Γεωργία Μπακάλη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Από την Καππαδοκία στην πόλη και την ύπαιθρο της Δράμας
Μαρτυρίες Καππαδοκών πρώτης γενιάς
› Μαρτυρία Θεολογίας Τερζή-Καρασάββα, Άγιος Αθανάσιος Δράμας, Οκτώβριος 1954.
Σαράντα χρόνια ήρθα εδώ, σαράντα χρόνια γιατρό δεν είδα. Καλά αμπέλια, μποστάνια είχαμε [εδώ συγκινείται και κλαίει]. Εδώ ήρθα, όλο γιατρούς έχω. Αχ! Πώς ζήσαμε, πώς περάσαμε! Τέσσερα στρέμματα μεγάλα αμπέλι, φέρισκαν εφτά κάρα σταφύλια!
Πολύ καλά περνάγαμε με τους Τούρκους. Να ζήσουν Τούρκοι μας![…]
Όταν μάθαμε πως θα φύγουμε, κλάματα, κλάματα! Πήγαμε δυο μήνες στο Άκσεράϊ. Οι Τούρκοι λέγανε: «Κρίμα σας! Εσείς θα χάσετε εμάς κι εμείς εσάς!».
› Μαρτυρία Μιχαήλ Κτενά, Δράμα, Οκτώβριος 1956.
Πρώτα σηκώθηκαν η Καβουκλού, το Καρατζαβιράν, το Εμινίκ και το Οβα-τζίκ. Έφυγαν με τα λεφτά τους στα 1922-1923. Φοβήθηκαν απ’ τους Τούρ-κους και έφυγαν. […] Πήγαν στη Μερσίνα. Οι περισσότεροι πέθαναν μέσα στη Μερσίνα. Τους έπιασε αρρώστια. Οικογένειες έσβησαν. Έπειτα ήρθαν στην Ελλάδα. Ύστερα ήρθε η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής και σηκωθήκαμε κι εμείς. Εμείς ήρθαμε απ’ το Μπουγάμαντεν κανονικά στα 1924.
› Μαρτυρία Γεωργίου Ατέσογλου, Καλός Αγρός Δράμας, Μάιος 1963.
Στα 1922 φύγαμε απ’ το Αναμούρ. Ένα μήνα προθεσμία μας έδωσαν: «Όσοι θέλουν» μας είπαν, «μπορούν να φύγουν». Οι πλούσιοι χριστιανοί δεν το πίστεψαν ότι θα γίνει διωγμός. «Πού ν’ αφήσουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε;», έλεγαν. Οι φτωχοί βγήκαν στη στράτα. Πρώτοι βγήκαν δεκαπέντε οικογένειες, εξήντα έξι άτομα. Πήγαν στην Κύπρο. […] Οι Άγγλοι δε μας δέχτηκαν. Ζήτησαν πολλά χρήματα, ή μπορούσες να μείνεις αν είχες συγγενείς. […] Μετά πήγαμε στη Σάμο […] μετά ήρθαμε στην Καβάλα, Δράμα, κι από τη Δράμα εδώ, στην Οσμανίτσα, Καλός Αγρός Δράμας.7
Συσσίτιον εις πρόσφυγας
Χθες διενεμήθη άφθονον συσσίτιον μετ’ άρτου υπό του Καππαδοκικού Συλλόγου εις τους εν των Σιδηροδρομικώ Σταθμώ νεοαφιχθέντας υπερτετρακοσίους Καππαδόκας, τη ευγενεί φροντίδι των ευγενεστάτων κυριών Ειρήνης Βασλαματζή, Χρυσάνθης Δανιηλίδου, Αθηνάς Στανίδου και των κ.κ. Γεωργίου Ανδρεάδου και Φιλίππου Βασλαματζή.
Θάρρος, 23-8-1924.
