του Σωτήρη Δημηρόπουλου
Δεκέμβρης ήταν, Δεκέμβρης του 1944.
Η Δράμα μπήκε στον πρώτο της χειμώνα, μετά την φυγή των Βουλγάρων.
Οι τάφοι και τα βάσανα νωπά, το κρύο πολικό, εκείνον τον Δεκέμβρη.
Πολλά από τα ορεινά χωριά του νομού, είχαν καταστραφεί από φωτιές και λεηλασίες. Έτσι τό ’χαν γραμμένο στα κιτάπια τους οι Βουλγάροι –αφήστε το έτσι με τόνο στην παραλήγουσα, όπως τους λέγανε τότε, στους μαχαλάδες και στα καφενεία.
Η Αγγελική, ετών 19 τότε, βλέπετε οι πόλεμοι και τα βάσανα δεν σταματάνε ποτέ την ζωή, είχε όνειρα.
Έχασε στον πόλεμο αδελφό, δύο πρωτοξάδελφους και είχε τον πατέρα της ανάπηρο, από μάχη ανταρτών με τους Βουλγάρους. Χωρίς το δεξί του χέρι ο πατέρας της ο Γιάννης, με πόδι επίσης προβληματικό, ετών 44 τότε, έπρεπε να φροντίσει μια επταμελή οικογένεια.
Η Αγγελική ήταν η μεγαλύτερη, είχε και τρεις ακόμη γιους, ετών 14, ετών 8 και ετών 4.
Αγροτοκτηνοτρόφοι από το Οροπέδιο Σιδηρονέρου, έναν μικρό οικισμό τουρκόφωνων Ποντίων, που έπιασαν αυτά τα βουνά το 1927.
Και σαν έσφιξαν τα πράγματα το 1940, τους κατέβασαν στην Ραβίκα, γιατί έτσι κι αλλιώς, δεν φυλάγονταν το βουνό.
Μπήκαν οι Βουλγάροι το 1941, τους «έβαλαν» οι Γερμανοί και έκλεισαν σχολεία, εκκλησίες, τα πάντα.
Και πιο πολύ εκνευρίζονταν, γιατί αυτοί οι ξεκληρισμένοι του Πόντου, ήταν φανατικά Έλληνες κι ας μην ήξεραν ούτε μια λέξη Ελληνικά.
Ας είναι, αυτά ήταν και είναι τα Βαλκάνια.
Ο Γιάννης, ήταν βέβαια καταζητούμενος από τους Βούλγαρους και ζούσε σαν άγριο ζώο στα βουνά, από τον Μάιο του 1944 ώσπου έφυγαν τον Σεπτέμβριο στα τέλη, οι Βούλγαροι.
Η Αγγελική με την μάνα της και τα παιδιά, φιλοξενούνταν εκεί στους Κομνηνούς, κοντά στο πάρκο, σε μια θεία της μακρινή, που δεν είχε παιδιά και είχε άνδρα έναν Καραμανλή μεγάλο μπακάλη, τον κυρ Νίκο.
![](https://xronikadramas.gr/wp-content/uploads/2025/01/sotodemir2-300x186.jpg)
Σαν έφυγαν οι Βούλγαροι, πήρε ο στρατός ο Ελληνικός τον Γιάννη και τον κατέβασε στην Αθήνα, να τον γιατρέψει.
Ο σκληροτράχηλος Πόντιος, ήταν ένα βήμα πριν την γάγγραινα.
Φτώχεια, ένα κομμάτι ψωμί κι αυτό αν το βρίσκεις. Όμως τώρα όλα άλλαζαν, δεν είχε φυλακές, δεν είχε ξύλο.
Θυμάμαι τον Γιάννη, λίγα χρόνια μετά, την δεκαετία του 1960, να λέει:
– Το ξύλο το εφεύραν οι Βουλγάροι… εκεί σε ένα περίπτερο, απέναντι από τους στρατιωτικούς φούρνους στην σημερινή οδό Βεργίνας, που τότε ξάδελφος μακρινός, κι αυτός ανάπηρος… κι αυτός Γιάννης.
– Θα πάρεις κοπτική-ραπτική, είπε ένα πρωί Φθινοπωρινό, του 1944, η θειά της, η κόρη του μπακάλη.
