Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
Η λοιμώδης ενδοκαρδίτις είναι βαριά νόσος με δυσμενή πρόγνωση, συχνά θανατηφόρα, εάν δεν αντιμετωπισθεί άμεσα. Ορίζεται ως η λοίμωξη από κάποιο μικρόβιο του ενδοκαρδίου, έσω χιτώνα της καρδιάς. Συνήθως προσβάλλονται οι βαλβίδες, αλλά μπορεί να προσβληθεί οποιοδήποτε τμήμα της καρδιάς.
Βασική προϋπόθεση και αναγκαία συνθήκη για την πρόκληση της νόσου είναι η είσοδος ενός ή περισσότερων μικροβίων στο αίμα (μικροβιαιμία), τα οποία προσβάλλουν το ενδοκάρδιο. Μικρόβια βρίσκονται φυσιολογικά σε διάφορα σημεία του σώματός μας, όπως το στόμα, το δέρμα, το ανώτερο αναπνευστικό, το γαστρεντερικό και το ουροποιητικό σύστημα. Παροδική μικροβιαιμία είναι δυνατόν να παρατηρηθεί έπειτα από ορισμένες οδοντιατρικές και χειρουργικές επεμβάσεις.
Παρόλα αυτά, όλα τα μικρόβια δεν προκαλούν ενδοκαρδίτιδα, παρά μόνο κάποια από αυτά. Αυξημένο κίνδυνο προσβολής έχουν οι ασθενείς με προσθετικές βαλβίδες, μηχανικές ή βιολογικές, οι ασθενείς με συγγενείς (εκ γενετής) καρδιοπάθειες, οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς, καθώς και οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών. Αντίθετα, τα πρόσωπα χωρίς ιστορικό καρδιοπάθειας πολύ σπάνια προσβάλλονται από τη νόσο.
Παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών στη διάγνωση και τη θεραπεία της νόσου, η λοιμώδης ενδοκαρδίτις συνεχίζει να εμφανίζει μεγάλο ποσοστό επιπλοκών και αυξημένη θνητότητα.
Εξαιτίας της βαρύτητας της νόσου και της δυσμενούς πρόγνωσής της κεντρικό ρόλο για τη μείωση της εμφάνισής της έχει η έγκαιρη και αποτελεσματική πρόληψή της. Η ενδοκαρδίτιδα είναι σπάνια σε ασθενείς χωρίς ιστορικό καρδιολογικών προβλημάτων.
Από την άλλη μεριά, με βάση τις πολύ πρόσφατα αναθεωρημένες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας, όλοι οι ασθενείς με προσθετική βαλβίδα ή και απλή βαλβιδοπάθεια, συγγενή καρδιοπάθεια ή με ιστορικό λοιμώδους ενδοκαρδίτιδος θεωρούνται υψηλού κινδύνου για προσβολή από λοιμώδη ενδοκαρδίτιδα. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να λαμβάνουν προφυλακτικά αντιβίωση πριν από επεμβάσεις, όπως οδοντιατρικές κ.ά., επειδή αυτές οι επεμβάσεις έχουν ενοχοποιηθεί για πρόκληση μικροβιαιμίας.
Επισημαίνεται επίσης η ανάγκη για εφαρμογή γενικών μέτρων προφύλαξης, π.χ. υγιεινή του στόματος για όλους τους ασθενείς. Οι ασθενείς υψηλού κινδύνου πρέπει δύο φορές ετησίως να παρακολουθούνται από οδοντίατρο και θα πρέπει να αποθαρρύνονται να κάνουν τατουάζ ή piercing, σύνηθες φαινόμενο στους νέους. Είναι όμως πλέον αποδεδειγμένο ότι ακόμη και χαμηλού κινδύνου ασθενείς μπορεί να προσβληθούν από λοιμώδη ενδοκαρδίτιδα μετά από τέτοιες παρεμβάσεις. Για τον λόγο αυτό, όλοι οι ασθενείς με καρδιοπάθειες πρέπει να ενημερώνονται για τους κινδύνους που εγκυμονούν το τατουάζ και το piercing και, αν τελικά προχωρούν σε αυτά, θα πρέπει να λαμβάνουν αντιβιοτική προφύλαξη. Η λοιμώδης ενδοκαρδίτις εμφανίζεται πέραν του πυρετού και με άλλα συμπτώματα, όπως ρίγος, δύσπνοια, ανορεξία, απώλεια βάρους, αρθραλγίες, αναιμία και επιπλοκές με καρδιακή ανεπάρκεια και αρρυθμίες.
Σε σοβαρές καταστάσεις η πάθηση προκαλεί νεφρική ανεπάρκεια και εμβολικά επεισόδια, ως τα εγκεφαλικά, ακόμη και ενδοκοιλιακά αποστήματα. Για τον λόγο αυτό ο ασθενής πρέπει να νοσηλεύεται σε εξειδικευμένο νοσοκομείο με την κατάλληλη τεχνολογική υποδομή και υποστήριξη από άλλες ιατρικές ειδικότητες.
Η διάγνωση της νόσου στηρίζεται στο ιστορικό, την κλινική εικόνα, π.χ. προσθετική βαλβίδα, χρήση ενδοφλέβιας ναρκωτικής ουσίας κ.ά. και επιβεβαιώνεται με καλλιέργειες αίματος, με τις οποίες απομονώνεται το μικρόβιο αίτιο της ενδοκαρδίτιδος.
Επιπλέον, η λαμβανόμενη εικόνα είναι κατά το δυνατόν πλήρης με υπερηχογραφική εξέταση, στην οποία μπορεί να περιλαμβάνεται και το διοισοφάγειο υπερηχογράφημα. Εξετάζεται π.χ. η εικόνα της πάσχουσας βαλβίδας, αν υπάρχουν εκβλαστήσεις κ.ο.κ. και βέβαια η λειτουργική κατάσταση της καρδιάς.
Σε δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες με την αξονική και τη μαγνητική τομογραφία.
Η επιτυχής θεραπεία της λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας βασίζεται στην ευαισθησία που έχει το μικρόβιο στα αντιβιοτικά (αιμοκαλλιέργεια) και τη χορήγηση του κατάλληλου αντιβιοτικού ή συνδυασμού αντιβιοτικών, ακρογωνιαίου λίθου στην αντιμετώπιση του πάσχοντος. Η συνήθης διάρκεια της αντιβιοτικής θεραπείας είναι από 2 έως 6 εβδομάδες, ανάλογα με τον τύπο του μικροβίου, την προσβολή προσθετικής ή αυτόχθονης βαλβίδας και την εμφάνιση επιπλοκών. Οσάκις η αντιβιοτική θεραπεία από μόνη της δεν επαρκεί για τη θεραπεία της λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας, τότε ακολουθεί χειρουργική αντιμετώπιση της παθήσεως.
Η πάθηση αυτή παλαιά ήταν θανατηφόρος. Σήμερα όμως σώζονται πολλοί με την έγκαιρη διάγνωση και την αντιμετώπισή της. Βέβαια, η θνητότητα παραμένει ακόμη σε επίπεδα 10-26% και στόχος της ιατρικής είναι η εντατικοποίηση της πρόληψης της με μείωση της επίπτωσης της ενδοκαρδίτιδας.