Εγκατάσταση και ενσωμάτωση
Την παρουσία στη Δράμα προσφύγων πρώτης γενιάς από την Καππαδοκία καταγράφει στο οδοιπορικό της τον Αύγουστο του 1953 η Ελένη Γλύκατζη, συνεργάτιδα τότε του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, αναζητώντας πληροφορητές στην προσπάθειά της να συγκεντρώσει στοιχεία για τους τόπους καταγωγής τους:
«Ο Μουράτ από τα Φλοϊτά ανέλαβε να με οδηγήσει σε διάφορους πληροφορητές. Είδα Τενεϊλήδες, τους αδελφούς Μερκουρίου που πουλάν χαρτοσακούλες στην αγορά της Δράμας […] είδα Μπορλήδες, τον Σισμανίδη κ.ά., και τέλος, μαζί με τον Μερκουρίου επισκεφτήκαμε την Πατριαρχική μορφή του Μπερεκετλί Μαντέν, το γέρο Τικταμπάνη, έναν από τους λιγοστούς άντρες που σώθηκε από τη σφαγή του Μπερεκετλί […]».
Το οδοιπορικό της συνεχίστηκε στο Καλαμπάκι, όπου σύμφωνα με πληροφορίες ήταν γεμάτο Λιμνιώτες:
«Το Καλαμπάκι είναι ένα φτωχοχώρι καμιά ώρα έξω από τη Δράμα […] Ξεχασμένο χωριό, χωρίς καμιά ζωή, δυσκίνητο και σχεδόν αφιλόξενο. Στο καφενείο του χωριού βρήκα συγκεντρωμένους κάμποσους γέρους, Λιμνιώτες όλους σχεδόν (μόνο ένας ήταν από το Χασάκιοϊ), μιλήσαμε λίγο για το χωριό τους εκεί, δεν κατάλαβα ούτε αν το νοσταλγούν […]».8
Καππαδόκες βρίσκουμε εγκατεστημένους στη Δράμα πριν από το 1922. Η έλευσή τους κορυφώθηκε όμως το 1924. Η πόλη τότε στέναζε από την υπερπληθώρα προσφύγων και την τρομερή ανεπάρκεια στέγης. Έτσι, πρόχειρα και προσωρινά στεγάστηκαν σε σκηνές, παράγκες και κάποιες οικογένειες που έφτασαν το φθινόπωρο του 1924 στεγάστηκαν στο Εσκί τζαμί μέχρι την άνοιξη του 1925. Κατά τη διαδικασία της αστικής-στεγαστικής αποκατάστασης που ακολούθησε παραχωρήθηκαν και σε Καππαδόκες οικίες ή οικόπεδα.
Αρχικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα άγνωστο περιβάλλον, με διάφορους αποκλεισμούς καθώς και με τον γρίφο της κοινωνικής τους ενσωμάτωσης, που τη δυσκόλευε η τουρκοφωνία των περισσότερων. Σταδιακά αξιοποίησαν τις οικονομικές ευκαιρίες που πρόσφερε η πόλη, καθώς αυξανόταν εντυπωσιακά ο πληθυσμός της και προχωρούσε η αστικοποίησή της. Επιδόθηκαν στο εμπόριο και άλλοι άσκησαν την τέχνη τους εκμεταλλευόμενοι τις νέες καταναλωτικές ανάγκες. Παρά τις όποιες πολιτισμικές διαφορές με τους γηγενείς και τους υπόλοιπους πρόσφυγες, καθιερώθηκαν επαγγελματικά. Σε μια εκτεταμένη έρευνα της τοπικής εφημερίδας Φάρος (Απρίλιος-Ιούνιος 1937) για την πόλη της Δράμας και τον κόσμο της, καταγράφονται επαγγελματίες και καταστήματα που λειτουργούσαν από το 1922 στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους. Ανάμεσά τους και αρκετοί Καππαδόκες με μια ποικιλία μικροεπιχειρήσεων:
Ο καταγόμενος από τη Νίγδη Ι. Μερκουρίου διατηρούσε κατάστημα χαρ-τοσακουλοποιίας στην οδό Σμύρνης και εγκαταστάθηκε στη Δράμα το 1914. Μάλιστα το 1917 υπέστη κι αυτός τα δεινά της ομηρίας. Στον τομέα της παραγωγής αεριούχων ποτών δραστηριοποιήθηκε ο εκ Νίγδης Δημήτριος Τοζακίδης, ο οποίος από το 1923 διατηρούσε εργοστάσιο στην οδό Αδριανουπόλεως. Τα προϊόντα του με το σήμα «Ερμής» θεωρούνταν «ανωτέρας ποιότητος». Στον τομέα της ποτοποιίας, που όπως φαίνεται ανθούσε τότε, σημαντική θέση κατείχε και ο συνεταιρισμός των Αζαριάδη-Πασχαλίδη. Το ποτοποιείο τους βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της πόλης και προμήθευσε όλη την επαρχία με εμφιαλωμένα ποτά. Από το 1929 ο Αζαριάδης λειτουργούσε και παγοποιείο.
