Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου, Ειδικού Καρδιολόγου
Μέρος Β’
Παρά το γεγονός πως πολλά περιστατικά αιφνιδίου θανάτου συμβαίνουν κατά τη διάρκεια άσκησης, θα πρέπει να τονιστεί πως ο συστηματικός αθλητισμός δεν αποτελεί την πρωταρχική αιτία. Η άσκηση εμφανίζεται να δρα ως ο πυροδότης τέτοιων φαινομένων σε αθλητές που έχουν την ατυχία να πάσχουν, χωρίς να το γνωρίζουν, από επικίνδυνες μορφές των παραπάνω καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η διεθνής εμπειρία σε ζητήματα αιφνιδίου καρδιακού θανάτου, συνδυαζόμενη με τη γνώση των νοσημάτων που απειλούν την υγεία των αθλουμένων, έχει οδηγήσει στη διατύπωση ειδικών συστάσεων από την Αμερικανική και Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία σχετικά με τον καρδιολογικό έλεγχο των προσώπων που επιθυμούν να έχουν συστηματική ή ανταγωνιστικού τύπου αθλητική δραστηριότητα.
Δύο είναι οι βασικοί άξονες στους οποίους κινείται η καθιερωμένη καρδιολογική εξέταση αθλητών:
– Ο προληπτικός έλεγχος της καρδιάς, με στόχο την ανίχνευση και τον αποκλεισμό αδιάγνωστων καρδιακών νοσημάτων, ώστε η συστηματική ανταγωνιστική άσκηση να παραμένει ανέμελη και ασφαλής.
– Η παρακολούθηση προσώπων με γνωστά καρδιαγγειακά νοσήματα, στα οποία δίνονται ειδικές οδηγίες σχετικά με την ένταση και το είδος των αθλητικών δραστηριοτήτων που επιτρέπεται να αναλάβουν.
Η προληπτική καρδιολογική εξέταση του αθλητή περιλαμβάνει λεπτομερές ιστορικό, προσεκτική φυσική εξέταση του καρδιαγγειακού συστήματος, ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας και, συνήθως, υπερηχοκαρδιογράφημα. Το ιστορικό αναζητά σοβαρά συμπτώματα, όπως λιποθυμικά επεισόδια στην άσκηση ή έντονο αίσθημα παλμών, τα οποία, ενδεχομένως, απαιτούν περαιτέρω έλεγχο. Σημαντικές είναι πληροφορίες σχετικά με το οικογενειακό ιστορικό και συγκεκριμένα εκείνες που αφορούν περιστατικά αιφνιδίου νεανικού θανάτου ή γνωστές περιπτώσεις κληρονομικών καρδιακών παθήσεων. Πολλές φορές η καρδιολογική εξέταση των συγγενών πρώτου βαθμού μπορεί να προσφέρει πολύτιμα συμπληρωματικά στοιχεία στην αξιολόγηση των καρδιακών ευρημάτων ενός αθλητή. Αναφορικά με τη φυσική εξέταση, ιδιόμορφα σωματικά χαρακτηριστικά, παθολογικά φυσήματα ή ανώμαλες μετρήσεις αρτηριακής πίεσης συχνά υποδεικνύουν τη διάγνωση άγνωστης πάθησης. Από τις εργαστηριακές εξετάσεις, αναντικατάστατη θέση διατηρεί το παραδοσιακό ηλεκτροκαρδιογράφημα. Ένα φυσιολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα αντιστοιχεί σχεδόν πάντοτε σε μία φυσιολογική καρδιά. Στις περιπτώσεις όπου εμφανίζονται ηλεκτροκαρδιογραφικές ιδιαιτερότητες, ο συμπληρωματικός έλεγχος με υπερηχογράφημα συνήθως αποσαφηνίζει την κατάσταση. Σπανιότερα διαγνωστικά ερωτήματα λύνονται με ειδικότερες εξετάσεις, όπως η μαγνητική τομογραφία καρδιάς, η 24ωρη περιπατητική ηλεκτροκαρδιογραφία (Holter ρυθμού) ή η καρδιοαναπνευστική δοκιμασία κόπωσης.
Εφόσον η προληπτική εξέταση αναδεικνύει μία καρδιά φυσιολογική, χωρίς ιδιαίτερα παθολογικά ευρήματα, ο αθλητής μπορεί να συμμετέχει σε συστηματικές ανταγωνιστικές δραστηριότητες χωρίς περιορισμούς. Αλλά και σε περιπτώσεις με γνωστά καρδιαγγειακά προβλήματα, ο ανταγωνιστικός αθλητισμός δεν είναι απαραίτητα απαγορευτικός. Συχνά ασθενείς με ήπια καρδιολογικά προβλήματα επιτρέπεται να συμμετέχουν σε ανταγωνιστικές δραστηριότητες ορισμένων κατηγοριών. Για παράδειγμα, ασθενής με ήπια-μέτρια ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδος, εφόσον είναι ασυμπτωματικός, μπορεί να συμμετέχει σε χαμηλού ή μέσου επιπέδου στατική άσκηση, όπως η άρση βαρών και η πάλη, και σε υψηλού επιπέδου αερόβια άθληση, π.χ. δρόμους αντοχής. Παράλληλα, ασθενείς με παθήσεις επικίνδυνες για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο, π.χ. υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, πρέπει να αποφεύγουν τον έντονο ανταγωνιστικό αθλητισμό, επιτρέπεται να συμμετέχουν σε ήπιας – μέτριας εντάσεως ψυχαγωγικές δραστηριότητες, όπως είναι η ποδηλασία, με στόχο τη διατήρηση της φυσικής τους κατάστασης. Επομένως, ακόμα και πάσχοντες από καρδιαγγειακές παθήσεις έχουν, υπό προϋποθέσεις, δικαίωμα στη διασκέδαση και τις ευεργετικές σωματικές επιδράσεις που προσφέρει ο αθλητισμός.
Συνοψίζοντας, η καρδιά του αθλητή, εφόσον είναι φυσιολογική, μπορεί να αντεπεξέλθει με άνεση σε πολυποίκιλες αθλητικές δραστηριότητες με αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα. Ανάλογα με την ένταση και το είδος της άσκησης αναπτύσσει φυσιολογικές «αλλαγές», που χαρακτηρίζουν τη γυμνασμένη αθλητική καρδιά. Αυτές οι αναμενόμενες προσαρμογές συχνά συγχέονται με παρόμοια παθολογικά ευρήματα σε περίπτωση προηγουμένων άγνωστων καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η διάκριση της «αθλητικής» από την «παθολογική» καρδιά είναι σπουδαίας σημασίας για την ασφαλή και ξένοιαστη άθληση.
Τέλος, ακόμα και γνωστοί καρδιοπαθείς μπορούν, υπό προϋποθέσεις και σωστή καθοδήγηση, να απολαμβάνουν τα οφέλη του ψυχαγωγικού αθλητισμού.