Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Μια από τις λιγότερο γνωστές σελίδες του βίαιου ξεριζωμού των Μικρασιατών Ελλήνων μετά τον Σεπτέμβριο του 1922 είναι η προσφυγιά των ελληνορθόδοξων Καππαδοκών από τα βάθη της Μικράς Ασίας ‒ στην πλειοψηφία τους τουρκόφωνων (Καραμανλήδες).

Βάσει της Σύμβασης της Λωζάνης (Ιανουάριος 1923), η οποία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες, στις οποίες ζούσαν από τα χρόνια της ελληνικής αρχαιότητας. Είχαν επομένως οι περίπου 190 χιλιάδες ανταλλάξιμοι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί του εσωτερικού της Μικράς Ασίας την τύχη να μην υποστούν τη μαζική, κτηνώδη βία που δοκίμασαν οι Έλληνες της Σμύρνης και των παραλίων. Γνώρισαν όμως τον σπαραγμό του υποχρεωτικού ξεριζωμού, όταν, αναγκασμένοι να αποδεχτούν το αναπόδραστο πεπρωμένο και τη μοίρα που τους επιβλήθηκε στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων, αποκόπτονταν από τον γενέθλιο τόπο και τη συλλογική ζωή τους, εγκατέλειπαν τα σπίτια, τις εκκλησίες και τις κοινότητές τους. Ήταν ο οδυνηρός επίλογος του ξεριζωμού από τις πατρογονικές εστίες των Μικρασιατών Ελλήνων οι οποίοι προστέθηκαν στους 1.300.000 πρόσφυγες που ήδη είχαν συρρεύσει στην ηττημένη και αποδιοργανωμένη Ελλάδα των 5.000.000.
Ιστορικό πλαίσιο
Η παρουσία των ελληνικών πληθυσμών της Καππαδοκίας ανάγεται στην ελληνιστική εποχή. Επί αιώνες ζούσαν στο αχανές εσωτερικό της Μικρασίας σε απομονωμένες και διασκορπισμένες νησίδες ανάμεσα σε συμπαγείς αλλοεθνείς πληθυσμούς. H Καππαδοκία, βαθιά στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, «γνώρισε την ειρηνική συμβίωση λαών μεθοριακών, όπως περίτεχνα την κατέγραψε ο ακριτικός κύκλος, γέννημα κυρίως καππαδοκικό».1
Τόσο η Kαππαδοκία όσο και η ευρύτερη περιοχή (Λυκαονία, Φρυγία, Λυκία, Ταύρος)2 αποτέλεσαν ήδη από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια σπουδαίο λίκνο του χριστιανισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρωτεύουσα Καισάρεια υπήρξε η πατρίδα των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Γρηγορίου της Νύσσης.
Με τη διείσδυση των Τούρκων και την οριστική κατάληψη της Καππαδοκίας, μετά τον 11ο αι. μ.Χ. επιβλήθηκε η τουρκοφωνία, η οποία βαθμιαία παγιώθηκε ως κοινή ομιλούμενη γλώσσα στην πλειοψηφία του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Καππαδοκίας3. Οι Καππαδόκες τουρκοφώνησαν αλλά δεν υπέστειλαν την ελληνορθόδοξη συνείδησή τους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γλώσσας τους ήταν το γεγονός ότι ενώ μιλούσαν τουρκικά, χρησιμοποιούσαν στον γραπτό τους λόγο ελληνόγλωσση γραφή. Η τουρκοφωνία ─πάντα σε γραφή ελληνόγλωσση‒ ενσωματώθηκε και στους εκκλησιαστικούς ύμνους και στις θρησκευτικές τελετές.4
Η Σμύρνη και προπάντων η Κωνσταντινούπολη ήταν τα σημεία αναφοράς των ελληνορθόδοξων αυτών πληθυσμών. Ήδη μετά την Άλωση, ο σουλτάνος Πορθητής Μεχμέτ ΙΙ εγκατέστησε πολλούς στη συνοικία Γεντί Κουλέ της Κωνσταντινούπολης. Οι παραδοσιακές αξίες που είχαν σφυρηλατήσει στην πατρώα γη –εδραιωμένες αρχές και αξίες για εντιμότητα και αξιοπιστία στις συναλλαγές τους, δεινή διαπραγματευτική ικανότητα– συνέβαλαν στην καλλιέργεια αξιοσημείωτης εμπορικής και επιχειρηματικής κουλτούρας.5 Είναι χαρακτηριστικό ότι βαθμιαία κατέκλυσαν την Πόλη με καταστήματα κάθε είδους και προπάντων με παντοπωλεία, τόσο ώστε να επιβιώνει στο παραδοσιακό τουρκικό θέατρο ο χαρακτηρισμός «Καραμανλής μπακάλης».6