Στο εμπόριο των σιτηρών αναδείχτηκε ο Ι.Ιορδανίδης από την Καρβάλη της περιοχής του Ικονίου, λειτουργούσε συγχρόνως και το «τελειότερον αλατοτριβείον» στην οδό Σμύρνης. Εκεί διατηρούσε λευκοσιδηρουργείο εφοδιασμένο με υδραυλικά εργαλεία ο καταγόμενος από τη Νίγδη σιδηρουργός και υδραυλικός Χ. Σιδηρόπουλος. Ο Θεόδωρος Δερμεντζόγλου από το Ικόνιο αναφέρεται ως ένας «εκ των καλυτέρων ραπτών», φημισμένος για την άψογη ραφή και εφαρμογή των κοστουμιών, δεχόταν την εκλεκτή πελατεία του στην οδό Μ. Αλεξάνδρου. Ο Αβραάμ Καράκελες από τη Νίγδη ήρθε στη Δράμα το 1922. Στο καφενείο του στην οδό Σμύρνης πήγαιναν όσοι ήθελαν να πιουν τον καλύτερο καφέ της πόλης. Επί των οδών Κονδύλη και Δραγούμη, ο Άνθιμος Ανθόπουλος από τη Νίγδη, εγκατεστημένος στη Δράμα το 1922, διατηρούσε καπνοπωλείο και ψιλικά. Στην ίδια οδό οι Λάζαρος Μαϊόγλου και Μηνάς Μαϊόγλου από τα Φλοϊτά διατηρούσαν παντοπωλεία.
Ο Βασίλειος Παϊσίδης από τη Νίγδη, ήρθε στη Δράμα το 1916. Το 1917 απήχθη όμηρος στη Βουλγαρία. Κατά την επάνοδό του συνεταιρίστηκε με τον Σαμουήλ Αλχανάτι, καταγόμενο από τη Λάρισα και εγκατεστημένο στη Δράμα το 1922. Επί των οδών Φιλίππου και Ίωνος Δραγούμη άνοιξαν κατάστημα σιδερικών, γεωργικών μηχανημάτων και οικοδομικών υλικών. Ο Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος από τη Νίγδη, εγκατεστημένος στη Δράμα από το 1925, πωλούσε προϊόντα λευκοσιδηρουργίας στην οδό Φιλίππου. Στην ίδια οδό δραστηριοποιούνταν δύο ακόμη λευκοσιδηρουργοί, ο Γεώργιος Μακρίδης και Ιωάννης Δεϊμερτζόγλου από το Ικόνιο, ενώ ο εγκαταστημένος από το 1922 Συμεών Χατζηαλεξιάδης διατηρούσε καφεκοπτήριο και χαρτοσακουλοποιείο. Ο Ιπποκράτης Βασλαματζής από τη Μαλακοπή εγκαταστάθηκε το 1922, διετέλεσε αρχικά γραμματέας της Αυστροελληνικής, έπειτα ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας και γαιανθράκων. Στη Δράμα βρέθηκαν και ταπητουργοί όπως οι Μιχαήλ και Αναστάσιος Σιδερίδης, Ευστράτιος Δοβλέτογλου και οικογένειες από την Κιουτάχεια, το Ουσάκ και την Άγκυρα.
Ατυχής ήταν η εγκατάσταση εκείνων που στάλθηκαν στα ορεινά και δυσπρόσιτα χωριά του Τριγώνου των Μπουκίων, δηλαδή της πιο απομακρυσμένης περιοχής του Παρανεστίου. Εκεί δύσκολα βιοπορίζονταν. Κάποιες οικογένειες, μη αντέχοντας, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά για να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους.
