εμείς αλλά οι μέλισσες από τη φύση. Έχουμε κάποιες τεχνικές οι οποίες μας βοηθούν να έχουμε μια πολύ καλή ποιότητα, όσον αφορά την υγρασία του μελιού και την «κακοποίησή» του, αλλά η ουσία των αρωμάτων, των γεύσεων και της υφής έχει να κάνει με τη βιοποικιλότητα που υπάρχει στον τόπο μας, η οποία είναι μοναδική. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να πετύχει κάποιος για παράδειγμα στην Κρήτη, που βραβεύτηκε για το θυμαρίσιο, αλλά διαθέτει μόνο το Θυμάρι με το Πεύκο. Εμείς στη Δράμα, λόγω περιβάλλοντος, έχουμε τη δυνατότητα να έχουμε πολλές ποικιλίες και πολύ καλής ποιότητας μέλι».
Η διακρίσεις του φετινού διαγωνισμού ήρθαν να προστεθούν στις προηγούμενες που απέσπασε το δραμινό «Μέλι της Αρκούδας». Αυτό αποτελεί ηθική ανταμοιβή και παράλληλα δίνει περισσότερη δύναμη στην επιχείρηση, προκειμένου να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά της. Ταυτόχρονα, είναι και μία επιβεβαίωση ότι πρόκειται για πολύ καλά προϊόντα που διατηρούν την ποιότητά τους διαχρονικά. Ακόμα οι διακρίσεις αυτές δίνουν τη δυνατότητα επαφών για εξαγωγές στο εξωτερικό, κάτι που άρχισε να φαίνεται περισσότερο τον τελευταίο χρόνο, λόγω των συνεχών διακρίσεων όπως εξηγούν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης.