Η γέννησις σου, Χριστέ ο Θεός ημών,
ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως˙
εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες
υπό αστέρος εδιδάσκοντο
σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης,
και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν˙
Κύριε δόξα σοι.
Η ελληνορθόδοξη Εκκλησία τιμά τον Μέγα Κωνσταντίνο ως το δέκατο τρίτο απόστολο και ισαπόστολο. Οι λόγοι είναι πολλοί. Δεν είναι όμως άσχετοι με την τρέχουσα επικαιρότητα. Υπολογίζονται ω χρήσιμοι συνδεδεμένοι με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. Επιγραμματικά τιμάται (μεταξύ των άλλων ο Μέγας Κωνσταντίνος) και για το αποδεδειγμένο ενδιαφέρον του για τους τότε χριστιανούς στην ολότητά τους. Η κήρυξη της ανεξιθρησκίας γενικότερα η οποία έχει την ισχύ της μέχρι σήμερα, ανήκει στη μέριμνα του «Εν τούτο Νίκα» υιού της Αγίας Ελένης, του Κωνσταντίνου. Το πλήρες όνομά του (καταγραμμένο επίσημα στην ιστορία των Θρησκειών) είναι: Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος.
Επικράτησε να αποκαλείται και να γράφεται με το όνομα Μέγας Κωνσταντίνος, ενώ η σχέση του με τα Χριστούγεννα συνδέεται με το γεγονός, καθώς ο ίδιος μαζί με τη μητέρα του την Αγία Ελένη έχουν αναγείρει το 326 πάνω από το σπήλαιο της Γέννησης του Χριστού στη Βηθλεέμ, τον περίλαμπρο ναό τον αφιερωμένο στον γενέθλιο χώρο του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Ο Ναός εκείνος καταστράφηκε το 526 από την εξέγερση των Σαμαρειτών. Τον ξαναέκτισε, μετά από τέσσερα χρόνια εκλαμπρότερο και επιβλητικότερο, ο ένας και περιφημότερος όλων, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Ιουστινιανός.
Λέγεται πως ο ρυθμού βασιλικής ναός του Ιουστινιανού, στολίσθηκε με ψηφιδωτές εικόνες απερίγραπτου κάλλους. Λέγεται ακόμη και ιστορικά είναι αποδεδειγμένο, πως όταν οι Πέρσες μπήκαν ως κατακτητές στο ναό για να τον καταστρέψουν ολοσχερώς, δεν εκτέλεσαν τον προορισμό τους. Βρέθηκαν όμως μπροστά στο ψηφιδωτό με θέμα την αναπαράσταση της προσκύνησης των Μάγων. Αθέλητα από την αρχική απορία πέρασαν στο θαυμασμό και την έκσταση. Εκστασιαζόμενοι άρχισαν να προβληματίζονται. και στη συνέχεια πέρασαν σε λογική σκέψη που επιφέρει τον κατευνασμό και η καταστροφική μανία που τους συνείχε έδωσε τη θέση της την κατανόηση. Στα πρόσωπα των Μάγων του ψηφιδωτού αναγνώρισαν (οι Μάγοι) τις όμοιες, γνώριμες όψεις που αντίκριζαν στους Πέρσες, στους ομοεθνείς τους λογικά. Έπαψαν αμέσως κάθε διάθεση για ενέργειες βάρβαρες. Η χαρά της όμοιας εθνότητας των μάγων του προσκυνήματος με τους ίδιους τούς υπαγόρευσε το αίσθημα της συγγένειας, του σεβασμού και της αγάπης.
Έτσι, η πολιτισμική δύναμη μιας εικόνας αφόπλισε τους Πέρσες. Οι αιτιολογίες για αναστολή της αποστολής τους φυσικά και δεν προσμετρούνται. Αυτό που προέχει, εμπεριέχεται στο σεβασμό που απένειμαν προς την αναπαράσταση του θέματος στο ψηφιδωτό. Στο εικόνισμα θα λέγαμε. Μπορεί να είχαν, έστω (κι ακούσια) σεβαστά ερείσματα. Απέδειξαν θαυμασμό προς την τέχνη και παράλληλα συμπόρευση με τους χριστιανούς της εποχής τους, όσο η τέχνη ενέχει στον πύρινα της το σεβασμό. Η αυθόρμητη πρόσληψη της θείας εμπνοής αποτελεί «περιουσία» εκ ΘΕΟΎ. Φανέρωσαν έτσι έμπρακτα την ανώτερη και μυστηριώδη προσέγγιση που δέχθηκαν οι ίδιοι ως επενέργεια θεών.
Επομένως Χριστούγεννα δε σημαίνουν μόνο καλοψημένη γαλοπούλα, τσουρέκια, ποτά, δώρα, ζεστό σπίτι και πλουσιοπάροχα στρωμένο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αλλά χαρά της γέννησης, με τον ίδιο τρόπο αποδεκτή από κάθε πλάσμα με συνηθισμένη νοημοσύνη. Η χαρά, οποία σαν μεταδοτική επιδημία διαδίδεται ανάμεσα στους ανθρώπους, φτάνει στο σημείο της γαλήνιας, σιωπηλής υποδοχής- αποδοχής. Το «χαράς πληρούται τω κόσμω» είναι μια παράμετρος. Χαρά που αναβλύζει από πολλές πηγές: Από το μεταμεσονύκτιο κάλεσμα της καμπάνας για την προσέλευση των πιστών στους ναούς, για το προσκύνημα της Γέννησης του Χριστού στην ταπεινή «εν σπηλαίω φάτνη», που γίνεται ουσία, όσο λογαριάζεται σαν η πρώτη και κύρια χαρά των ανθρώπων από σύνολα εκφρασμένη, όπως αυτή της οικογενειακής χαράς.
Η Γέννηση του Χριστού θεωρείται «ύψιστο γεγονός» αλογάριαστης σημασίας για τον κόσμο. Ωστόσο, για τους αποστόλους, τους μαθητές του Χριστού, και για τους πατέρες της εκκλησίας των δύο πρώτων χριστιανικών αιώνων, η θεία λατρεία επικεντρωνόταν γύρω από τα Πάθη, τη Σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου. Ο άγιος Τελεσφόρος, πρώτος εισήγαγε την αγρυπνία ως ένδειξη τιμής για την ημέρα της Γέννησης του Χριστού (125-136).
Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επιβεβαιώνει σε ομιλία του πως η γιορτή θα πρέπει να καθιερώθηκε την τρίτη ή τέταρτη δεκαετία του 4ου αιώνα, η οποία και συμπίπτει με την αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ωστόσο, η γαλήνια «δύναμη» του προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους τα Χριστούγεννα διατηρεί τη γοητεία της περισσότερο από δεκαέξι αιώνες. Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως σήμερα επιβεβαιώνεται σε κάθε αδιάκοπη προσέλευση η αναζήτηση των πιστών σε ότι βαθύρριζα ελκυστικό που οφείλεται στη χαρά, αλλά και σε όσα άλλα πολλά χωρίς εξήγηση