› Μαρτυρία Αναστάσιου Προδρομίδη, από την Κίσκα Καισαρείας στο Πλατύ Θεσσαλονίκης, Απρίλιος 1956.
Μια μέρα με κάλεσε ο Γρηγόρ Κεχάς, ο μουχτάρης του χωριού, και μου λέγει: «Έλα, Αναστάση, πάρε βοηθούς και άνοιξε ένα λάκκο να θάψουμε τα πράγματα της εκκλησίας, γιατί θα φύγουμε απ’ το χωριό». […] Θάψαμε την κολυμβήθρα, τους πολυελαίους, τα καντήλια, τα εικονίσματα[…] Μόνο το ασημοντυμένο ευαγγέλιο πήραμε μαζί μας. Ποιος μπορούσε να τα φέρει όλα τα πράγματα στην Ελλάδα! […] Ξέχασα να πω ότι στο χαντάκι θάψαμε και το ευαγγέλιο που έγραφε καραμανλήδικα. […]
Από τα Άδανα μας ειδοποίησαν και πήγαμε στη Μερσίνα. Ήρθε και μας πήρε για την Ελλάδα το πλοίο «Αρχιπέλαγος». Ήρθαμε στην καραντίνα στον Άι-Γιώργη… Μας έβαλαν ξανά στο βαπόρι και μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Βγήκαμε στο Χαρμάνικιοϊ. Απ’ εκεί τραβήξαμε για τη Δράμα. Πήγαμε στα άγρια βουνά της Δράμας, στα κατσάβραχα. Οι Τούρκοι γλίτωσαν από την κόλαση των βουνών της Δράμας και πήγαν στον παράδεισο. Κι εμείς φύγαμε από τον παράδεισο και πήγαμε στην κόλαση. Εννιά μήνες κάτσαμε εκεί. Μετά ήρθαμε οι πιο πολλοί στο Πλατύ. Κι εδώ πάλι ήταν βάλτος. Πέθαναν πολλοί και στα βουνά της Δράμας και στο Πλατύ. Το 1926 και το 1927 κάθε μέρα θάβαμε δυο τρεις.
Από το χωριό Φάρασα (περιφέρεια Φαράσων) και το χωριό Σίλλη (περιφέρεια Ικονίου) εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στα πρώην μουσουλμανικά χωριά της περιοχής του Παρανεστίου: Λεστάν, Μπέλλεν και Μπεχάν (Μπέη Χαν), τα οποία μετονομάστηκαν σε Φαρασηνό (της Κοινότητας Θερμών), Σίλλη και Τρίγωνο (της Κοινότητας Οξυάς). Η διασπορά των Καππαδοκών στην Ελλάδα υπήρξε μεγάλη: Νέα Σινασός, Νέο Προκόπι, Μαλακοπή, Νέα Σίλατα είναι κάποιες από τις νέες πατρίδες των Καππαδοκών, και φυσικά η Νέα Καρβάλη, μεταφύτευση από το Γκέλβερι (Καρβάλη).
7 Για τις μαρτυρίες του άρθρου βλ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, Μαρτυρίες από τις επαρχίες της κεντρικής και νότιας Μικρασίας, Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (εισαγωγή-εποπτεία), Γιάννης Μουρέλος (επιμ.), τ. β΄, Αθήνα 1982.
8 Ελένη Γλύκατζη, «Οδοιπορικό της αποστολής για συλλογή υλικού στη Μακεδονία (13-26 Αυγούστου 1953), Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 3 (1982), σ. 206-207.
Η κεντρική γεωγραφική περιοχή της Καππαδοκίας. Αναγράφονται χωριά και πόλεις με ελληνικούς και, ως επί το πλείστον, με μεικτούς τουρκικούς και ελληνικούς πληθυσμούς.
Το άρθρο αναρτάται, στη συνέχεια, στην https://www.pylidramas.gr/, την ιστοσελίδα που αναδεικνύει την ιστορία και τον πολιτισμό της Δράμας. Στην https://www.pylidramas.gr/ αναρτώνται άρθρα, τεκμηριωμένα με πρωτότυπο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, που συγκροτούν ένα μοναδικό ψηφιακό αποθετήριο ιστορικής παρακαταθήκης.