Του Αχιλλέα Παπαδόπουλου,
Ειδικού Καρδιολόγου
Μέρος Α’
Η αρτηριακή υπέρταση είναι νόσος η οποία αφορά τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως και ευθύνεται για τουλάχιστον επτά εκατομμύρια θανάτους ανά έτος, εξ αιτίας των επιπλοκών της. Είναι ξεκάθαρο από επιδημιολογικές μελέτες ότι η εμφάνιση της υπέρτασης οφείλεται σε συνδυασμό περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων. Έτσι, εκτός από τον τρόπο ζωής, τη σημαντική κατανάλωση αλατιού και οινοπνευματωδών ποτών, το αυξημένο σωματικό βάρος, μεγάλο ρόλο παίζει και η κληρονομικότητα.
Η πρώτη αναφορά ότι η αρτηριακή υπέρταση είναι και γενετική πάθηση που κληρονομείται, έγινε από τον Wilhelmn Weitz το 1923. Μελετώντας 82 υπερτασικούς και 267 πρόσωπα με φυσιολογική αρτηριακή πίεση, ο Weitz παρατήρησε ότι το 77% των γονιών των υπερτασικών ασθενών είχε πάθει κάποιο καρδιαγγειακό συμβάν, ενώ μόλις στο 30% των γονιών με φυσιολογική πίεση είχε συμβεί το ίδιο. Και άλλα μεταγενέστερα δεδομένα οδήγησαν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η υπέρταση είναι κληρονομική. Για παράδειγμα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η επίπτωση της υπέρτασης ήταν σχεδόν ταυτόσημη στους μονοζυγωτικούς διδύμους, δηλαδή σε αυτούς που έχουν ακριβώς τα ίδια γονίδια, σε σχέση με τους διζυγωτικούς. Επίσης, υπάρχει παρόμοια εικόνα ανάμεσα στα μέλη της ίδιας οικογένειας, σε σχέση με τα μέλη διαφορετικών οικογενειών. Φαίνεται ότι το 40% της συμπεριφοράς της αρτηριακής πίεσης στους ανθρώπους οφείλεται στα γονίδια, ενώ το υπόλοιπο σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ωστόσο, τα γονίδια καθορίζουν πώς συμπεριφέρεται ένας οργανισμός και στους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Περιμένει κανείς ότι οι πιθανές μεταβολές και μεταλλάξεις από γονίδια θα πρέπει να βρίσκονται σε αυτά που σχετίζονται με του παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς της αρτηριακής υπέρτασης, όπως το αυτόνομο νευρικό σύστημα, το σύστημα ρενίνης αγγειοτασίνης αλδοστερόνης, η επαναπρόσληψη νατρίου στους νεφρούς. Γι’ αυτό τον λόγο, οι ερευνητές εστίασαν την προσοχή τους σε γονίδια που σχετίζονται με τα παραπάνω.
Την τελευταία δεκαετία έχουν πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες για την αναζήτηση γονιδίων που σχετίζονται με την εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης. Τα αποτελέσματα αυτών συχνά διαφέρουν, ακόμα και ανάμεσα σε πληθυσμούς της ίδιας φυλετικής ταυτότητας, και αυτό διότι υπάρχει μεγάλη γονιδιακή ποικιλομορφία ακόμα και μέσα σε αυτούς. Επίσης, όλες αυτές οι μελέτες που ασχολούνται με γονιδιακούς ελέγχους, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον αριθμό, τον σχεδιασμό και το φαινότυπο των πληθυσμών που περιλαμβάνουν. Κάποιες μελέτες σε περιορισμένο αριθμό ασθενών με κλινικό σύνδρομο, που περιλαμβάνει και αρτηριακή υπέρταση, οφείλονται σε μονογονιδιακές διαταραχές. Επειδή, όμως, η υπέρταση είναι πολυπαραγοντική νόσος, όπως προαναφέρθηκε, κατά κανόνα ψάχνουμε για συνδυασμό γονιδίων που σχετίζονται με τη νόσο. Δύο παραδείγματα καλά μελετημένων περιπτώσεων, όπου η αρτηριακή υπέρταση σχετίζεται με μεταλλάξεις σε ένα γονίδιο, είναι το σύνδρομο Liddle και ο γλυκοκορτικοειδής αλδοστερονισμός (glucocorticaid remediable aldosteronism).
Το σύνδρομο Liddle πρωτοπεριγράφθηκε το 1963. Στην συγκεκριμένη οικογένεια πολλά αδέλφια παρουσίαζαν υπέρταση σε νεαρή ηλικία. Κάποιοι από τους ασθενείς είχαν υποκαλιαιμία. Οι εργαστηριακές εξετάσεις αυτών των προσώπων αποκάλυψαν χαμηλά επίπεδα αλδοστερόνης και δραστηριότητας της ρενίνης. Η υπέρταση και η υποκαλιαιμία βελτιώνονταν με τη χορήγηση τριαμτερένης, ενός αναστολέα του άπω επιθηλιακού καναλιού του νατρίου (ENaC). Αυτά τα χαρακτηριστικά κρύβονταν πίσω από μία μετάλλαξη του γονιδίου του συγκεκριμένου καναλιού του νατρίου. Μετά από τριάντα χρόνια, η γονιδιακή ανάλυση απέδειξε αυτή τη μετάλλαξη με την πρώτη περιγραφή του συνδρόμου.
[…] post Γονίδια και αρτηριακή υπέρταση appeared first on Χρονικά της […]