Η τουρκοφωνία των Καππαδοκών, σε συνδυασμό με την έξωθεν καλή πίστη που καλλιέργησαν μέσα από τις καθημερινές εμπορικές συναλλαγές και με τους Τούρκους συνέβαλαν ώστε οι σχέσεις τους να είναι καλές.7 Παρά τον γλωσσικό τους εκτουρκισμό ωστόσο η προσήλωσή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Ελλάδα, που γι’ αυτούς ήταν το αδιαμφισβήτητο εθνικό κέντρο, επαληθευόταν σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας. Είναι χαρακτηριστική η συμμετοχή χιλιάδων Καππαδοκών που συμμετείχαν στον πόλεμο της εθνικής Επανάστασης του 1821. Γι’ αυτό και ήταν μονόδρομος η επιλογή να μπουν στη δίνη του ξεριζωμού, απορρίπτοντας τη δυνατότητα να αλλαξοπιστήσουν με αντάλλαγμα να παραμείνουν αλώβητοι.
Η Έξοδος
Η έξοδος των Ελλήνων της κεντρικής Μικρασίας συνιστά το σιωπηλό έπος του οργανωμένου ξεριζωμού από τις προαιώνιες εστίες. Η ειδοποίηση για την αναχώρηση από τις αρμόδιες Επιτροπές Ανταλλαγής, με καταληκτική προθεσμία το έτος 1924, έπεφτε σαν κεραυνός σε εκείνα τα χωριά της Καππαδοκίας όπου κατοικούσαν ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί. Οι περισσότεροι, καθώς ήταν διεσπαρμένοι σε σχετικά απομονωμένους οικισμούς, δεν είχαν σαφή ιδέα για την υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής και, ζώντας σε ανεκτές συνθήκες ειρηνικής ζωής, τους ήταν αδιανόητος ο εν ψυχρώ ξεριζωμός τους.
Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής, οι ανταλλάξιμοι είχαν το δικαίωμα κατά την αναχώρησή τους να συναποκομίσουν όλη την κινητή περιουσία τους, δυνατότητα ωστόσο η οποία ακυρωνόταν στην πράξη από την οδυνηρή συνέχεια που ακολουθούσε στην πολυήμερη πορεία για την Έξοδο. Ένα ατέρμονο πλήθος ανθρώπων διέσχιζε την αχανή κεντρική Τουρκία, εκτεθειμένο και απροστάτευτο στον εθνικιστικό φανατισμό, και στην αρπακτικότητα Τούρκων αλλά και διεφθαρμένων Ελλήνων αξιωματούχων και υπαλλήλων που ορίστηκαν να τους συνοδεύουν, για να διευκολύνουν το έργο της Εξόδου.
Ένα μεγάλο ποσοστό επέλεγε τον δρόμο προς το λιμάνι της Μερσίνας στα νότια της Τουρκίας, απέναντι από την Κύπρο. Συνήθως μετά από αναμονή πολλών ημερών, ακόμη και μηνών, επιβιβάζονταν στο καράβι για την Ελλάδα, με ό,τι τους είχε απομείνει από τις περιπέτειες και απώλειες του επίπονου ταξιδιού.


1 Από την εισαγωγή της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ στο ιστορικό, φωτογραφικό λεύκωμα Καππαδοκία, περιήγηση στη χριστιανική Ανατολή, Αθήνα 1991, σ. 7.
2 Σακελλαρίου Μ. Β., «Τα όρια των χωρών και των επαρχιών της Μικράς Ασίας», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 8 (1990). σ. 207–220.
3 «Έρευνα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών συγκέντρωσε πληροφορίες για την ύπαρξη 81 ρωμαίικων κοινοτήτων στον καππαδοκικό χώρο. Τριάντα δύο οικισμοί μιλούσαν ελληνικά και 49 τουρκικά/καραμανλίδικα». Βλ. Ευαγγελία Μπαλτά, «Καππαδοκία: Η σχέση γλώσσας-ιστορίας», Ιστορικά, (εφ. Ελευθεροτυπία), τ. 200, (28.8.2003),σ. 6. Οι ελληνόφωνοι Καππαδόκες χρησιμοποιούσαν μια διάλεκτο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με αρχαϊκά στοιχεία αλλά και προσμίξεις με τουρκικά και αρμενικά. Η καππαδοκική διάλεκτος είναι σήμερα υπό εξαφάνιση.
4 Ενδεικτικά, ο Ακάθιστος Ύμνος («Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…») εκφωνούνταν και γραφόταν στα Καραμανλίδικα https://www.ekrembugraekinci.com/article/?ID=722&%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BB%CE%AE%CE%B4%CE%B5%CF%82):
5 Νικόλαος Ιντσεσίλογλου, «Η τουρκοφωνία και η ελληνικότητα των Καππαδοκών και των Καραμανλήδων», Μακεδονία, 5-1-2020.
6 Μαρτυρία Αλέξανδρου Λεοντόπουλου από Ακσεράι: «Εμείς κρατούσαμε το εμπόριο, την οικονομική ζωή του τόπου. Αυτοί δεν είχαν ιδέα από εμπορικές επιχειρήσεις, ήταν τσιφλικάδες. Περισσότερο επιθυμούσαν να μη φύγουμε οι Τούρκοι των γύρω χωριών. Τους εξυπηρετούσαμε. Τους κάναμε ένα σωρό ευκολίες. Τους πουλούσαμε εμπορεύματα επί πιστώσει, που εξοφλούσαν με τη συγκομιδή. Τους δίναμε δάνεια. Αλλά και στις τιμές των ειδών που αγόραζαν απ’ τα μαγαζιά μας εύρισκαν διαφορές. Εμείς πουλούσαμε φτηνότερα από τους Τούρκους εμπόρους». Βλ.https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/20-sygklonistikes-martyries-apo-ton-xerizomo-kai-tin-katastrofi-tis-smyrnis
(Το άρθρο αυτό αναρτάται στη συνέχεια στην ιστοσελίδα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Δράμας: https://www.pylidramas.gr/ )