Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
Ένα συχνό και εύλογο ερώτημα προς εμάς τους καρδιολόγους αφορά στους συνανθρώπους μας που χάνονται, επειδή τους πρόδωσε η καρδιά τους. Κάποιοι μάλιστα μπορεί να είχαν ολοκληρώσει τον ετήσιο καρδιολογικό έλεγχο χωρίς να παρουσιάσουν οποιοδήποτε πρόβλημα!
Ο λόγος που χάνουμε καθημερινά ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γνώριζαν ότι πάσχουν, είναι συνήθως το έμφραγμα. δηλαδή η νέκρωση ενός τμήματος της καρδιάς από αιφνίδια έμφραξη της αρτηρίας που το τροφοδοτούσε με αίμα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα συμβεί ένα έμφραγμα. Μπορούμε όμως να το προλάβουμε, αν δώσουμε σημασία σε ενοχλήματα που προηγήθηκαν ή πρωτοεμφανίζονται.
Κατά κανόνα, αρκετές ώρες πριν από το έμφραγμα –συχνότερα μία, δύο ή και περισσότερες ημέρες –προηγείται αιφνίδια ενόχληση στο στήθος. Συνήθως είναι «σφίξιμο», «κάψιμο» ή «βάρος» πίσω από το στέρνο και προς τα αριστερά του στήθους και μπορεί να αντανακλά στη πλάτη ή στον αριστερό ώμο και αγκώνα. Ο πάσχων το ξεχωρίζει από άλλες ενοχλήσεις που μπορεί κατά καιρούς να είχε στο στήθος, όπως «βελονιές» ή «σουβλιές», γιατί είναι διαφορετικό από οτιδήποτε έχει νιώσει μέχρι τότε. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το ενόχλημα δεν του επιτρέπει να κινείται ελεύθερα, αφού επιδεινώνεται ακόμα και σε ελάχιστη προσπάθεια.
Αν κανείς νοιώσει τέτοιο ενόχλημα για πρώτη φορά στη ζωή του, ιδιαίτερα αν τον ξυπνήσει τις πρώτες πρωινές ώρες, είναι πιθανό να οφείλεται σε βαθμιαία έμφραξη κάποιας αρτηρίας της καρδιάς. O οργανισμός αντιστέκεται στην ανερχόμενη έμφραξη της αρτηρίας, οπότε η ενόχληση υποχωρεί μετά από λίγα λεπτά της ώρας, συνήθως όμως επανέρχεται αργότερα. Αν η αρτηρία φράξει ολοσχερώς, το ενόχλημα πλέον δεν υποχωρεί, αντίθετα γίνεται εντονότερο και μπορεί μάλιστα να συνοδεύεται από ναυτία, εφίδρωση ή δύσπνοια.
Η ολοσχερής έμφραξη της αρτηρίας οδηγεί σε νέκρωση του τμήματος της καρδιάς, το οποίο τροφοδοτούσε με αίμα, δηλαδή σε έμφραγμα. Η νέκρωση αρχίζει τριάντα περίπου λεπτά μετά την πλήρη έμφραξη της αρτηρίας και ολοκληρώνεται αρκετές ώρες αργότερα. Το εύρος της νεκρώσεως θα εξαρτηθεί από τυχόν ύπαρξη εφεδρικής παροχής αίματος από παράπλευρη κυκλοφορία στο τμήμα της καρδιάς που απειλείται.
Η παράπλευρη κυκλοφορία είναι συχνή σε περιπτώσεις χρονιότητας της νόσου, γιατί η σταδιακή ανάπτυξη ολοένα και μεγαλύτερης στένωσης στην πάσχουσα αρτηρία οδηγεί σε παράλληλη δημιουργία μικρών καναλιών από τις διπλανές της αρτηρίες, που δίνουν αίμα στο τμήμα της καρδιάς που υποφέρει. Αυτή η εφεδρική κυκλοφορία, ενώ δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του πάσχοντος τμήματος της καρδιάς, μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια σε περίπτωση αιφνίδιας έμφραξης της αρτηρίας, περιορίζοντας την έκταση της νέκρωσης, δηλαδή του εμφράγματος. Ο λόγος που νεώτεροι ασθενείς υφίστανται συχνότερα μεγάλης έκτασης εμφράγματα σε σύγκριση με τους πιο ηλικιωμένους, είναι ότι συνήθως δεν έχει προλάβει να αναπτυχθεί εφεδρική, παράπλευρη κυκλοφορία. Ειδικά σε ηλικίες μικρότερες των σαράντα ετών, όπου οι καπνιστές αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των εμφραγματιών, είναι δυστυχώς σύνηθες φαινόμενο ένα έμφραγμα που οδηγεί σε μεγάλου βαθμού αναπηρία.
