Η ενίσχυση των παραμεθόριων περιοχών

Εξ αφορμής της αντισυνταγματικής κατάργησης της επιδότησης κόστους μισθοδοσίας των επιχειρήσεων

0
225

Της Φωτεινής Αθ. Ταχυρίδη
Δικηγόρου Δράμας

Η υποχρέωση του κράτους να συμβάλει στην προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή της οικονομίας των παραμεθόριων περιοχών είναι κατοχυρωμένη με το άρθρο 106 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Το άρθρο 106 συνιστά τη ρίζα του «οικονομικού συντάγματος» και δεν χαρακτηρίζεται από οικονομοπολιτική ουδετερότητα. Εγγυάται το σύστημα της ελεύθερης ανταγωνιστικής οικονομίας με δυνατότητες κοινωνικής δεσμεύσεως. Ο δε κρατικός παρεμβατισμός έχει ένα συγκεκριμένο όριο: την επιδίωξη του γενικού συμφέροντος και των κοινωνικών σκοπών μέσω της ορθής λειτουργίας της αγοράς. Όσο γενικές κι αν είναι οι έννοιες, όσο ευρεία κι αν είναι τα περιθώρια χάραξης πολιτικών και επιλογής εργαλείων, όσο φροντισμένα κι αν σμιλεύεται το ιδεολογικό περικάλυμμα προς μια κατεύθυνση αποφόρτισης των ποικίλων οικονομικών αναγνώσεων, ένα είναι σίγουρο: ο δείκτης μιας ασθμαίνουσας ανάπτυξης της περιφέρειας, είναι αυτός που πάντα θα προδίδει τους φταίχτες και τα λάθη στη μεγάλη εικόνα του κράτους.
Οι κρατικές ενισχύσεις είναι άνευ αμφιβολίας ένα μεγάλο στοίχημα που δίνεται στο ίδιο πεδίο με τα κριτήρια έντασης του κρατικού παρεμβατισμού. Ποτέ δεν μπορεί κανείς να ορίσει με βεβαιότητα τη συνταγή της επιτυχίας εκ των προτέρων. Αν σχηματικά γίνει απόπειρα διαμόρφωσης μίας βάσης, θα πρέπει αφενός να διαμορφώνονται με επιστημονική εξειδικευμένη τεκμηρίωση στη βάση συγκεκριμένων αναγκών, και αφετέρου να αποβλέπουν στην ουσιαστική ενίσχυση της αγοράς και όχι την εκ πλαγίου καθυπόταξή της στο κράτος.
Η επιδότηση κόστους μισθοδοσίας των επιχειρήσεων στις παραμεθόριες περιοχές -και στον τόπο μας- είναι μία ενίσχυση που υφίσταται από το 1988 με τους ειδικότερους όρους λήψης να ορίζονται από συναφείς κοινές υπουργικές αποφάσεις. Η χορήγηση της ενίσχυσης καταργήθηκε αρχικά, το Μάρτιο του έτους 2016 με κοινή υπουργική απόφαση, η οποία στο προοίμιό της επικαλούνταν, μεταξύ άλλων, «την ανάγκη του εξορθολογισμού των προγραμμάτων απασχόλησης, της δημοσιονομικής προσαρμογής και της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών καθώς και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος». Εν συνεχεία η άνω υπουργική απόφαση ακυρώθηκε το 2020 από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τέλος, η επιδότηση κόστους μισθοδοσίας (γνωστή ως «επιδότηση του 4%») καταργήθηκε οριστικά με νόμο τον Ιούλιο του 2020 και, μάλιστα, με αναδρομική ισχύ από το έτος 2016. Ακόμη παλεύουν επιχειρήσεις στα δικαστήρια, επικαλούμενες άλλες την αντισυνταγματικότητα της καταργητικής νομοθετικής διάταξης κατά το μέρος της αναδρομικής ισχύος, και άλλες την αντισυνταγματικότητα της καταργητικής διάταξης καθαυτής. Υποστηρίζω ανέκαθεν την τελευταία εκδοχή.
Αν ο νομοθέτης απέβλεπε όντως στον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, θα καταργούσε αναδρομικά την επιδότηση κόστους μισθοδοσίας και σε απώτερο χρόνο (άλλως και προ του έτους 2016), χωρίς να προβλέπει δυνατότητα ισόποσης απαλλαγής από φόρους και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των ωφελούμενων μέχρι και το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2015 και, μάλιστα, στο ίδιο άρθρο νόμου, συγχρόνως με την κατάργηση της ενίσχυσης. Δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει την ηχηρή αντίφαση διατάξεων με στοχοθεσία δύο ταχυτήτων.
