Στις βαμβακοκαλλιέργειες του Φωτολίβους εντοπίζονται κυρίως τα προβλήματα
Σε μεμονωμένα χωράφια με βαμβακοκαλλιέργειες και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Φωτολίβους, στην οποία καταγράφεται και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής βάμβακος στην ΠΕ Δράμας, διαπιστώθηκαν προσβολές της ασθένειας της βακτηριακής σήψης του βαμβακιού, όπως εξήγησε χθες στα «Χ» ο Γεωπόνος της ΔΑΟΚ Δράμας κ. Κ. Σίμογλου.
Πρόκειται για μια γνωστή ασθένεια, όπως είπε, η οποία υπήρχε και τα προηγούμενα χρόνια και η οποία ευνοείται από συνθήκες υψηλής υγρασίας και θερμοκρασίας. Φέτος οι μετεωρολογικές συνθήκες ευνόησαν την εκδήλωσή της ιδιαίτερα σε καλλιέργειες, οι οποίες είχαν δεχθεί πολλές αρδεύσεις και ενδεχομένως υψηλές λιπάνσεις κλπ. Πιο έντονα παρουσιάστηκε η εκδήλωση της ασθένειας στην περιοχή του Φωτολίβους, ενώ σε άλλες περιοχές υπήρξαν εκδηλώσεις της ασθένειας αλλά μόνο σε βαθμό εμφάνισής της χωρίς να προκληθούν ιδιαίτερα προβλήματα.
Σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος από πλευράς βαμβακοκαλλιεργητών, ο κ. Σίμογλου εξηγεί ότι οι καλλιεργητές αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να προβούν σε πολύ προσεκτικές αρδεύσεις το διάστημα που απομένει με περιορισμό του νερού. Επίσης, σύντομη συγκομιδή και μετά βαθύ όργωμα με θάψιμο των υπολειμμάτων, ώστε αυτά να αποικοδομηθούν, για να μην δοθεί η ευκαιρία να επιβιώσουν τα βακτήρια στο έδαφος. Παράλληλα, είναι πολύ σημαντικό σε αυτά τα χωράφια κατά την επόμενη χρονιά να μην καλλιεργηθεί βαμβάκι. Να γίνει δηλαδή αμειψισπορά.
Σε σχετική ανακοίνωσή της η ΔΑΟΚ Δράμας αναφέρει τα εξής: «Διαπιστώθηκαν από το Τμήμα Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου προσβολές καλλιεργειών βαμβακιού οφειλόμενες σε βακτηριακή αιτιολογία, όπως προέκυψε από την εξέταση δειγμάτων καψών και φύλλων στο εργαστήριο του Τμήματος Π.Φ.Ε.
Η ασθένεια προκαλεί αρχικώς μικρές γωνιώδεις, νεκρωτικές κηλίδες στα φύλλα. Η προσβολή στα φύλλα διεγείρει τον σχηματισμό αφοριστικού ιστού στον μίσχο, που τελικώς οδηγεί στην πτώση τους. Όταν οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για την εξέλιξη της ασθένειας, η νεκρωτική κηλίδωση στα φύλλα ακολουθεί την κεντρική νεύρωση δημιουργώντας μία στενή νεκρωτική λωρίδα. Στις κάψες βαμβακιού αρχικώς εμφανίζονται υδαρείς, κυκλικές κηλίδες, οι οποίες στη συνέχεια βυθίζονται και αποκτούν σκούρο χρωματισμό καθώς αυτές ωριμάζουν. Σε ευνοϊκές συνθήκες, οι κηλίδες στις κάψες συνενώνονται και τελικά καταστρέφεται πλήρως η κάψα.
Τα συμπτώματα που περιγράφηκαν προκαλούνται από την ασθένεια της βακτηριακής σήψης του βαμβακιού (bacterial blight) που προκαλείται από το βακτήριο Xanthomonas axonopodis pv. malvacearum (συν.: X. citri pv. malvacearum).
Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν και από το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, ύστερα από την αποστολή δειγμάτων στο Επίσημο Εργαστήριο Βακτηριολογίας. Η παρουσία της ασθένειας είναι γνωστή στη χώρα μας. Τα συμπτώματα που προκαλεί έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια σε καλλιέργειες βαμβακιού στην ΠΕ Δράμας με πολύ χαμηλή συχνότητα εμφάνισης.
Το μόλυσμα διαιωνίζεται από έτος σε έτος διατηρούμενο στα υπολείμματα της μολυσμένης καλλιέργειας (φύλλα, στελέχη, κάψες κλπ. που αφήνονται στον αγρό μετά τη συγκομιδή). Η ασθένεια ευνοείται από υψηλή σχετική υγρασία (>80%) και θερμοκρασία 30-40°C. Η δευτερογενής διασπορά της ασθένειας προς τα ανώτερα μέρη των φυτών διευκολύνεται με τη βροχή, ιδιαίτερα υπό πνοή δυνατών ανέμων και με την άρδευση με τεχνητή βροχή.
Δεν υπάρχουν εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα στη χώρα μας προς το παρόν για τη χημική αντιμετώπιση της ασθένειας.
Στους αγρούς με καλλιέργεια βαμβακιού που εκδηλώνεται η συμπτωματολογία, θα πρέπει να ληφθούν τα παρακάτω καλλιεργητικά μέτρα:
1) Περιορισμός των αρδεύσεων.
2) Κατά το δυνατόν πιο σύντομη συγκομιδή.
3) Μετά τη συγκομιδή, όργωμα με αναστροφή, ιδανικά μετά από πέρασμα καταστροφέα, για την ενσωμάτωση των φυτικών υπολειμμάτων. Η αποικοδόμησή τους διασφαλίζει την μη επιβίωση του μολύσματος στο έδαφος. Σε βαριά εδάφη η αποικοδόμηση μπορεί να υποβοηθηθεί με τη
διασπορά 2-3 μονάδων αζώτου στο στρέμμα (π.χ. 10 κιλών θειϊκής αμμωνίας) πριν αυτά οργωθούν.
4) Αμειψισπορά ενός έτους (άλλη καλλιέργεια πλην βαμβακιού).
Το φθινοπωρινό όργωμα και η αμειψισπορά για ένα χρόνο είναι ικανά μέτρα να σταματήσουν τη διατήρηση του παθογόνου στο χωράφι».