Η έγκαιρη παρέμβαση αποτρέπει το έμφραγμα
Η καλύτερη εξέλιξη για τον πάσχοντα προϋποθέτει τη διάγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης με την αρχική εμφάνιση του ξαφνικού ενοχλήματος στο στέρνο, που συνήθως προηγείται της πλήρους έμφραξης της αρτηρίας. Αιφνίδιο «σφίξιμο», «κάψιμο» ή «βάρος» πίσω από το στέρνο και προς τα αριστερά του στήθους, που επιδεινώνεται ακόμα και σε ελάχιστη προσπάθεια, ιδιαίτερα αν μας ξυπνήσει τις πρώτες πρωινές ώρες, πρέπει να μας οδηγήσει σε εφημερεύουσα Καρδιολογική Κλινική. Καλό είναι να πάρουμε, μασώντας την, μια κλασσική ασπιρίνη των 5οο χιλιοστογραμμαρίων (αυτές που παίρνουμε για πονοκέφαλο), αν βέβαια δεν μας έχει απαγορευθεί η λήψη ασπιρίνης, λόγω κάποιας αιμορραγίας ή αλλεργίας στο φάρμακο.
Η διάγνωση της επαπειλούμενης έμφραξης της αρτηρίας θα βασιστεί στα χαρακτηριστικά του ενοχλήματος, στο ηλεκτροκαρδιογράφημα του πάσχοντος και στη μέτρηση ενός μυοκαρδιακού ενζύμου, της τροπονίνης, μέσω της οποίας ανιχνεύεται ακόμα και η απειροελάχιστη νέκρωση της καρδιάς. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα έχει ιδιαίτερη αξία, όταν γίνεται κατά τη διάρκεια του ενοχλήματος, αφού ανάμεσα στα ενοχλήματα συχνά δεν είναι διαγνωστικό. Η τροπονίνη ανιχνεύεται στο αίμα λίγες ώρες μετά από αντίστοιχο ενόχλημα, που διήρκησε για ικανό χρόνο. Εξέταση αίματος τέσσερις ή περισσότερες ώρες μετά από ενόχλημα τριάντα λεπτών τουλάχιστον, στην οποία δεν ανιχνεύεται τροπονίνη, περιορίζει στο ελάχιστο το ενδεχόμενο καρδιακής προέλευσης του ενοχλήματος.
Όταν τα χαρακτηριστικά του ενοχλήματος αφήνουν ικανό ενδεχόμενο καρδιακής προέλευσης, καλό είναι να γίνεται στεφανιογραφία, εξέταση με την οποία απεικονίζονται οι αρτηρίες της καρδιάς και διαπιστώνεται χωρίς αμφιβολία η ύπαρξη της νόσου. Στο πλαίσιο της στεφανιογραφίας μπορούμε άλλωστε να παρέμβουμε θεραπευτικά, όταν υπάρχει στένωση που απειλεί με έμφραξη την αρτηρία, διορθώνοντάς τη με διάνοιξη με μπαλόνι και τοποθέτηση stent, οπότε απελευθερώνεται η ροή του αίματος και αποτρέπεται το έμφραγμα.
Χάρις στην εξέλιξη της καρδιολογίας έχουμε λοιπόν άμεση διάγνωση και θεραπεία με ένα «τσίμπημα» στο πόδι, που δεν προκαλεί πόνο μεγαλύτερο από την αιματοληψία για μια αιματολογική εξέταση, αφού η στεφανιογραφία γίνεται εύκολα και με αξιόπιστο τρόπο σε πολλά σημεία της ελληνικής επικράτειας. Εισαγωγή σε νοσοκομείο την Τρίτη το πρωί, διενέργεια στεφανιογραφίας ως το μεσημέρι και έξοδος Τετάρτη είτε καθησυχασμένος πως δεν επίκειται έμφραγμα (όταν οι αρτηρίες είναι καλές), είτε θεραπευμένος με ανοικτή την αρτηρία που κινδύνευε να φράξει ολοσχερώς και να οδηγήσει σε έμφραγμα!