Όμως, αυτά χρειάζονται παράδες και παράδες γιοκ…
Το σπίτι στο χωριό, στο Οροπέδιο, το κάψανε τον Μάιο, δύο βόδια και δέκα αγελάδες σφάχτηκαν, μέχρι και τις κότες κυνηγούσαν να πιάσουν.
Εκείνη την μαύρη άνοιξη, ριμάχτηκαν όλα τα γύρω χωριά.
Ο Γιάννης, πριν τον πάρουν στο 421 στρατιωτικό νοσοκομείο, έστειλε τους δύο γιους του, τον Διαμαντή και τον Γιώργο, μαζί με την αδελφή τους ν’ ανέβουν στο χωριό, πενήντα χιλιόμετρα μακριά από την Δράμα. Είχε, ανάμεσα σε δύο τοίχους, επίτηδες φτιαγμένους, μια κρυψώνα, όπου έκρυβε στάρι.
Ήταν παλιό κόλπο, από τον Πόντο φερμένο, καθήμενοι σε σφαγές και σε διωγμούς είχαν τα δικά τους…
Μετά από πορεία ημερών, με μια διανυκτέρευση σε κουμπάρους στο Μακρός, (Λιβαδερό), έφθασαν τα παιδιά στο χωριό. Κάρβουνα, παντού.
Όμως, η χρονιά στο βουνό ήταν εξαιρετική για τα δένδρα, που το χωριό ήταν γεμάτο αχλαδιές, μηλιές, δαμασκηνιές… Οκτώβρης, περασμένος για τα καλά ήταν.
Βρήκαν και άλλα παιδιά εκεί. Χαρές. Η Αγγελική, είχε την σπάνια τύχη να πάει εκεί σχολείο, από το 1927 ως το 1939. Ελάχιστα προσφυγοπούλα είχαν αυτήν την εύνοια του χρόνου.
Ήταν το πρώτο στοίχημα των πεισματάρηδων τουρκόφωνων προσφύγων, να μάθουν τα παιδιά τους να γράφουν και να διαβάζουν Ελληνικά… και το κέρδισαν.
Βρήκαν και το στάρι, θα το φόρτωναν σε ένα κάρο που έστειλαν από την Δράμα και θα έφευγαν σε μια βδομάδα.
Τα παιδιά, έπαιζαν ανέμελα στην αυλή του καμένου σχολείου, όταν μια μεγάλη γουρούνα με δεκατέσσερα γουρουνάκια, βγήκε ήρεμη ήρεμη από το δάσος της βελανιδιάς, δίπλα.
Τα γουρουνάκια γύρω της και η γουρούνα έτρεχε προς την Αγγελική…
Αυτήν την συνάντηση, την άκουγα πολλά πολλά χρόνια, όταν βρισκόμασταν στο χωριό.
![](https://xronikadramas.gr/wp-content/uploads/2025/01/sotodemir3-177x300.jpg)
Γιατί, η Αγγελική ήταν η μητέρα μου.
Και η γουρούνα, ελάχιστα πριν μπουν οι Βούλγαροι στο χωριό, έσπασε τον έτσι κι αλλιώς μπόσικο φράκτη και βγήκε στο βουνό.
Πανέξυπνο ζώο, ήταν έγκυο… επέζησε άνετα και γέννησε.
Και τώρα, έγιναν κουβάρι, η δέκα εννιάχρονη Αγγελική με την γουρούνα.
Αγκαλιές, ναι αγκαλιές.
Φόρτωσαν το στάρι, την γουρούνα και τα γουρουνάκια στο κάρο…
Αναπάντεχο δώρο.
Ήταν η «κοπτική – ραπτική» της Αγγελικής.
Με τους παράδες που έπιασαν από την πώληση των μικρών γουρουνιών, αφού τα έθρεψαν καλά εκεί γύρω στους Κομνηνούς, η Αγγελική έγινε μοδίστρα.
Και μάζεψε κι άλλα κορίτσια, συγγενικά από τα χωριά της Δράμας και έστρωσε μοδιστράδικο, εκεί στο τέρμα της οδού Βούλγαρη, στις 40 Εκκλησιές.
Σε εκείνο το σπίτι γεννήθηκα και γω, δώδεκα Δεκέμβρηδες μετά, στα 1956.