Η καταργητική δε διάταξη θεσπίστηκε σε μία χρονική περίοδο που φέρονταν ως πρώτο ζητούμενο η αναπτυξιακή λογική, και δεν ετίθετο ζήτημα στενά συνυφασμένο με τις δημόσιες δαπάνες, καθώς ήδη από τον Ιούνιο του έτους 2020, η χώρα εισήλθε στη φάση της επαναλειτουργίας της αγοράς με την ελληνική κυβέρνηση να έχει εξαγγείλει μέτρα που απέβλεπαν στην ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και σε φορολογικές ελαφρύνσεις [Όπως η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ για συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες, η επέκταση του μέτρου οικονομικής ενίσχυσης και σε άλλες νομικές μορφές εταιρειών, η επέκταση της μείωσης μισθώματος για επιχειρήσεις που πλήττονται, η παράταση προθεσμιών καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στις ΔΟΥ. Επιπλέον, αυξήθηκε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά 1,25 δισ. και διαμορφώθηκε στα 8 δισ. ευρώ για το 2020, με σκοπό τη λήψη άμεσων και έκτακτων δράσεων που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας]. Την ίδια περίοδο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προτείνει ένα ιστορικό πακέτο χρηματοδότησης για το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ελλάδα να λαμβάνει ένα σημαντικό μερίδιο αυτού. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, η πρόταση της Επιτροπής περιλάμβανε επιχορηγήσεις ύψους € 22,5 δισ. και δυνατότητα χαμηλότοκου δανεισμού υπό όρους, με ορίζοντα 20ετίας, ενός επιπλέον ποσού ύψους έως και €9,5 δισ. Διαφορετικά, επρόκειτο για ένα συνολικό πακέτο που αντιστοιχούσε περίπου στο 17% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Ως εκ τούτου κατά το χρόνο θέσπισης της καταργητικής διάταξης με αναδρομική ισχύ, δεν δικαιολογούνταν δημοσιονομικά η κατάργηση κρατικής ενίσχυσης που αποδείχθηκε εξαιρετικά (μετρήσιμα) επωφελής για την εθνική οικονομία, καθώς η παροχή του κινήτρου επιδότησης κόστους μισθοδοσίας, προσέλκυσε επενδυτές στις παραμεθόριες περιοχές, η δε μέχρι τότε υφιστάμενη βιοτεχνική/βιομηχανική δραστηριότητα ενισχύθηκε αποφασιστικά, και κατ’ επέκταση ενισχύθηκε και η συμβολή της (ιδία μέσω της φορολόγησης) στην προαγωγή της εθνικής οικονομίας.
Δεν τίθεται δε, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα έλλειψης κύρους ή μη συμβατότητας της ενίσχυσης με το ενωσιακό δίκαιο. Η συγκεκριμένη ενίσχυση, μάλιστα, καταλέγεται στις υφιστάμενες ενισχύσεις, δηλαδή στις ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου δεν υπόκειτο σε προηγούμενη κοινοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναστολή (standstill), όπως οι νέες ενισχύσεις. Επίσης, εσφαλμένα γίνεται επίκληση των Κανονισμών για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (De minimis).
Το ζήτημα εξακολουθεί περισσότερο από ποτέ να παραμένει επίκαιρο για τις επιχειρήσεις και τον τόπο. Η περιφέρεια θα πρέπει να διατηρεί ένα συμπαγές ανταγωνιστικό προφίλ. Αντ’ αυτού, υποδαυλίζεται η συνοχή της, αφαιμάζεται διαχρονικά η ζωτικότητά της, εγκλωβίζεται η δυναμική της στην ανοχή της στήριξης με το σταγονόμετρο, βαστάζει στους ώμους της τη σχεδόν μοναχική διεκδίκηση της επιβίωσής της. Η περιφέρεια ποτέ δεν είχε και ούτε ποτέ θα έχει ανάγκη την επιδότηση της φτώχειας, αλλά την επιδότηση της ανάπτυξης σε μία δύσκολη στιγμή μηδενικής σχεδόν καίριας επιρροής της στα κέντρα εξουσίας. Τα έργα και τα προγράμματα δεν τα εκμηδενίζει κανείς. Δεν είναι, όμως, αυτά που αλλάζουν το τοπίο στην βαθύτερη ουσία του, αυτήν της μακροοικονομικής ανάκαμψης και σταθερότητας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!